Φαίνεται πώς ὑπερτεροῦσαν ἐξαιτούμενοι τόν κατά τά πρεσβεῖα ἰσόχρονό τους οἱ προαποιχόμενοι ἀοίδιμοι Μητροπολίτες Μάνης κυρός Χρυσόστομος καί Φθιώτιδος κυρός Νικόλαος, γνωστοί σύντρεις καί προσφιλεῖς, μέ τήν ἐπιπλέον οἰκειότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας συνδιακονίας στό κλεινόν ἄστυ ἀπό διαφορετικές εὐθύνες προσφορᾶς.
Καί ἀπό σήμερα τόν ἀποστερούμεθα προσώραν ἐπί γῆς, γιά νά ἐνθυμίζει μαζί τους κι αὐτός σέ μᾶς τούς περιλειπομένους τά ἐπί γῆς ὡς πρός οὐρανόν.
Ἀκόμη καί μέ τόν τρόπο τῆς κηδείας του “θέλει” νά μᾶς θυμίζει τήν ἱερώνυμη ἀποστολή μας, τήν κατάφαση στό Θεό καί στόν ἄνθρωπο μόνο μέ τόν τρόπο καί τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου, πού ἀναμετρήθηκε μέ τό θάνατό μας, γιά νά προσμετρώμεθα στή δική Του ἀνάσταση.
Μέχρι πρό τινος καταφιλούσαμε ἐμεῖς μέν τήν κεφαλή τους, καί ὁ κλῆρος μέ τό λαό τό χέρι τῶν κοιμηθέντων Συνιεραρχῶν.
Πρίν τούς προσδεχθεῖ ὁ Κύριος στά ἐπέκεινα τοῦ βίου (τήν ψυχή τους ἐν ἀφθορίᾳ καί τό σῶμά τους στήν φθορά τήν προεξαναστάσιμη), θέλαμε νά μοιρασθοῦμε γιά ἄλλη μιά φορά ἐν σώματι τά πρόσωπά τους, τήν μορφή τους, τήν ἀρχιερατική τους ὄψη καί λειτουργία, τήν ποιμαντορική τους προσανατένιση καί μεριζόμενη διακονία.
Νά μᾶς “εἰποῦν” μέ τήν ἀφωνία τους τό δέος τῆς ἐπέκεινα πορείας. Καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κατά βάθος δέν τό καταλαβαίναμε, ἄν ἐκείνη ἡ κίνηση πονεμένης στοργῆς διεκδικοῦσε μεγαλύτερο ποσοστό στήν καρδιά μας ἀπό ὅ,τι ἡ ἀγωνία περί τά ἴδια, σ᾽ αὐτό τό κοινό χρέος ὅπως τό χαρακτηρίζουμε.
Καί ἐνῶ θά θέλαμε νά ἀσπασθοῦμε τόν Ἀδελφό, ὅπως σέ εὐκαιριακά συναπαντήματα καί μιᾶς ὁλόκληρης Συνοδικῆς συνοδοιπορίας, στερούμεθα κι ἐκεῖνον ἀπό γῆς μεταβιωτεύοντα, στερούμεθα καί τήν μορφή τῆς σωματικότητός του, “Θεοῦ θέαν θεῖον θαῦμα”, τό κατ᾽ ἐκεῖνον ἐνεικόνισμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, μέ τό ὁποῖο ἀγωνίσθηκε στά 61 του χρόνια νά προσελκύσει κατηχουμένους καί πιστούς πρός τόν πιστευόμενο καί λατρευόμενο Κύριο.
Μέ προηγηθέντες τόν φερώνυμο τοῦ Προδρόμου Μητροπολίτη Λαγκαδᾶ καί τόν ἐπώνυμο τοῦ Ἁγίου Νήφωνος Κωνσταντιανῆς εἴτε τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Μητροπολίτη Πηλουσίου Νήφωνα, τελικά θά ἰδοῦμε καί μάλιστα ἀπό ἀπόσταση ἀσφαλείας μόνο τό φέρετρο τῆς γήινης σωματικότητος τοῦ μακαριστοῦ Καστορίας Σεραφείμ, τελείως σφραγισμένο.
