Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ διαμόρφωση καί ἀπό κοντά ἡ Παιδεία μας πρό πολλοῦ ἀπο-προσδιορίζονται διεθνικά καί μετα-προσδιορίζονται κυβερνητικά ἀπό βασικές ὁροθεσίες ἐξαιρετικά ἐκσυγχρονισμένες καί προγραμματισμούς ἀκραίας μεταχρονολόγησης. Μέ βασικό κεντρικό κίνητρο τήν διαχείριση ἀνθρώπων καί πραγμάτων.
Καί ὅλοι ἐμεῖς σάν λαϊκό σῶμα (ἀκόμη καί οἱ θεσμικοί καί οἱ διανοητές καί τεχνοκράτες καί οἱ ἁπλούστεροι) τρέχουμε καί δέν προφθαίνουμε νά βρισκόμαστε (μόνο) μέ τήν Δυτικοποιημένη super-τεχνοκρατική παγκοσμιότητα. Καί στήν πολύτιμη ἀνοιχτοσύνη της, ἀλλ᾽ ἐπιπλέον καί στήν παραμικρή νυχτόβια μεταρροή της. Δέν ξέρω πόση Μεσόγειος ἀκόμη μᾶς ἀπέμεινε καί προπαντός πόση Ἑλλάδα, γέφυρα πολιτισμῶν.
Σάν ἀλλοτινός (συνάμα καί σύγχρονος) ἀδημονῶ πάντως νά ἀναπνέω τόν καθαρότερο ἀλλοτινό ἀέρα, αὐτόν πού σήμερα ἀποκαλοῦμε φυσιογνωμία τῶν χωριῶν καί τῶν νησιῶν μας, ὀμορφιά τῆς ἁπλωμένης σέ στεριές καί θάλασσες λαογραφίας μας, φιλοσοφία τῆς διαχρονίας μας, ἀφομοιωτισμό τῆς ἐγχριστωμένης δυναμικῆς μας.
ΑΝΑΝΤΙΡΡΗΤΑ, οἱ ἀπροσμέτρητες χρηστικές καί μεταχρηστικές προοπτικές τοῦ τρέχοντος πολιτισμοῦ συνιστοῦν τήν πιό συναρπαστική ἐργονομία γιά τήν πανιστορική διαχρονία. Ὅμως, δέν παύει ὁ ἄνθρωπος ―ἀκόμη καί στήν πιό ἀκραία δυναμική τοῦ σύγχρονου πολιτιστικοῦ μεταβολισμοῦ― νά ἀποζητᾶ τό χαμόγελο, τήν ἀποδοχή, τήν κατανόηση, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν λεπτότητα, τήν εὐγένεια, τήν εὐαισθησία καί ὅλες τίς διανθρώπινες ὑποδοχές του. Συνάμα δέ, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, τίς ἀνθρώπινες καί συνανθρώπινες δοχές του στόν ἀληθινό Θεό πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς συντηρεῖ καί μᾶς ἔσωσε/σώζει.
Αὐτό δέν σημαίνει “ἑτεροχρονισμό”, ἀλλά τέλειο συγχρονισμό μέ τήν φυσικότητα τοῦ “εἶναί μας”· πού δίνει προτεραιότητα ὄχι στή δημιουργική παραγωγικότητα, ἀλλά στήν ἐνυφιστάμενη δοτή δημιουργική του ἱκανότητα· ὄχι στίς πραγματώσεις καί στά πράγματα, ἀλλά στόν πραγματοποιό καί στήν διαπραγματευτική του ἁλκή.
ΠΟΙΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ τοῦ σύγχρονου πρακτικισμοῦ θά μποροῦσε νά ἀπαρνηθεῖ αὐτό πού συστατικά “εἴμαστε”, τουλάχιστον μέσα στή φυσική χρονοχωρική μας πορεία;
Κι ὅμως, ἐθιζόμαστε νά τρέχουμε (ἤ μᾶς προωθοῦν!) ξεφρενιασμένα νά γίνουμε κάτι πιό προοδευμένο, μέ μιάν ἀσυλλόγιστη ἄ(γ)νοια γιά τήν ὀντολογία μας.
