Ἕν ἀνδρογύναιον, τελείως γυμνόν, ἐξηπλωμένον εἰς τήν χειρουργικήν τράπεζαν, τό ὁποῖον δέν παρουσιάζει καμμίαν ἀντίστασιν. Κεῖται ἀταράχως. Θέμα μακάβριον.
Ἡ παράστασις αὕτη εὑρίσκεται προσφυῶς ἐντός ἀρκοσολίου ἐκ κεραμικῶν πλίνθων. Ἡ τράπεζα εἰς ὁριζοντίαν θέσιν στηρίζεται ἐπί τριῶν καστανῶν ἐκ ξύλου ὑποποδίων, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἀποτελεῖται ἐκ τεσσάρων πασάλων. Αὕτη καλύπτεται ὑπό δύο σινδώνων, μεγάλου καί μικροῦ, μετά ἰχνῶν διπλώματος χρώματος ἀνοικτοπρασίνου καί ἀχνῶν μοτίβων, συνιστώντων τόν διάκοσμόν των.
Τό ἔδαφος ἀποτελεῖται ἐκ γεωμετρικῶν πλακιδίων ἤ πιθανῶς ξυλίνων τετραγώνων καστανῶν μετά συνδεουσῶν ταινιῶν μικρῶν καί πρασίνων ἤ κρέμ μεγαλυτέρων.
Ὄπισθεν τοῦ ἐξηπλωμένου κρέμεται ὕφασμα δίκην σαβάνου πρασίνου, σύμβολον τῆς ἐλπίδος, ἡ ὁποία τονίζεται δι’ ἀνθέων, ἐξερχομένων ἐκ καρδιῶν καί κυανῶν σταυρῶν, ὑπαινισσομένων τό θέμα τῆς Ἀναστάσεως.
Τό ἐπί τῆς τραπέζης ὅμως σῶμα εἶναι λεπτόν ροδοκρέμ μέ ἀνοικτούς τούς ὀφθαλμούς, κείμενον ἀνάσκελον, μετά μακρᾶς καστανῆς κώμης. Τά δάκτυλά του, μή κρεμαμένης τῆς χειρός, χωρίζονται ἀνά δύο, ἐνῶ τά πέλματα ἀκουμβοῦν ἐπί τοῦ τοίχου τοῦ ἀρκοσολίου.
Ἀπό τήν ἄνω ἀριστεράν γωνίαν σεβίζει μικρός ἄγγελος. Φορᾶ λαδί μανδύαν καί κυανοῦν ἐπίβλημα ὄπισθεν. Ἐνθυμίζει δέ μορφολογικῶς ἐντόνως τόν “Εὐαγγελισμόν” τοῦ Fra Angelico καί Fra Filippo Lippi, ὅπου ἡ Θεοτόκος κλείνει τό γόνυ δεχομένη τό ρῆμα Θεοῦ. Τό δέ σῶμα τοῦ εἰκονιζομένου, “τό νεκρόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν τάφον,” ἔργον περίφημον τοῦ H. Holbein, καί εἰς ἀντίστροφον κατεύθυνσιν, μετά λεντίου, καί πως “τήν ἀνατομίαν τοῦ Dr. Tulp” τοῦ Rembrandt, καί τόν “Χριστόν Scorto” τοῦ ἐξαίρετου Montegna.
Ὅμως τό κατεξοχήν θέμα τοῦ πίνακος ὁρίζεται ὑπό τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά ὁμιλήσῃ πρός τόν ὕπτιον τῆς τραπέζης, ἐπί τῆς ὁποίας ὅμως δέν εἰκονίζεται ἡ Μαρία.
Ὁ Triegel εἰς τό σύγχρονον ἔργον του (2008) μεικτῆς τεχνικῆς ἐπί MDF (0,75 χ 106), εὑρισκόμενον εἰς ἰδιωτικήν συλλογήν, μεταφέρει ἐνταῦθα μίαν ἀρχέτυπον ἄποψιν εἰς σύγχρονον θέασιν καί καθιστᾶ αὐτήν πάλιν κατανοητήν. Δέν εἶναι ὁ Θεός νεκρός, ἀλλά ὅ,τι ἐπελέγη διά νά γίνῃ ἐν ὅλῃ τῇ ζωτικότητι αὐτοῦ κατανοητόν διά τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται ὑπό τοῦ καλλιτέχνου ὡς νεκρόν καί τοποθετεῖται ἐπί τῆς χειρουργικῆς τραπέζης.
Τό πρόσωπον ἐν τῷ μέσῳ ἠμπορεῖ ὡς εἰκόνα μιᾶς διαστάσεως εἰς ἡμᾶς νά ἐκληφθῇ ἀνοικτῇ διά κάτι τό ὁποῖον ὁπωσδήποτε μᾶς ἀναφέρεται, καί εἰς τήν ζωήν μας ὅπερ ἐν βαθύτητι φέρον καί στρεφόμενον εἰς ὁλόκληρον τήν ὕπαρξιν μας καί τό ὁποῖον ἡμεῖς οἱ χριστιανοί ὀνομάζομεν Θεόν.
Ἡ εἰκονολογία τοῦ πίνακος δεικνύει εἰς ἡμᾶς εἰς ἕνα καθρέπτην, ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀναφέρομεν ὡς νεκρόν σῶμα εἶναι τόσον ζωντανόν ὅσον ἀείποτε. Πιθανῶς δέν ἠμπορεῖ νά ἀποθάνῃ! Ὁ παθολόγος ὁ ὁποῖος θά προσήρχετο εἰς τήν τράπεζαν πρός διαπίστωσιν τοῦ θανάτου ἀσφαλῶς θά ἐκπλήττετο.
Δέν δυνάμεθα νά γνωρίζωμεν ἐκ ποίων ὑπαρξιακῶν σχέσεων ἐδημιουργήθη ὁ πίναξ. Πάντως φαίνεται ὅτι ὁ καλλιτέχνης προσπαθεῖ να ὑπομνήσῃ εἰς ἡμᾶς ἐνσυνειδήτως ἤ οὐ, πράγματα τοῦ ΙΕ’ αἰῶνος τά ὁποῖα δέν ἀπώλεσαν καμμίαν σημασίαν. Τό σπουδαιότερον δέ εἶναι ὅτι τολμᾶ νά μᾶς φέρῃ ἀντιμετώπους μέ θέματα τά ὁποῖα προκαλοῦν. Ἡ σύνθεσις εἶναι ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος καί λίαν ἐπιμελημένη.
* * *
D. Runel, Unemfänglich. Über die Gemálde «Verkündigung» von Michael Triegel, Publik Forum, ἀριθμ. 24 (2020) 40-41.