Ὁ Κύριος μέσα στήν ἀνεξιχνίαστη φροντίδα Του γιά τόν καθένα καί γιά ὅλους μας δέν θέλησε νά μοιρασθοῦμε μαζί μ᾽ Ἐκεῖνον νεκρή τήν ὄψη τοῦ μεταβιοῦντος δούλου Του, τήν ἔσχατη ταπείνωση τῆς ἄλλοτε ἐπισκοπικῆς αἴγλης, “κεκλιμένη τήν κεφαλή” μιᾶς ἱστορικῆς Μητροπόλεως, ἐσβεσμένο τό βλέμμα ἑνός προσφερόμενου ποιμένος-ἀμνοῦ, τήν προτελευταία ἀποτύπωση τῆς ἐπίγειας ἐκκλησιαστικῆς πνευματικότητός του πρίν τήν “αἰώνια ἀνατύπωσή της”.
Διότι ἐνίοτε ἡ ὄψη τοῦ προσώπου, ἀκόμη καί δίχως τήν βιωματικότητά της, δείχνει κάτι ἀπό τήν ἀκεραιότητα ἤ μή, ἀπό τήν τέλεια ἤ μερική ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἐμβιωμάτων τοῦ νεκροῦ· καί αὐτό, ὄχι μόνο γιά τόν κεκοιμημένο, ἀλλά καί γιά μᾶς τούς περιλειπομένους ὡσάν “βίβλος τῆς γενέσεώς του” πρός τόν ἀποδέκτη τοῦ βίου μας, τόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Ὅλα ὅμως μᾶς ἀπέμειναν λιτά, φιλανθρώπως γιά τούς ζῶντες, μᾶλλον δέ φιλοψύχως γιά τούς κοιμηθέντες, χωρίς τίς ἐπικήδειες περιστολές τῶν συναισθημάτων, τῶν φιλημάτων, τῶν λόγων, τῶν στεναγμῶν, τῶν ἀπό κοινοῦ ἱκεσιῶν γιά τόν Καστορίας κυρόν Σεραφείμ, ὅπως καί γιά ἄλλους προκοιμηθέντες συνανθρώπους καί συγκληρικούς.
Τώρα πιά δέν φοβούμεθα νά ἀναγγείλουμε τόν μοναδικό μας ὑπαρκτικό πλοῦτο ὡς (πάγκοινο καί παρά ταῦτα προσωπικό) δῶρο παρά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Δέν φοβούμεθα νά μιλήσουμε γιά τόν βίο ὡς κονίστρα ὑπαρκτικῆς τελειώσεως μέσα στήν ἐκκλησιαστική πνευματικότητα καί ἐγχρίστωση καί θέωση.
Δέν φοβούμεθα νά χτυπήσουμε ἀφενός πένθιμα τήν καμπάνα γιά τά ἐνθάδε καί ἀφετέρου χαρμόσυνα γιά τά ἐκεῖσε.
Διότι ὁ Κύριος τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησε γιά μᾶς τό σωτήριο Πάθος Του, μᾶς χάρισε ἀχώριστα καί τήν Μεγάλη Παρασκευή καί τό Μέγα Σάββατο καί τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα.
Ἀφοῦ πρῶτα μᾶς χάρισε τά Χριστούγεννά Του, ὡς Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, καί τό ἀπέδειξε ὅτι σαρκώθηκε γιά νά μείνει ὁ παντοτινός Καλός Ποιμήν ὁ τιθείς τήν ψυχήν ὑπέρ τῶν προβάτων.
Μέ τό δικό μας θάνατο καί τήν κοινήν ἀνάστασιν προσμετρώμεθα στό δικό Του ζωοποιό θάνατο ὡς καρπός καί στή δική Του ζωοποιό ἔγερση ὡς τελείωση τῆς καρποφορίας.
Γι᾽ αὐτό καί δέν φοβούμεθα νά δοξολογήσουμε τόν Θεό γιά τό κάλεσμα τοῦ θανάτου, πρίν ψάλουμε γιά τόν κοιμηθέντα τώρα, ὅπως καί γιά μᾶς κάποτε, τά Εὐλογητάρια τῆς κηδείας.
Εἶναι μιά ἀπώλεια γιά τήν δική μας ὁρατότητα δίχως ζῶσα πίστη, πού ὅμως ἀποτελεῖ μετοίκηση ἀφθαρσίας γιά τήν ἐνθεαστική θέα.