***
Σ᾽ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΕΞΙΜΟ τῆς ἀπρόφθαστης διεθνιστικῆς ἐποχῆς μας, τουλάχιστον γιά τήν λαϊκή μας βάση καί τούς ἐχέφρονες θεσμικούς ἐκπροσώπους της χρειάζονται ἡ φρόνηση σάν φρένο καί ἡ σωφροσύνη σάν μέτρο καί ἡ ἀνδρεία σάν ἀποφασιστικότητα καί ἡ δικαιοσύνη σάν κοινωνικότητα (πρώϊμο σοφιολογικό δάνειο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Πατρολογίας). Καί τοῦτο, γιά νά μήν ξεχάσουμε τουλάχιστον τόν εἰσπνεόμενο “ἀνθρωπινό ἑαυτό μας”, πρός χάριν ἑνός “μεταβιομηχανικοῦ μεταβολισμένου εἰδώλου μας”.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ στάδιο δοκιμασίας γιά τά κοινωνικά προτάγματα καί τά ἐπικοινωνιακά διαδράγματα καί τά ἐκπαιδευτικά προγράμματα τῆς (ἑκάστοτε) ἐξουσίας, ὅπως καί τῆς μορφωτικῆς διακοινωνικῆς… ἀπουσίας.
Συνάμα, δέν παύουν νά συνιστοῦν πρόκληση καί πρόσκληση γιά τήν ἀποφασιστική βιωματική προβολή καί τήν διακοινωνική διατήρηση καί τήν ἐκπαιδευτική ἀναπροβολή τῶν οὐσιωδέστερων τῆς οὐσίας μας, γιά τήν ἀδιαφιλονίκητη περιουσία τοῦ “εἶναί μας”.
Καί τό “εἶναί” μας ἐναπόκειται μέν στήν διαχείριση τῆς ἐλευθερίας μας, ἀφίεται καί στήν κακοδιαχείριση τῆς ἐλευθεριότητάς μας, φανερώνεται συνεχῶς στίς ἀναμεταπτώσεις μας, ἀλλά εὐτυχῶς πού δέν ἀποτελεῖ δική μας αὐτοσυστατική οὐσιαρχία! (Ἄν συνέβαινε αὐτό τό τελευταῖο, τότε πρό πολλοῦ δέν θά χρειάζονταν οἱ φιλόσοφοι ἤ οἱ πρακτικοί ἤ οἱ διαχειριστικοί ἤ οἱ ἀριθμομεταποιητικοί μηδενιστές τῆς ἀνθρωπινότητός μας· θά τούς εἴχαμε προλάβει ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στήν πορεία τῆς αὐτοφθορᾶς).
***
ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΑΠΟΘΑΥΜΑΖΩ ἀνά τήν Ἑλλάδα (καί ὄχι μόνο) “περιφερειακές” διοργανώσεις μέ θεματική τούς νέους καί τήν διαμόρφωσή τους ὡς ἀντικείμενο καί ὑποκείμενο τουλάχιστον ἐθελοντικῆς εἴτε πολιτιστικῆς δράσεως. Ἔστω κι ἄν τέτοιες διοργανώσεις χρηματοδοτοῦνται ἀπό πολιτειακά ἤ περιφερειακά ἤ δημοτικά κονδύλια (τ.ἔ. ἀπό τήν λαϊκή βάση, ἀλλά μέ διαχειριστική ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας), πάντως διατηροῦν ἀκόμη μιάν ἀνεξαρτησία σκέψης καί λόγου καί τόλμης καί εἰλικρίνειας, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἀπήχησή τους νά εἶναι εὐεργετική καί συνεγερτική.
Προπαντός στούς νέους!
Ἡ ἀγωγή τῆς νέας γενιᾶς δέν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῆς σχολικῆς πράξεως, ἀλλά ὅλων τῶν συνιστωσῶν κοινωνικοποιήσεως τοῦ νέου. Οἱ Πολιτιστικοί Σύλλογοι ἀναλαμβάνουν δράσεις γιά τήν πολιτιστική ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας ―καί πολύ ὀρθά― διότι ὅλοι οἱ φορεῖς δυνατοτήτων ἀγωγῆς εἴμεθα συνυπεύθυνοι γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας. Ὡς Ἕλληνες, ἄλλωστε, ἔχουμε εἰσέτι ἀποθέματα φιλοτίμου, ὥστε νά ἐπισυντρέχουμε, νά συμπληρώνουμε, νά προλαβαίνουμε, νά ἐπανορθώνουμε, καί νά μήν περιμένουμε τά πάντα ἀπό τούς ἐκπαιδευτικούς προγραμματισμούς.
