Ο Κόντογλου μάς έβαλε να γονατίσουμε μπροστά σε μια κλειδαρότρυπα, να δούμε μια γωνιά του Παραδείσου.
Ξαφνικά, μαθητής γυμνασίου ακόμα στη Θεσσαλονίκη, άρχισα να πέφτω πάνω σε παθιασμένες συζητήσεις για βυζαντινές εικόνες. Ότι είναι έργα μεγάλης τέχνης κι ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να κρεμάει τις φράγκικες αλλά τις δικές μας, τις παραδοσιακές. Εν τω μεταξύ, εγώ, εκείνο τον καιρό, δεν καταλάβαινα καν τη διαφορά. Δεν καταλάβαινα για ποιο πράγμα ακριβώς μιλούσαν με τέτοιο πάθος νεοφώτιστου, τόσοι άνθρωποι ετερόκλητοι και συχνά άγνωστοι μεταξύ τους. Διότι δεν ελέγοντο αυτά μόνον από θεολόγους ή τον Πεντζίκη π.χ., αλλά κι απ’ την κυρία Βέλτσου, που έπιασε και κρέμασε βυζαντινές εικόνες μες στο καθιστικό της, κι από φοιτητές της Αρχιτεκτονικής κι από κοσμικούς κι απ’ όλους, αριστερούς και δεξιούς, λες και είχε πέσει γραμμή.
Μα, από πού εκπορεύονταν αυτή η «γραμμή»;
Ποιος την ξεκίνησε αυτή τη «συζήτηση»;
Η οποία δεν υπήρχε βέβαια πριν απ’ τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάμε σήμερα.
Ναι! Ήταν ο Κόντογλου που τον ξεκίνησε αυτόν τον αγώνα, ήταν ο Κόντογλου που την ξεκίνησε αυτή τη «συζήτηση», η οποία, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έφτασε πια και σε μας τους πολλούς, τους συχνά κοσμικούς και επιπόλαιους, σαν μια παράξενη καινούργια μόδα, που βέβαια δεν ήταν μόδα, αφού επηρεάζει τη σκέψη μας και τη ζωή μας τέσσερις δεκαετίες τώρα κι όλα δείχνουν ότι κέρδισε πια και το στοίχημα και το μέλλον.
Μα πώς γίνεται ένας άνθρωπος μόνος ν’ αλλάξει το γούστο μας, να μας δώσει μια καινούργια ματιά για να δούμε τον τόπο μας και τον εαυτό μας, να αποκαταστήσει την συνέχεια και την ενότητα της εκκλησιαστικής μας τέχνης και τέλος να μας δείξει μια ουράνια Λογική, αντάξια της τρέλας μας και του πραγματικού μας πάθους;
Τι δύναμη και τι πίστη πρέπει να είχε αυτός ο άνθρωπος;
Και πώς ήταν άραγε αυτός ο άνθρωπος;
Δεν τον γνώρισα. Δεν το επιδίωξα. Έκανα όμως μερικά βράδια βόλτες έξω απ’ το σπίτι του όταν ήμουν νέος, έτσι, για να το δω. Έλεγαν ότι το είχε πουλήσει στην Κατοχή, αλλά το αγόρασε ξανά στην Απελευθέρωση. Μου ’χε κάνει εντύπωση αυτό. Στο μεταξύ, ως το ’50 έμενε με την οικογένειά του σ’ ένα εγκαταλελειμμένο γκαράζ που το αποκαλούσε πνευματωδώς «Φάτνη αυτοκινήτων». Εκεί μέσα έγραψε την Ιστορία ενός καραβιού που χάθηκε απάνου σε μια ξέρα. Έγραψε βίους αγίων και σαλών, συνεργάστηκε με τον Μόραλη πάνω στους νηπτικούς Πατέρες
και ζωγράφισε την Αγία Ελένη «εις μνήμην της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη», που δολοφονήθηκε στα Δεκεμβριανά του ’44.
Το ’63 που κατέβηκα εγώ στην Αθήνα, οι πάντες μιλούσαν με μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν. […]
Τους είχε επηρεάσει όλους βαθιά. Ο Εγγονόπουλος έλεγε ότι είναι ο ένας απ’ τους τρεις, μόνους, πραγματικά μεγάλους Έλληνες. Οι άλλοι ήταν ένας μέγας αυτόχειρ κι ένας ξεχωριστός ακαδημαϊκός. Να πώς το λέει ακριβώς:
«Αν, παλιότερα, είχαμε τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, στον Μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν, το ξαναλέω, αυτοί μόνον οι τρεις: Καρυωτάκης, Παρθένης, Κόντογλου».
Ο Τσαρούχης έλεγε ότι ο Κόντογλου μπόρεσε να καταλάβει τους Έλληνες απ’ το στοιχείο της περιπέτειας και του πάθους που περιείχε ο ίδιος.
Αυτό το πάθος, αν δεν βρει δίοδο προς τα άνω, μπορεί να αποβεί μοιραίο και θανατηφόρο⋅ μια κόλαση. Νιώθω ότι ο Κόντογλου υψώθηκε μόνος του κι έδωσε το παράδειγμα μιας προσωπικής περιπέτειας κι ενός αληθινού πάθους που αγκαλιάζει την Παράδοση και λάμπει μέσα της. Αυτό τον έκανε ίσως με τα χρόνια να μοιάζει συντηρητικός σε πολλούς. Σαν να ζούσε σ’ έναν άλλο χρόνο. Σαν να μιλούσε με όρους του 1700 για παράδειγμα. Ο Μάρκος Αυγέρης έλεγε περιφρονητικά για τα έργα του ότι είναι κονισαλέα συναξάρια.
Η εντύπωσή μου για τον Κόντογλου είναι ότι έζησε μέσα σε μυστικό κήπο, σαν τον Ροβινσώνα, τον ήρωα του Ντε Φόε που ο Κόντογλου αγαπούσε πολύ. Καθόταν ο Κόντογλου κι αντέγραφε ενθουσιασμένος το ημερολόγιο του ναυαγού:
Έβλεπα τον κόσμο σαν κάποια χώρα ξένη… Έτσι που θα τον βλέπουμε ίσως από τον άλλον κόσμο, δηλαδή σαν ένα μέρος που είχα ζήσει άλλη φορά, μα που είχα φύγει πια για πάντα απ’ αυτό. Κι αληθινά θα μπορούσα να πω τα λόγια που είπε ο Αβραάμ… «Μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται».
Απαντώντας, έτσι, έμμεσα, σε όσους δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να τον καταλάβουν.
Ο Κόντογλου μάς έβαλε να γονατίσουμε μπροστά σε μια κλειδαρότρυπα, να δούμε μια γωνιά του Παραδείσου. […]
Δεν τον γνώρισα, αλλά νιώθω σαν να τον ήξερα. Τον βλέπω να χαμογελάει στο Φουρτούνες και ξερονήσια, καθώς ο φίλος του καπετάν Απόστολος τού λέει «τι καλά που θα περνούσαμε, να ’ταν κι ο Παπαδιαμάντης στην παρέα μας». […]
Κυρίως όμως τον βλέπω στην εικόνα που έφτιαζε τυχαία ο ίδιος για τον εαυτό του, στο διήγημα Φουρτούνες και ξερονήσια. Η εικόνα είναι περίπου η εξής: Ο Κόντογλου μέσα σε καϊκάκι σταματημένο μεσοπέλαγα, οι ναύτες κολυμπάνε τριγύρω, η θάλασσα γυαλί, δελφίνια παίζουνε μαζί τους, ο ήλιος λαμποκοπά στο κατάρτι, κι εδώ βάζω με την άδειά σας τον Κόντογλου να βγαίνει απ’ την εικόνα και να ψέλνει:
και το πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ή να μας λέει: «Τι τα θες; Στην Ελλάδα, η θάλασσα και η θρησκεία πάνε μαζί!»
*Αποσπάσματα από κείμενο του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «Ο κήπος του κ. Φώτη Κόντογλου». Το εν λόγω κείμενο είχε συμπεριληφθεί στη συλλογική έκδοση «Φώτης Κόντογλους — Εν εικόνι διαπορευόμενος», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1995.
Ο Φώτης Κόντογλου, διακεκριμένος ζωγράφος και πνευματικός δημιουργός του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965.