Πρίν ἐλάχιστες μέρες ἐπικοινωνήσαμε μέ τόν μακαριστό ἀδελφό μας Σεραφείμ τηλεφωνικά, γιά νά τόν ἐπιστηρίξουμε στήν ἄθληση τῆς ἀγωνίας του.
Κι ἐκεῖνος παραμερίζοντας τήν σχοινοβασία ἐπί τῆς ὀδύνης του συγκινήθηκε καί συνδοξολόγησε τόν Θεό τῆς ἐλπίδος, τῆς καταφυγῆς, τῆς σκέπης μας, ὅπως ἔκλαψα κι ἐγώ μαζί του.
Ἀπό σήμερα ὁ ἀοίδιμος ἀδελφός μας Καστορίας Σεραφείμ μᾶς ἀφήνει πρῶτα νά συνθρηνήσουμε κι ἔπειτα μᾶς συγκαλεῖ «ἀναβλέψαι πρός τόν ἀληθῆ λόγον καί ἀνωτάτω καί πάντα δόντας Θεῷ παρ᾽ οὗ τά πάντα, Θεόν ἀντί πάντων λαβεῖν» (πρβλ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, λόγος ζ΄, εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν ἐπιτάφιος, παρ. α΄).
Δέν παύουμε ὅμως νά εἴμεθα ἀτελεῖς ἄνθρωποι. Μέσα τήν ἀπρόσμενα ὀδυνηρή καί κλαυθμηρή ἔκπληξη, τόν σκεφτόμαστε καί τόν ξανασκεφτόμαστε, δεόμεθα ὑπέρ αὐτοῦ σάν κηδεστές μαζί μέ τόσους ἄλλους καί μᾶς ἀπομένει ἡ μοναδική ἀληθινή παράκληση τῆς λειτουργικῆς μνείας καί τῆς εὐχαριστιακῆς περιχωρήσεως στό Ἅγιο Ποτήριο τῆς ἀθανάτου Ζωῆς.
Τόν γνωρίζαμε ἀπό πολλά χρόνια. Εἶχε μιάν ἀνυποχώρητη σταθερότητα ποιμαντικῶν σχεδιασμῶν καί τό ἀπέδειξε στή Διεύθυνση Νεότητος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί στή μεγάλη Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀχαρνῶν.
Θεσσαλός ὁ ἄρτι κοιμηθείς ἔφερε τό Ἱερομαρτυρικό ὄνομα τοῦ Θεσσαλοῦ ἁγίου Σεραφείμ, ἐπισκόπου Φαναρίου καί Νεοχωρίου, τοῦ ἀνασκολοπισθέντος στά χρόνια τῆς δεύτερης ἐπαναστάσεως τοῦ Λαρίσης Διονυσίου τοῦ φιλοσόφου.
Μέ τόν μακαριστό Καστορίας ἀνεῦρον δεδομένο καί τόν κοινό μοναστικό σύνδεσμο πρός τήν ἱστορική καί πολλαπλά ἐθνωφελεστάτη Μονή Ἀσωμάτων-Πετράκη, ὅπου ἐκάρη μοναχός, διαβιῶν ὡς μοναχός καί ὡς εὐλόγως φιλομόναχος σέ ὅλη του τή ζωή.
Μετασχών τῆς ἐκλογῆς καί τῆς χειροτονίας του στά 1996 τόν χαιρόμουν γιά τήν πολλαπλή του ποιμαντορική προσφορά στήν εὐλογημένη καί ἱστορική Καστοριά.
Ἦταν ἀεικίνητος καί δημιουργικός, μέ ἦθος ἐκκλησιαστικό μαζί καί ποιμαντορικά ἐθνικό (ὡς κληροδοσία εὐθύνης), κάτι πού ἀχώριστα συνήθιζε τελευταῖα νά τό διαδηλώνει μέ τήν δημοσίευση τοῦ Ἐξαρχικοῦ του τίτλου γιά τή Μακεδονία.
Ἦρθε στήν ἐπαρχία μου ἐπισκέπτης καί προσκυνητής τή μία φορά καί τήν ἄλλη κομιστής ἱερῶν λειψάνων τῆς ἁγίας Σοφίας τῆς Ποντίας ἀπό τήν Ἱ. Μονή Παναγίας τῆς Κλεισούρας.