Ἤδη, ἡ Πολιτεία ὑποβαθμίζει τόν ἑορτασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, δίνοντας εὐτυχῶς προτεραιότητα δράσης στά σχολεῖα. Μέ πρόσχημα ἴσως καί τήν διαφυλετική καί διαθρησκευτική δημογραφική πολυπολιτισμικότητα. Τουτέστι, βλέπουμε πολιτειακά βήματα ἐπί βημάτων, ἐπί δεκαετίες τώρα, νά προετοιμάζουν τόν “μετα-συγχρονισμό” τῆς Ἑλλάδος μέ παραμερισμό τῆς παραδοσιακῆς ἰδιοσυστασίας μας, μέ πολιτισμικούς ἐπιχειριασμούς, μέ ἀναμορφωσιακές ἀποδομήσεις.
Ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ πρόσφατα (2023) ἐπισήμως ἁγιοκαταταχθείς ἅγιος Γερβάσιος (1877-1964), ὁ νεότερος Ἅγιος τῶν Πατρῶν, μιά κυριολεκτικῶς ἅγια καί ἐμβληματική μορφή τῶν Πατρῶν, θά ξανάλεγε γιά σύνολη “τήν δύστυχη πατρίδα” μας αὐτό πού θρηνητικά πρωτοεῖπε γιά τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του στήν Πελοπόννησο (“Θά ἔλθει καιρός πού μία ταμπέλα θά ἀναγράφει στά μέρη αὐτά: ἐδῶ κάποτε ἦταν Ἑλλάς”).
Εὐτυχῶς, στήν ἐπαρχία, δέν ἔχουμε ἀκόμη ἀλλοτριωθεῖ τόσο πολύ, ὅσο στά μεγάλα κέντρα, ὅπου ὁ συμφυρμός διενεργεῖ μαζικότερες ἀλλοτριώσεις.
***
ΜΕ ΔΙΑΘΕΣΗ ποιμαντικῆς συμμετοχῆς καί ἐπιβράβευσης, θέλησα καί τίμησα πάλιν ἐφέτος τίς δύο διοργανώσεις ―ἐνόψει τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν― στή Γουμένισσα (ἱστορική ἕδρα τοῦ Δήμου Παιονίας) καί συγκεκριμένα στό Πολιτιστικό Κέντρο τοῦ Δήμου Παιονίας…
Ὁ Ποντιακός Σύλλογος Γουμένισσας “Διογένης ὁ Σινωπεύς” διοργάνωσε τήν καθιερωμένη ἀπό ἐτῶν “Ἑορτή τῶν Γραμμάτων καί τῶν Τεχνῶν” ἑστιάζοντας εἰδικά στό ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὡς προκαθιερωμένων Προστατῶν τῆς Παιδείας.
Καί πάλι, ἐπευλογώντας τήν φιλοτιμία ἄλλου ἑνός Συλλόγου πού προϋπῆρχε κι αὐτός ἱστορικά τῆς δικῆς μου παρουσίας στήν Γουμένισσα καί συνεχίζει νά προσφέρει, θεώρησα σκόπιμο νά ξαναμιλήσω, ἀπό τό ἴδιο βῆμα, σέ ἕνα νέο ἀκροατήριο μετεχόντων.
«Θαυμάσια ἡ πρωτοβουλία τοῦ Συλλόγου νά τιμᾶ ἐκπαιδευτικούς πού διακρίθηκαν ἐπί χρόνια πολλά προσφέροντας στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία, ἀλλά καί τούς μαθητές πού ἐπρώτευσαν καί ἀρίστευσαν. Καί ἀριστεύουν, ὄχι ὅπως θά τό ἔβλεπαν μερικοί φορώντας παρωπίδες καί θεωρώντας πρόοδο τόν ὑπαρκτικό καί ἠθικό κατήφορο… Κάθε παραδοσιακό καί δοκιμασμένο διαχρονικά ἀποτιμᾶται σήμερα ὡσάν νά ἦταν… “κωφάλαλο”. Ἦρθε ἡ ἐποχή ἡ δική μας, καί δυστυχῶς βλέπουμε καταλυτικές ἀντικοινωνικές θεωρίες, ἀπό τά ὑψηλά ἱστάμενα θεσμικά ὄργανα. Δέν θά πῶ περισσότερα, διότι δέν θέλω νά σκιάσω τόν ἑορτασμό γιά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, πού εἶναι ἀνυπέρβλητες μορφές τῆς πίστης προπαντός (ἄρα καί τῆς ρωμαίηκης παράδοσής μας) καί τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς μόρφωσης.
»Ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεολόγησαν, κοινωνιολόγησαν, ἀρετολόγησαν, διαμόρφωσαν τά μεταβατικά χρόνια τους (ἐλευθερώνοντας ἀπό τήν κοινωνική εἰδωλολατρία καί τόν γνωστικισμό), διαμόρφωσαν τήν ἐποχή τους μεταποστολικά πρός τόν θεολογικό χριστιανισμό, παρέλαβαν καί ἀνέπτυξαν τήν θεολογία τῶν προηγούμενων ἁγίων Πατέρων καί ἔγιναν οἱ βάσεις γιά τήν διάδοχη θεοφώτιστη θεολογία, πού φανερώνει τά θεουργικά “πλαίσια” τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπολογίας. Τί θά ἤμασταν χωρίς αὐτούς (καί ὅλους) τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς ἀληθοῦς θεολογίας!
»Λένε σήμερα μερικοί, ὅτι ἀνοίγουν τούς ὁρίζοντες. Ἐξαρτᾶται τί προοπτική “ὁριζόντων” ἤ μᾶλλον ὁριζοντίωσης θέτουν. Βάζουν σάν προκάλυμμα τόν “δικαιωματισμό”. Ὁ “δικαιωματισμός” δέν ἀφήνει στόν ἄνθρωπο περιθώρια νά συνέλθει. Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν βάζαμε ὅρια, τότε ποῦ θά κατευθυνόμασταν; Δέν στιγματίζουμε, ἀλλά καί δέν ἐπιτρέπουμε νά μᾶς χρησιμοποιοῦν… Ἐκεῖνο πού θέλω νά πῶ τώρα, εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας μέ τόσες γνώσεις καί τόση προσφορά στήν Ἀφρική καί τόση προσφορά στήν Ἀλβανία σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως, αὐτός λοιπόν λέει: “Τό ἀφύσικον δέν γίνεται οὔτε μέ νόμους οὔτε μέ διατάξεις φυσικόν”. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Τελειώνω –σᾶς κακοκάρδισα τώρα, ἀλλά ἔπρεπε νά τά πῶ– λέγοντας ὅτι οἱ αἰῶνες ὑποκλίνονται στά λεγόμενα τῆς θεολογίας καί τῆς ὅλης διδαχῆς τους καί ἐπιπλέον ἀποδείχθηκαν πρότυπα κοινωνικῆς προσφορᾶς…
»Ἀπέναντι στά πρότυπα κοινωνικῆς ἠθικῆς πού καλλιέργησαν κηρυγματικά καί ποιμαντικά πάνω σέ θεολογικές βάσεις ὑπέρ τῆς ἀνθρώπινης ἁγιοπνευματικῆς χαρίτωσης καί χριστολογικῆς τελείωσης καί σωτηρίας οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες…· δυστυχῶς σήμερα ἀποδομοῦνται οἱ ὑγιεῖς κοινωνικές δομές, ἡ οἰκογένεια, ἡ παιδεία, ἀπό τήν φυσική καί παραδοσιακή τους δόμηση, καί ὑπερτονίζονται ἀντιπρότυπα.
»Ἐνῶ παράλληλα προγραμματίζονται νέες ἀποδοχές ἀλλοθρήσκων –ἀνθρώπων μέ πόνο βέβαια καί ἀνάγκη προσφορᾶς– πού ὅμως ἀσυλλόγιστα θά ἀλλάξουν πολύ γρήγορα τόν δημογραφικό μας χάρτη, ὥστε νά γίνουμε κάτι σάν τόν Λίβανο ἤ τό Κοσσυφοπέδιο…
»Θερμά συγχαρητήρια στόν Σύλλογο τῶν Ποντίων καί σέ σένα, ἀγαπητέ Χριστόφορε, γιά τήν διοργάνωση».
***
ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ἀπό τόν Πρόεδρο τοῦ Συλλόγου κ. Χριστόφορο Λαζαρίδη μιά θαυμάσια ὁμιλία καί παρουσίαση τῶν μορφῶν καί τῆς προσφορᾶς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (παρατίθεται ἀμέσως μετά).
