Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο έφηβος πλέον Κωνσταντίνος καταφεύγει στη Μονή του Αγίου Νικήτα, ένα μοναστήρι στα νότια της Κρήτης, όπου και εκάρη μοναχός, γύρω στα είκοσί του χρόνια, λαμβάνοντας τ᾿ όνομα Σωφρόνιος.
Την Πέμπτη, 14 Απριλίου 2022, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την τακτική συνεδρία της, προχώρησε στην Αγιοκατάταξη του Γέροντα Ευμενίου Σαριδάκη. Είχε προηγηθεί, σχεδόν ένα χρόνο πριν, σχετική εισήγηση και αίτημα του Μητροπολίτη Γορτύνης κ. Μακαρίου, το οποίο και υπέβαλε στη Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και, αυτή με τη σειρά της, προώθησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις περαιτέρω Εκκλησιαστικές Πράξεις.
Ο Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης, γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας, γεννήθηκε στο ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης, στην Εθιά, την Πρωτοχρονιά του 1931.
Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και πιστοί, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, είχαν οκτώ παιδιά και ο μικρότερος ήταν ο Ευμένιος, του οποίου το βαπτιστικό όνομα ήταν Κωνσταντίνος.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Σε ηλικία δύο ετών μόλις, ο Κωνσταντίνος μένει ορφανός, καθώς κοιμήθηκε αιφνίδια ο πατέρας του. Οι στερήσεις, οι κακουχίες είναι πολλές, δυσβάσταχτες. Όμως, η οικογένειά του αντιστέκεται, παλεύει, αγωνίζεται καθημερινά για ένα καλύτερο αύριο.
Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο έφηβος πλέον Κωνσταντίνος καταφεύγει στη Μονή του Αγίου Νικήτα, ένα μοναστήρι στα νότια της Κρήτης, όπου και εκάρη μοναχός, γύρω στα είκοσί του χρόνια, λαμβάνοντας τ᾿ όνομα Σωφρόνιος.
Υπηρέτησε στο στρατό (παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, 24 Ιανουαρίου 1954), όπου και διαγνώσθηκε με την ασθένεια της λέπρας. Το αποτέλεσμα ήταν να νοσηλευτεί στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, όπου αν και θεραπεύτηκε παντελώς, παρέμεινε από πνευματικό φιλότιμο, διακονώντας τους λεπρούς ασθενείς, τους «δικούς του ανθρώπους και φίλους», ως συνήθιζε να υποστηρίζει.
Εκεί, σε ένα μικρό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων όπου έψελνε, ο μοναχός Σωφρόνιος εγκαταβίωνε οσιακά, μοναχικά, απέριττα, υπηρετώντας και περιποιούμενος τις πληγές και τις, εκ των πραγμάτων, πολλές και «δύσκολες» ανάγκες των άλλων λεπρών ασθενών.
Όταν έκλεισε το Λεπροκομείο της Χίου, τού έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό. Το 1975, σε ηλικία 44 ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πήρε το όνομα Ευμένιος.
Από τότε, ως ιερέας πλέον και έως το 1999, ο π. Ευμένιος, στο Νοσοκομείο Λοιμωδών, διακρίθηκε ως πνευματικός, εξομολογώντας χιλιάδες πνευματικά του παιδιά που, όχι τόσο στην αρχή, αλλά όσο περνούσε ο καιρός και ο Γέροντας γινόταν γνωστός, προσέτρεχαν δίπλα του, κάτι να ωφεληθούν, κάτι να γευθούν από το οσιακό και γεμάτο θυσιαστική αυταπάρνηση παράδειγμα του βίου του.
Από της θέσεως αυτής, του πνευματικού, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Γέροντας Ευμένιος διετέλεσε ένα τεράστιο ποιμαντικό, κατηχητικό, φωτιστικό, εξομολογητικό και ιεραποστολικό έργο.
Νέοι άνθρωποι αλλά και μεγαλύτεροι, ασθενείς και λεπροί, κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτονταν καθημερινά τον «ασκητή» ιερομόναχο του Νοσοκομείου Λοιμωδών. Και πόσους δεν στήριξε, πόσους δεν συνέτρεξε, για πόσους δεν ξενύχτησε προσευχόμενος και παρακαλώντας τον Θεό να οικονομήσει προς το ψυχικό συμφέρον τους! Όλοι κάτι να πάρουν, κάτι ν᾿ ακούσουν, κάτι να διδαχθούν από τον ταπεινό και χαρισματικό π. Ευμένιο.
Στις 23 Μαΐου του 1999, ο Γέροντας Ευμένιος κοιμήθηκε οσιακά, ιλαρά, ήσυχα, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια πνευματική παρακαταθήκη. Μια παρακαταθήκη που είχε κεντρική αναφορά την έννοια του προσώπου, του ανθρωπίνου προσώπου, του κάθε προσώπου. Μια παρακαταθήκη που μετουσίωνε το ευαγγελικό μήνυμα σε ορθοπραξία, σε μια αδιάλειπτη και απροϋπόθετη διακονία του άλλου!
Αυτό δίδαξε, διά βίου, ο Όσιος Γέροντας Ευμένιος. Τότε, σήμερα και πάντα!