Το πολίτευμα της Εκκλησίας, ως τονίσαμε, είναι σταυρικό. Η θεολογία, η πνευματική ζωή κάθε πιστού είναι έκφραση της σταυρικής ζωής, είναι κένωση και αυταπάρνηση.
Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι σταυρικό. Η θεολογία, η λειτουργική και λατρευτική ζωή, η ορθόπρακτη βιωτή είναι έκφραση του μυστηρίου του Σταυρού. Είναι σταυρική , όχι γιατί περιορίζεται τυπολογικά σε μια εξωτερική και επιδερμική προσκύνηση του Σταυρού, αλλά γιατί βιώνει μυστηριακά την καθαρτική και φωτιστική ενέργεια του Θεού και χαριτώνει τον άνθρωπο, τον αγιάζει , τον καινοποιεί.
Οι προτυπώσεις του Σταυρού στην Παλαιά Διαθήκη [1] και οι Καινοδιαθηκικές μαρτυρίες [2], σε παραλληλία με την ορθόδοξη πατερική γραμματεία, υπογράμμισαν τη σημασία και σπουδαιὀτητα του Σταυρού και παρακίνησαν τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά να καταθέσει: «Προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτέ κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως».
Ήταν δε τόση η μανία του Ιουδαϊκού ιερατείου, ώστε μετά τη λαμπρηφόρο Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού, να επιχωματίσουν το Γολγοθά και να χτίσουν στο σημείο εκείνο ναό προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης, μόνο και μόνο για να εξαλείψουν κάθε στοιχείο αποδεικτικό της Αναστάσεως του Θεανθρώπου [3].
Στη συνέχεια, η αγία ισαπόστολος Ελένη , με την επικουρία και ενίσχυση του υϊού της, Μεγάλου Κωνσταντίνου, θα αξιωθεί της ευρέσεως του Τιμίου και ζωηφόρου Σταυρού[4] και μαζί με τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο θα εορτάσει πανηγυρικά και την πρώτη Του ύψωση, στα Ιεροσόλυμα , γύρω στα 326μ.Χ. Ακολούθησε η κατάκτηση των Ιεροσολύμων υπό των Περσών και ο Τίμιος Σταυρός οδηγήθηκε με πολλούς αιχμάλωτους στην Περσία , απ΄ όπου ανακτήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο(611-641μ.Χ.) και τοποθετήθηκε ξανά στην αρχική του θέση [5]. Η πανηγυρική ύψωση του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα από τον πατριάρχη Ζαχαρία, αποτέλεσε και την ιστορική αφορμή για τον ορισμό της Υψώσεως του Τιμίου Ξύλου, στις 14 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους[6].
Το πολίτευμα της Εκκλησίας, ως τονίσαμε, είναι σταυρικό. Η θεολογία, η πνευματική ζωή κάθε πιστού είναι έκφραση της σταυρικής ζωής, είναι κένωση και αυταπάρνηση [7]. Ο Σταυρός του Χριστού δηλώνει το εκούσιο Πάθος και τον θάνατό Του υπέρ της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους και ταυτόχρονα σηματοδοτεί και την κένωση του Χριστού που είναι και η δόξα Του [8]. Γι΄αυτό, η βίωση του Σταυρού είναι εμπειρία Σταυροαναστάσιμη, καθώς η φυγή και η νέκρωση της αμαρτίας προϋποθέτει σταυρική αποξένωση και άσκηση και ακολουθεί η ζωηφόρος Ανάσταση και η πνευματική χαρμονή [9]. «Ο Σταυρός γίνεται λοιπόν το μέγα μυστήριο της θείας φιλανθρωπίας, το ενέχυρο της θείας ευσπλαχνίας και σωτηρίας, η πιο γήϊνη και ψηλαφητή εικόνα του ουρανίου Σταυρού της αγάπης. Η αγάπη είναι η κατάλυση του θανάτου και ο θρίαμβος της ζωής. Ο Σταυρός είναι η αγαπητική τρέλα του Θεού στην τρέλα του ανθρώπου να διαλέξει τον θάνατο, η απελευθερωτική εξουσία του Χριστού πάνω στην παράσιτη εξουσία του Πονηρού, εξουσία θανάτου» [10].
Στην ορθόδοξη θεολογία ο Σταυρός της πράξης και της θεωρίας συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Σταυρική ζωή σημαίνει ζωή μετανοίας, συνειδητή απόφαση και εκτέλεση και αποβολή του θελήματος και της φιλαυτίας και υπέρβαση του ατομισμού μας [11]. Πνευματική ζωή σημαίνει σταυρική , αυτοθέλητη απομόνωση μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης κοινότητας, υπέρ της λειτουργικής συνοχής του Σώματος της Εκκλησίας, σημαίνει αποβολή της εκκοσμίκευσης, σταύρωση του δικαώματος, αποξένωση και αποδέσμευση από το αντισταυρικό πνεύμα που σήμερα επικρατεί. Πνευματική ζωή σημαίνει θυσία σταυρική, αλλοίωση και μέθεξη στο μυστήριο της δυνάμεως του Χριστού, που καθιστά τον άνθρωπο πραγματικά ελεύθερο, αν και σταυρωμένο πραγματικά ελεύθερο στην σταυρώνουσα ελευθερία της αγάπης. « Χαίροις ο ζωηφόρος Σταυρός, της Εκκλησίας ο ωραίος παράδεισος, το Ξύλον της αφθαρσίας, το εξανθήσαν ημίν αιωνίου δόξης την απόλαυσιν» [12].