Γράφει ο μεγάλος ποιητής μας Γεώργιος Σεφέρης στο τραγούδι με τίτλο Κεμάλ που ακούσαμε: «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα». Εμείς θα επισημάνουμε ότι αυτός ο κόσμος μπορεί και να αλλάξει. Αν ο άνθρωπος καταφέρει να φτάσει τον πραγματικό και μοναδικό στόχο του, την τελειότητα, τη θέωση, «κατ’ εικονα και καθ’ ομοίωσιν» του δημιουργού του.
«Ο τέλειος άνθρωπος», γράφει ένας μεγάλος διανοητής, «θα ήταν αυτός που είναι συγχρόνως ποιητής, φιλόσοφος, επιστήμων, ενάρετος. Και αυτό όχι κατά διαστήματα και σε ιδιαίτερες στιγμές, μα συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα γνωρίσματα σε κάθε στιγμή της ζωής του». Όταν μετά την απελευθέρωση το Ελληνικό κράτος σύστηνε το πρώτο του Πανεπιστήμιο, αναζήτησε να προβάλλει ως προστάτη των γραμμάτων έναν τέλειο άνθρωπο, χωρίς διάκενα, που θα ενώνει αρμονικά όλα αυτά τα δυσκολοσύνθετα στοιχεία. Και βρήκε μία ιερή τριάδα ιεραρχών. Τρεις μορφές, από εκείνες τις λίγες, που καταφέρνουν να σπάζουν τα στεγανά του χρόνου και να μην τους καταπίνει η λήθη. Ήταν μία επιλογή σοφή και φωτισμένη, γιατί στο πρόσωπό τους προέτασε όχι μόνο τον ποιητή, τον φιλόσοφο, τον επιστήμονα, τον ενάρετο αλλά και το σοφό διδάσκαλο, τον θαυμάσιο ρήτορα, τον χαρισματικό ηγέτη, τον ακαταπόνητο μαχητή, τον ακούραστο κοινωνικό εργάτη.
Η ιστορία κράτησε φυλαχτό τα ονόματά τους και η εκκλησία έβαλε δίπλα σ’ αυτά τους χαρακτηρισμούς: Μέγας για τον Βασίλειο, Θεολόγος για τον Γρηγόριο, Χρυσόστομος για τον Ιωάννη.
Διάνοιες προικισμένες με σπάνια διανοητικά χαρίσματα, από την παιδική τους ηλικία διψούσαν για μάθηση. Αυτή η ασίγαστη δίψα τους οδήγησε σ’ όλες τις φημισμένες σχολές της εποχής τους. Η Αθήνα του τέταρτου αιώνα, παρά την ηθική της παρακμή, συνέχιζε να αποτελεί το πιο ανθηρό κέντρο γραμμάτων και τεχνών και να προσελκύει τα δυνατότερα πνεύματα. Εκεί οι Καππαδόκες Βασίλειος και Γρηγόριος σπούδασαν μαζί, επιλεκτικά ο καθένας, φιλοσοφία, ρητορική, νομικά, μουσική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία, ιατρική. Κι όπως σημειώνει ο Γρηγόριος για το φίλο του Βασίλειο, οι επιδόσεις του σ’ όλες τις επιστήμες ήταν τόσο μεγάλες, όσο δεν παρουσίαζαν οι άλλοι μόνο σε μία. Όσο για τον Γρηγόριο, ήταν τόσο ικανός ρήτορας, ώστε ενώ φοιτούσε ακόμα, του δόθηκε καθηγητική έδρα της ρητορικής. Ενώ για τον λίγο μεταγενέστερο Ιωάννη, με τον χειμαρρώδη ρητορικό λόγο, έλεγε ο περίφημος δάσκαλος του εθνικός Λιβάνιος: «Τον Ιωάννη θα άφηνα διάδοχο μου αν δε μου τον είχαν κλέψει οι χριστιανοί».
Μετά τις σπουδές ακολουθούν το επάγγελμα του δικηγόρου με μεγάλη επιτυχία, όμως γρήγορα το εγκαταλείπουν. Το καθαρό τους πνεύμα και η φλογερή τους καρδιά ξαναμμένα από τη λάμψη μιας άλλης, παράλογης κατά κόσμο, απόφασης είναι αλλού στραμμένα. Δε δίνουν απλώς μια συγκατάθεση, δίνονται ολόκληροι. «Αν θα είμαι του Θεού, θα είμαι ολοκληρωτικά δικός του», είπαν, και ρίχτηκαν στην περιπέτεια του Ευαγγελίου. Δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί στις σπάνιες καρδιές η προσφορά δεν αρκείται σε κάποιο ποσοστό, αναπαύεται στο ολοκλήρωμά της.