Χοροστάτησε μέ τήν γνωστή ἁγιοφιλή του ἱεροπρέπεια, μίλησε, ἐνέπνευσε τό ποντιακό μας ἐκκλησίασμα στόν Ἅγιο Γεώργιο Καστανᾶ (τμῆμα τῆς Π.Ε. Θεσσαλονίκης, Δήμου Χαλκηδόνος) καί παρέδειξε αὐτό πού συνδιακονοῦμε ὅλοι, τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν μελῶν τοῦ ἑνός σώματος, τήν ἐκκλησιοπρέπεια ὡς μοναδικό κριτήριο και κίνητρο καί σκοπό ζωῆς.
Βαπτισμένος στή διδαχή τῶν θεοφόρων Πατέρων (στούς ὁποίους παρέπεμπε) καί τῶν νεοτέρων Ὁσίων (τούς ὁποίους ὑπερβαλλόντως τιμοῦσε), πορεύθηκε καί ἤδη μεταβίωσε μέ διαβατήριο μιάν ἔκφραση ἐκκλησιαστικότητος καί ἐκκλησιοπρέπειας μέ τήν ὁποία ἀντιλαμβανόταν τό χρέος του καί τήν ἀποστολή του ὡς ἀποφασιστικοῦ Ποιμενάρχου, ὡς σοβαροῦ Πνευματικοῦ, ὡς στιβαρῆς προσωπικότητος κοινωφελοῦς παρουσίας καί προσφορᾶς στήν Καστοριά τήν ὁποία ἀγάπησε, καί ἡ ὁποία τόν ἀγάπησε.
Καί τί μᾶς ἀφήνει σέ μᾶς, στό Συνιεραρχικό καί τό Συνεκκλησιαστικό σῶμα; Δέν θά ἀποτιμήσω αὐτά πού ἐκφράζουν εὐγνώμονες ἤδη ὁ λαός καί οἱ φορεῖς τῆς ἐπαρχίας του.
Θά προτιμήσω ἀντί πάντων πάλιν αὐτό πού θέλησε νά διδάξει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τόν ἐπιτάφιο (ἐπιμνημόσυνο) στόν ἀδελφό του τόν ἰατρό (ἅγιο) Καισάριο μέ ἐλάχιστες ἐνθυμήσεις ἀπαραίτητες στήν θλιβερή περίσταση: «Μή τοίνυν πενθῶμεν Καισάριον, οἵων ἀπηλλάγη κακῶν εἰδότες [νόει καί τόν ἀοίδιμο Σεραφείμ τῆς πανδημίας], ἀλλ᾽ ἡμᾶς αὐτούς, οἵοις ὑπελείφθημεν καί οἷα θησαυρίσομεν, εἰ μή γνησίως Θεῷ προσθέμενοι καί παραδραμόντες τά παρατρέχοντα πρός τήν ἄνω ζωήν ἐπειγόμεθα, ἔτι ὑπέρ γῆς ὄντες [πρίν ἀποβιώσουμε καί ἐνταφιασθοῦμε] καταλιπόντες τήν γῆν καί τῷ πνεύματι φέροντι πρός τά ἄνω γνησίως ἀκολουθήσαντες» (ἔνθ. ἀν., παρ. κ΄).
Τώρα πιά κανείς δέν ἔχει νά καταλογίσει ἀνθρωπίνως ἐπιλογές στόν Κύριο μεταξύ καλῶν καί κακῶν, μεταξύ νέων καί γερόντων γιά τήν ἀβάσταχτη ταλαιπωρία τῆς πανδημικῆς ταλαιπωρίας ἤ καί τό ἔσχατο ἐπιβιωματικό τέλος τοῦ θανάτου.
Οἱ κληρικοί μας καί οἱ Συνεπίσκοποί μας πού ἀπεδήμησαν μᾶς ἀφήνουν τήν τελευταία τους μακρόπνοη διδαχή: ὁ θάνατος εἶναι τό πέρασμα στή μακαρία ζωή πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό μας.
Ὁ Θεός ἄς ἀναπαύει τήν μακαρία του ὕπαρξη στήν ἄχραντη αἰωνιότητά Του.
Συμπενθών καί συνευχόμενος μέ ὅλους
γιά τόν δικό μας ἄλλον ἕνα Ἱεράρχη πού προσέλαβε ὁ Κύριος
†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος