ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ – Την κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού Νόμου (1), ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής περιτομής αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν περιτομήν, ήτοι το Άγιον Βάπτισμα, παρελάβομεν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί παρά των Αγίων Πατέρων να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος.

Η εορτή αύτη λογίζεται ως μία των Δεσποτικών εορτών, διά τον μέσου αυτής τιμήσαντα ημάς Κύριον.

Όπως ο Κύριος κατεδέχθη δι’ ημάς την ένσαρκον αυτού Γέννησιν, και έλαβεν όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως, όσα ήσαν όλως αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επησχύνθη ο Πανάγαθος Θεός να λάβη Περιτομήν· διά δύο αίτια λέγουν οι Πατέρες: πρώτον μεν, διότι ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οι οποίοι ετόλμησαν να είπουν, ότι δεν ανέλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν [= όπως ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι], διότι πως ήθελε περιτμηθή, εάν δεν ελάμβανε σάρκα αληθινήν; και δεύτερον, διά να επιστομίση τους Ιουδαίους, οι οποίοι κατηγόρουν τον Κύριον, ότι δεν εφύλαττε το Σάββατον, και ότι παρέβαινε τον Νόμον, ψευδώς συκοφατούντες αυτόν, διότι αυτός εφύλαττε τον Νόμον έως και εις αυτήν την Περιτομήν.

Διά τούτο, λοιπόν, μεθ’ ημέρας οκτώ από της εκ Παρθένου Γεννήσεως αυτού, ηυδόκησεν ο Κύριος να φερθή υπό της Μητρός του και του Ιωσήφ εις τον διωρισμένον εκείνον τόπον, όπου ήτο συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, ένθα περιετμήθη και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς, ως γράφει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης· το όνομα τούτο εκάλεσεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ότε ευηγγέλισε την Θεοτόκον, προτού να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου κατά τον Ευαγγελιστήν Λουκάν: «και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» (Λουκ. α ́ 31).

Μετά την Περιτομήν, ο Ιησούς έμενε μετά των γονέων του και έζη ανθρωπίνως, προκόπτων και αυξάνων τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών: «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β ́ 52)· (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου,
Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού…, τομ. Β ́, εν Ζακύνθω εκ του Τυπογραφείου ο Παρνασός, Στεργίου Χ. Ραφτάνη, Διευθυνομένου υπό Ν. Ι. Ταρουσσοπούλου, ΑΩΞΗ ́ [1868], σελ. 5).

(1) Σχολιάζων ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εν τω Συναξαριστή αυτού εις την 1 Ιανουαρίου, καθ’ ην εορτάζομεν την κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, γράφει εν υποσημειώσει τα εξής: «Σημειούμεν ενταύθα, ότι καίτοι Εφραίμ ο Σύρος παρά Μελετίω Αθηνών (τόμω α ́ της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας) λέγει, ότι ο Κύριος περιετμήθη υπό του Ιωσήφ, του νομιζομένου πατρός αυτού, και ότι περιετμήθη εν τω σπηλαίω, ως λέγει ο Επιφάνιος παρά τω αυτώ Μελετίω, οι Θείοι όμως Ευαγγελισταί περί τούτων ουδέν έγραψαν· αλλ’ ούτε ήτο χρεία και ανάγκη να γράψωσι, καθότι η των τοιούτων γνώσις ουδέν παρέχει όφελος εις την σωτηρίαν ημών.

Τινές δε απορούσι, τι άρά γε έγινε μετά ταύτα το περιτμηθέν εκείνο μέρος της Θεανδρικής σαρκός του Κυρίου, ήτοι η ακροβυστία; Και ο μεν Αναστάσιος ο Σιναίτης και άλλοι Ανατολικοί εδόξαζον, ότι το μέρος εκείνο εφύλαξεν η Παρθένος μετά την Περιτομήν, ως ιερόν κειμήλιον, διαφθοράς απάσης ον ανώτερον, έως ου ο Κύριος αναστάς προσέλαβε πάλιν αυτό· και Θεοφύλακτος δε Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου λέγει, ότι το τμήμα εκείνο προσέλαβεν ο Κύριος εν τη Αναστάσει.

Δυτικοί δε τινες εδόξαζον ματαίως, ότι η ακροβυστία του Κυρίου εσώζετο εις την Καβίλλινον, πόλιν της Κάτω Βουργουνδίας, εν Εκκλησία τινί. Αλλ’ ο ταύτης Επίσκοπος Γγάστος ονόματι, ανοίξας εν έτει 1707. Απριλίου 19. το κιβώτιον εκείνο, εν ω ενομίζετο ότι περιέχεται η θεία ακροβυστία, δεν εύρεν εντός αυτού άλλο τι,
ειμή ολίγην άμμον λεπτήν και ένα μικρόν χάλικα· όθεν διεσκέδασε την επιπολάζουσαν εν τη πόλει εκείνη δεισιδαιμονίαν προ τεσσάρων ήδη αιώνων (όρα Εκατονταετηρίδα).

Εκ τούτων λοιπόν εξάγομεν, ότι είναι ψευδές και απίστευτον και εκείνο το έτερον όπερ λέγουσιν οι αυτοί Δυτικοί, ότι δηλ. η του Κυρίου ακροβυστία σώζεται μέχρι του νυν εις την Ρώμην εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού, ως σημειοί ο Καλμέτης εν τω υπομνήματι εις τον Λουκάν κεφάλ. β ́» (βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Β ́, ως αν., σελ. 5, σημ. 2).

√ Και εν άλλη υποσημειώσει, ο ίδιος σημειοί: «Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός προστίθησι και τρίτον αίτιον, διά το οποίον περιετμήθη ο Κύριος, ότι δηλ. αν δεν περιετέμνετο, ουκ αν όλως παρεδέχθη διδάσκων, αλλ’ απεπέμφθη αν ως αλλόφυλος· ουδ αν επίστευσέ τις ότι αυτός εστιν ο προσδοκώμενος Χριστός εκ σπέρματος Αβραάμ, διότι οι εξ Αβραάμ σφραγίδι και σημείον περιτομήν είχον, διαστέλλουσαν αυτούς από των άλλων εθνών» (Ερμηνεία εις το δ ́κεφ. του κατά Λουκάν) (βλ. αυτόθι, σελ. 6, σημ. 1)}.

√ Εις την αρχαίαν και Χριστιανικήν εικονογραφίαν, το πρώτον λουτρόν βρέφους, ήτοι η απεικόνισις της νίψεως του νεογεννήτου εις λουτήρα υπό μιάς ή δύο γυναικών παρουσία της μητρός ή άλλων προσώπων, απετέλεσε προσφιλές θέμα του βιογραφικού κύκλου του Διονύσου, του Αχιλλέως, του Μ. Αλεξάνδρου και άλλων ηρώων, καθώς και παιδίων και εφήβων εις την Ρωμαικήν τέχνην, κυρίως από του 5ου αι. ως παραπληρωματικόν επεισόδιον εις την εικονογραφίαν της Γεννήσεως του Χριστού.

Περί του ζητήματος αυτού, του πρώτου δηλαδή λουτρού του Χριστού εις την παράστασιν της Γεννήσεως, εις ουδένα κείμενον της Χριστιανικής γραμματείας γίνεται αναφορά, πράγμα το οποίον εδημιούργησεν εύλογα ερωτηματικά.

Απάντησιν εις το ερώτημα τούτο έδωκεν η διένεξις, ήτις προέκυψε μεταξύ των πρώτων Χριστιανών σχετικώς με το έθιμον της περιτομής.

Η διένεξις αύτη διηυθετήθη εις την Ανατολικήν Σύνοδον το 50 μ.Χ. Την διευθέτησιν της διενέξεως επέτυχεν ο Απόστολος Παύλος, όστις διεκήρυξεν, ότι η εν Χριστώ βάπτισις αποτελεί «αχειροποίητον περιτομήν»: «εν ω και περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού» (Κολασ. β ́11), διότι όσοι βαπτίζονται εις το όνομα του Χριστού είναι περιτετμημένοι εν τω ονόματί του.

Η πρόσληψις της περιτομής ως ταπεινωτικού παθήματος, καθώς διατυπούται εις τους στίχους των Τροπαρίων των Θεοφανείων: «ουκ επησχύνθη ο πανάγαθος Θεός, της σαρκός την περιτομήν αποτμηθήναι…, ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν», ευλόγως εξηγεί την απουσίαν του εικονογραφικού θέματος από την εξιστόρησιν του βιογραφικού κύκλου του Χριστού.