Γόνοι εύπορων οικογενειών και οι τρεις μοιράζουν τη μεγάλη τους περιουσία στους φτωχούς και αποσύρονται στη μόνωση. Ζουν αποτραβηγμένοι σε σιωπή και περισυλλογή. Ρίχνονται στη μελέτη της Αγίας Γραφής και στη σπουδή της Θεολογίας. Πάνω στη γνώση της αρχαίας φιλολογίας ακουμπά η πλατεία θεολογική και συμπληρώνουν θαυμαστά τη διανοητική τους φαρέτρα. Έτσι, ο δικανικός ρήτορας μεταπλάθεται σε υπέροχο ερμηνευτή, σε μεγάλο δογματικό, σε σοφό ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής.
Φλογισμένοι από την εσωτερική φωτιά του Πνεύματος και με πλούσια την εμπειρία της ασκητικής ζωής εισέρχονται στην τάξη του κλήρου. Το επισκοπικό αξίωμα τους βρήκε σκυμμένους στη μελέτη, στον πόνο του λαού, στη διακονία στους δρόμους.
Έζησαν σ’ ένα ταραγμένο κόσμο. Από το ένα μέρος η αθλιότητα και η ειδωλολατρία σαν φρόνημα να τυραννά τον άνθρωπο και από το άλλο η αίρεση να υποκαθιστά την αλήθεια με το ψέμα και την πλάνη. Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά με αυτήν των τριών Ιεραρχών: πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, εξεγέρσεις κτλ. Το μήνυμα των τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Και οι τρεις με το κρυστάλλινο ευαγγελικό μήνυμα αγωνίζονται να κρατούν ανοιχτούς τους ορίζοντες μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Διδάσκουν την αλήθεια με λόγια και με έργα και πασχίζουν για τη φανέρωσή της μέχρι την εξουθένωσή τους.
Για να μπορέσουν όμως να δώσουν αυτά που ζούσαν ήταν απαραίτητος ο ανθρώπινος λογισμός, έπρεπε να ντυθούν με γήινο ένδυμα, κι έτσι επιστράτευσαν την ανθρώπινη σοφία που είχαν τρυγήσει από καιρό. Αγαπούσαν την κλασσική παιδεία και την αξιοποίησαν γιατί ήθελαν την αλήθεια δοσμένη με κάλλος. «Κι αν η αλήθεια του Χριστού είναι ο καρπός», δίδασκε ο Μέγας Βασίλειος, «η κοσμική σοφία είναι το φύλλωμα που προσδίδει στο δέντρο την ομορφιά του». «Κι όταν συναντούμε σ’ αυτήν κάτι βλαβερό», συμβούλευε τους νέους, «θα το απομακρύνουμε όπως τα αγκάθια από το τριαντάφυλλο».
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι γνώρισαν και τίμησαν καλύτερα από κάθε άλλον τον άνθρωπο. Γιατί δεν τον σπούδασαν μόνο μέσα στις φιλοσοφικές σχολές, αλλά και μέσα στην κοινωνία όπου εργάστηκαν υπηρετώντας τον με ανιδιοτέλεια. Κι αυτόν τον άνθρωπο που τον έστησαν με τη διδασκαλία τους στο πραγματικό του ύψος, τον υπηρέτησαν με όλο τους το είναι σαν αδελφοί και πατέρες με φίλτρο και στοργή μάνας. Δραστηριοποιήθηκαν σε αφάνταστο βαθμό για τα κοινωνικά προβλήματα, τις πληγές, την αθλιότητα, τις ανισότητες. Πόνεσαν για τον φτωχό, το ορφανό, τη χήρα, τον άρρωστο, τον αιχμάλωτο, τον ξένο, τον φυλακισμένο μα και τον απορριγμένο στην άσωτη ζωή. «Ψωμί στο φτωχό», φωνάζει ο Άγιος Ιωάννης. «Δος άρτον τω πεινώντι, ιμάτιον τω γυμνώ, σκέπην τω ξένω… Ουκ έχεις οβολόν; Δος ποτήριον ψυχρού ύδατος».
