Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου και της οδού “χριστοποίησης” του ανθρώπου, αποτελεί ο βίος και η διδασκαλία του χαρισματικού αγίου γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ[1]. Ο πατήρ Σωφρόνιος, με την θεωρία του «περί τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἐν τῷ Θείω Εἶναι καί ἐν τῷ ἀνθρωπίνω εἶναι»[2], θέτει τους πνευματικούς πυλώνες για μια γνήσια και αυθεντική κοινωνία κτιστού – Ακτίστου για μια οντολογική προσέγγιση του υπερβατικού στην προσευχητική μέθεξη με το Απόλυτο.
«Τό ἀληθῶς ἀσάλευτο θεμέλιόν της θεογωσίας ἐδόθη εἷς ἠμᾶς διά τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Πατρός, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑλκόμενοι πρός Αὐτόν διά τῆς ἀγάπης πάσχομεν βαθείαν μεταμόρφωσιν πάσης ἠμῶν τῆς ὑπάρξεως. Μεταδίδεται εἰς ἠμᾶς ἡ ἄπειρος Αὐτοῦ ζωή. Τό πνεῦμα ἠμῶν ἐκτείνεται μεταξύ δύο ἀντιθέτων πόλων: τῶν σκοτεινῶν ἐγκάτων τοῦ ἅδου ἀφενός, καί τῆς κατηυγασμένης ὑπό τοῦ ἀδύτου Ἡλίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀφετέρου. Τό περιεχόμενον τοῦ εἶναι ἠμῶν εὐρύνεται ἀρρήτως. Ἡ ψυχή ἐν παραφόρω προσευχή ὁρμᾶ πρός τόν θαυμαστόν τοῦτον Θεόν. Μισοῦμεν ἑαυτούς, ὡς εἴμεθα. Θά περέλθη πολύς χρόνος ἕως ὅτου ἀντιληφθῶμεν ὅτι αὐτός ὁ ἴδιος προσεύχεται ἐν ἠμίν μεταδίδων εἰς ἠμᾶς τήν ἄναρχον Αὐτοῦ ζωήν. Δία τῆς θεοσδότου ταύτης προσευχῆς αἰνούμεθα ὑπαρκτικῶς μετά τοῦ Χριστοῦ: κατ’ἀρχήν ἐν τή ἀνεκδιηγήτως μυστηριώδει κενώσει καί καταβάσει Αὐτοῦ μέχρι καί τόν καταχθονίω, ὕστερον δέ ἐν τή Θεία Κεφαλαίω Αὐτοῦ Παντοδυναμία»[3] [1] Ο αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Καράμπελας θυμάται: «Κοντά στόν πατέρα Σωφρόνιο γνώρισα πόσα πράγματι πλουτίζει τίς ψυχές ἡ ζωή τῆς ἡσυχίας καί τῆς προευχῆς. Ἀπήλαυσα τίς γνώσεις του, τήν πείρα του καί τήν ἁγιότητά του. Μέ εἶχε αἰχμαλωτίσει τό μεγαλεῖο της ψυχῆς αὐτῆς καί ποτέ δέν θά ἤθελα νά φύγω ἀπό τά καρούλια, ἄν καί ὑπῆρχαν τόσες δυσκολίες γιά μένα, σάν νέος, καί ἀρχάριος πού ἤμουν. Ὁ πατήρ Σωφρόνιος εἶχε τεραστία μόρφωση, γνώριζε πολλές γλῶσσες, ἀλλά περισσότερο τήν ἑλληνική καί μάλιστα τήν ἀρχαία. Δέν ἦταν ὅμως ἡ μόρφωσις ἐκείνη πού μέ σαγήνευε Περισσότερο μέ ἤλκυε ἡ ἀρετή, ἡ πνευματική ἀκτινοβολία του καί ἡ καλλιέργεια τῆς προσευχῆς. Μοῦ περιέγραψε πολλούς τρόπους προσευχῆς τῶν ἐρημιτῶν στά Καρούλια. Ἕνας τρόπος πού χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος ἦταν ἡ ἐπαναλληψις τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς τοῦ “Πάτερ ἠμών”, μέ ἀνύψωση τῶν χεριῶν πρός τόν οὐρανό. Ἡ ἐπαναλληψις αὐτή γινόταν μέ ἀργό ρυθμό, συλλαβιστά, ὥστε νοῦς καί καρδιά νά συλλαμβάνουν καί νά κάνουν κτῆμα τοῦ τό περιεχόμενο τῆς κάθε λέξεως τῆς θεοδιδάκτους προσευχῆς, εἰσδύοντας στό βαθύτερο νόημά της. Ἄρχιζε τήν προσευχή ἀπό βραδίς καί τελείωνε μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἀσφαλῶς ὁ πατήρ Σωφρόνιος θά ἐξασκοῦσε καί τήν νοερά, τήν καρδιακή προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Μοῦ γνωστοποίησε ὅμως καί τόν προηγούμενο τρόπο μέ τό “Πάτερ ἠμών” σάν ἕνα προστάδιο ἴσως καί μία προγύμνασι, γιά τήν τελεία, τήν πνευματική, τήν νοερά προσευχή» (Καράμπελα Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 306 – 308).
Παραπομπές:
[2] Βλ., σχ., Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 293 – 347. [3] Αυτόθι, σελ. 293.