Η απεικόνισις της Περιτομής του Κυρίου ενεφανίσθη εις την Βυζαντινήν τέχνην μόλις τον 10ον αι., εις την μικρογραφίαν της 1 Ιανουαρίου του Μηνολογίου του Βασιλείου Β ́(Vaticanus graecus, 1613, φ. 287), και εγνώρισε πεπεριωρισμένην διάδοσιν ως μεμονωμένη παράστασις και ουχί ως αναπληρωματική σκηνή της
Γεννήσεως.

Ενώ, η πρωιμοτέρα γνωστή απεικόνισις του πρώτου λουτρού του Χριστού απαντά εις το γνωστόν Marienseid υφαντόν της συλλογής Abegg-Stiftung, το οποίον χρονολογείται εις τα τέλη του 4ου ή εις τας αρχάς του 5ου αιώνος.

Συνεπώς, το πρώτον λουτρόν περιλαμβάνεται εις τον βιογραφικόν κύκλον του Χριστού αντί διά το δρώμενον της Περιτομής. Η παράστασις αύτη διεδόθη από του 7ου αι. και εξής εις τας απεικονίσεις της Γεννήσεως εις Ι. Ναούς της Καππαδοκίας, εις τοιχογραφίας της κατακόμβης San Valentino και εις τα ψηφιδωτά του Παρεκκλησίου του Πάπα Ιωάννου του Ζ ́εις τον Άγιον Πέτρον της Ρώμης (πρβλ. Μάστορα Πέλλη, Το πρώτο λουτρό βρέφους στην αρχαία και χριστιανική εικονογραφία, Ελληνικά, Φιλολογικό Ιστορικό και Λαογραφικό Περιοδικό Σύγγραμμα, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Εθνικής Αμύνης
4, Σύμμικτα, Βιβλιοκρισίες, τομ. 65ος, τεύχ. 2ο, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 227— 259).

√ Η φυγή εις την Αίγυπτον: Άγγελος εκ Θεού είπεν εις τον Ιωσήφ: «εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι· μέλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό» (Ματθ. β ́14).

Συμφώνως με την παράδοσιν, η Αγία Οικογένεια [= ο Μνήστωρ Ιωσήφ μετά της Θεοτόκου και του Θείου Βρέφους], φυγούσα εις την Αίγυπτον μετέβη εις την περιοχήν της αρχαίας Βαβυλώνος της Κάτω Αιγύπτου παρά τον Νείλον ποταμόν, ένθα το σημερινόν Κάιρον. Ως γνωστόν, παρά την θέσιν του Καίρου, την πρωτεύουσαν της Αιγύπτου, υπήρχεν από αρχαιοτάτων χρόνων πόλις ονομαζομένη Κέρε όχε [= πεδίον της μάχης], αποτελούσα προάστιον της Ηλιουπόλεως. Ήτο πόλις οχυρά, την οποίαν οι Έλληνες είχον ονομάσει Βαβυλώνα. Οι Ρωμαίοι ενίσχυσαν έτι μάλλον την οχύρωσίν της και την εχρησιμοποίησαν ως στρατιωτικήν βάσιν.

Εις τον τόπον διαμονής της Αγίας Οικογενείας ανηγέρθη μετέπειτα μεγαλοπρεπής Ι. Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου του Θαυματουργού, καθότι εδώ υπήρχε Ρωμαικόν φρούριον εις το οποίον μετεφέρθη δέσμιος εκ της Λιβύης ο Άγιος και εφυλακίσθη· εν συνεχεία, αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια υπό των στρατιωτών του αυτοκράτορος Διοκλητιανού, το 303 υπεβλήθη εις τον δι’ αποκεφαλισμού Μαρτυρικόν θάνατον.

Εις τα υπόγεια του Ι. Ναού υπάρχει εν φρέαρ, εκ του οποίου ήντλει ύδωρ η Υπεραγία Θεοτόκος. Υπάρχει δε και έτερος παραπλήσιος χώρος, όστις ενδείκνυται ως χώρος διαμονής και προστασίας του μικρού Ιησού.

[Νέον Σωτήριον Έτος 2024. Έτη πολλά και ευλογημένα!]
Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.