Όταν ήταν ανάγκη ακόμη και το χρυσάφι του ναού δε δίστασε να δώσει και να το κάνει μπουκιές για τους φτωχούς. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι χρυσωρυχείο. Τι ωφελεί να είναι ο ναός γεμάτος με χρυσά σκεύη όταν ο Χριστός πεινάει; Θέλετε να τον τιμήσετε; Τιμήστε τον στα πρόσωπα των φτωχών». Στιγματίζει τη χλιδή των αρχόντων, τις ακολασίες των πατρικίων, την ασυλλόγιστη σπατάλη των μεγιστάνων, την κοσμική προκλητική ζωή ορισμένων κληρικών, την ακόρεστη φιλοδοξία των εύπορων γυναικών. Όταν μιλούσε για την αγάπη και την ελεημοσύνη γινόταν θαρρείς δυο φορές Χρυσόστομος. Μια αγάπη που έτρεφε κάθε μέρα στην Κωνσταντινούπολη εφτά χιλιάδες πεινασμένους. Μια ολόκληρη πόλη να συντηρείται από την πνοή ενός ανθρώπου!
Ο Μέγας Βασίλειος άλλοτε παρακαλώντας κι άλλοτε μαστιγώνοντας με τον λόγο του γκρέμισε τις αποθήκες των πλουσίων όχι για να οικοδομήσει «μείζονας» αλλά για να χτίσει τη δική του πόλη φιλανθρωπίας, τη Βασιλειάδα, και να καταφεύγει εκεί το ορφανό, ο φτωχός άρρωστος, ο πεινασμένος, ο λεπρός. Δεν κήρυξαν μόνο, ζώστηκαν την ποδιά και υπηρέτησαν νύχτα μέρα τον ανήμπορο. Με τα ίδια χέρια που τον ευλογούσαν, μ’ αυτά και τον υπηρετούσαν.
Άνθρωποι υφασμένοι σε εντελώς διαφορετική στόφα ο καθένας, έταξαν τη ζωή τους στον ίδιο σκοπό. Να ξεφορτώσουν στις ψυχές των ανθρώπων τον ουρανό που έφεραν οι ίδιοι μέσα τους, ώσπου έπεσαν συντετριμμένοι κάτω από το βάρος του. Ο κόσμος είχε κουραστεί από τη δυνατή τους παρουσία. Ήταν τόσο μεγάλοι που δεν τους άντεχε. Σιωπηρά ήθελε τον θάνατό τους.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, ο άρτιος άνθρωπος, ο ισχυρός χαρακτήρας, ο χαρισματικός ηγέτης, το ιερό αυτό θηρίο, καταπονημένος από την άσκηση και την έντονη δραστηριότητα, πρόωρα, σε ηλικία 49 ετών, παραδίδει το πνεύμα του.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, η ευαίσθητη ποιητική ψυχή, που ζούσε για να προσεύχεται, να κλαίει, να αγαπάει και να περιαυγάζεται από το θείο φως, εγκαταλείπει πικραμένος τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για την ειρήνη της εκκλησίας και τελειώνει τη ζωή του «εαυτώ και τω Θεώ συστρεφόμενος», θαμμένος μέσα στο χιόνι σ’ ένα ταπεινό ασκητήριο της Καρβάλης.
Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο επιβλητικός στον λόγο, που έλιωνε μέσα στους αγώνες με απτόητο ζήλο, αλλά και ο τρυφερός στους φίλους και επιεικής στους εχθρούς, κυνηγημένος από την κακία των παλατιανών και ανάξιων επισκόπων, τελειώνει τη ζωή του με τα λόγια «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», εξόριστος στα βάθη της Αρμενίας σα μεγαλομάρτυρας και ας μην υπάρχουν πλέον διωγμοί. Οι αετοί θυσιάστηκαν για τις όρνιθες!
Τα ηθικά και κοινωνικά διδάγματα και ο τρόπος ζωής τους σήμερα όσο ποτέ άλλοτε είναι ανάγκη να γίνουν απτή πραγματικότητα. Οφείλουμε να αποδείξουμε την ανθρώπινη φύση μας έμπρακτα, μέσα από ανθρωπιστικές πράξεις αλληλεγγύης, ανεκτικότητας και σεβασμού προς τον συνάνθρωπο μιμούμενοι τους τρεις Ιεράρχες, γιατί γιορτή Αγίου σημαίνει μίμηση Αγίου.
Ήταν σοφή και φωτισμένη η επιλογή των τριών Ιεραρχών να αποτελέσουν τους προστάτες των Γραμμάτων, γιατί πέτυχαν μία αρμονική σύζευξη της ελληνικής παιδείας με τη χριστιανική πίστη. Γιατί μας άφησαν εκατοντάδες σοφά έργα μέσα στα οποία ανακαλύπτουμε τις βασικότερες παιδαγωγικές αρχές που ισχύουν μέχρι και σήμερα. Για το τεράστιο κοινωνικό τους έργο που φανερώνει σε άριστο βαθμό τον «καλό καγαθό άνθρωπο».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και των φιλοσοφικών ρευμάτων. Η παιδεία κατά τους Τρεις Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής, και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας.
Τα βασικά στοιχεία της παιδείας κατά τους Τρεις Ιεράρχες είναι η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Με απλά λόγια, οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος. Οι νέοι να σπουδάζουν αυτό που ονειρεύονται για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, να ανακαλύψουν τα μυστήρια της ζωής, να κατακτήσουν την ελευθερία, την αλήθεια, να μεταμορφωθούν.
Η εκπαίδευση προέρχεται από το αρχαίο ρήμα εκπαιδεύω, δηλαδή ανατρέφω από την παιδική ηλικία, διαπαιδαγωγώ, μορφώνω. Άρα σήμερα, εξ’ αφορμής της γιορτής των Τριών Ιεραρχών, για εμάς τιμώνται όσοι συντελούν στην εκπαίδευση του ατόμου: αρχικά οι γονείς, που παραλαμβάνουν το βρέφος και είναι οι πρωταρχικοί «εκπαιδευτές» του, η εκκλησία που του μεταλαμπαδεύει την αγάπη προς το Θεό και συνάνθρωπο, οι δάσκαλοι και καθηγητές που έχουν επιφορτιστεί με το δύσκολο έργο που τους αποδίδει ο ρόλος τους μέσα στο στενό πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, το άμεσο αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Όλοι αυτοί που έχουν διδαχθεί και διδάσκουν με τη σειρά τους στο παιδί το νόημα της συμμετοχής στην κοινωνία με θετικό πρόσημο, το νόημα της προσφοράς.
«Ο άρτος που κατακρατείς ανήκει στον πεινασμένο. Τα ρούχα που εσύ φυλάγεις στις αποθήκες σου ανήκουν σε αυτούς που δεν τα έχουν. Τα παπούτσια που μένουν αχρησιμοποίητα στο σπίτι σου ανήκουν στους ξυπόλυτους», όπως έλεγε και ο Μέγας Βασίλειος.
Η μέρα των Γραμμάτων, είναι και μέρα γονέων. Διότι οι γονείς, ως πιστοί συμπαραστάτες βοηθούν τα παιδιά τους να αριστεύουν με τη γαλουχία τους, με την υπομονή και την αγάπη τους, με τις συμβουλές και την παρηγοριά τους, με λόγια καλοσύνης.
Όπως έλεγε και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «όποιος επιπλήττει τους νέους χωρίς συγχρόνως να τους παρηγορεί, τους κάνει σκληρότερους. Διότι δεν μπορούν να σηκώσουν το φορτίο των συνεχών ελέγχων και γι αυτό με βιαιότητα αντιδρούν. Για να προλάβουμε λοιπόν τους πόνους που προκαλούν οι έλεγχοι, πρέπει να τους συνοδεύουμε με λόγια καλοσύνης». Ας το κρατήσουμε όλοι αυτό, στην καρδιά και στο μυαλό, στο πνεύμα μας.
(Χριστόφορος Λαζαρίδης, Πρόεδρος – Δέσποινα Λαζαρίδου, Γραμματέας)
***
Ἄν συνυπολογισθεῖ ὅτι ὁ Πρόεδρος τοῦ Συλλόγου δραστηριοποιεῖται ὡς ἀρχιτέκτων μηχανικός, εἶναι ἔγγαμος μέ δύο μικρά παιδιά, ἡ ἐκπληκτική του ἐνάργεια στήν ἁγιολογική καί παιδαγωγική καί κοινωνική παρουσίαση τῆς μεγαλωσύνης τῶν τριῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν ἦταν μιά πολύτιμη προσφορά σέ ὅλους τούς παρόντες πού ἐπίσης κατέκλυσαν τό Πολιτιστικό Κέντρο. Ἀξιόζηλη ἐπίσης ἡ ὀργανωτική συμμετοχή καί τῆς Γραμματέως τοῦ Συλλόγου, τῆς φιλολόγου κας. Δέσποινας Λαζαρίδου.
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος