Για τα επεισόδια αυτά δεν έγιναν κρατικές διώξεις. Όμως ο Κύριλλος, ενεργώντας ίσως βάση ειδικών δικαιωμάτων του πάπα Αλεξανδρείας, κατέσχε τις συναγωγές των Ιουδαίων και απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια, δημεύοντας παράλληλα την περιουσία αυτών που πρωτοστάτησαν στις δολοφονίες. Για τα μέτρα του αυτά, ο Κύριλλος ήρθε σε αντιλογία με τον Εθνικό έπαρχο της πόλης, Ορέστη.
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (περ. 378 – περ. 444) υπήρξε επίσκοπος Αλεξανδρείας μεταξύ των ετών 412 και 444. Ήταν κεντρική μορφή της συνόδου της Εφέσου το 431, που οδήγησε στην απομάκρυνση του Νεστόριου από τον αρχιεπισκοπικό θώκο της Κωνσταντινούπολης. Αν και αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα, θεωρείται εκ των κορυφαίων δογματικών της ορθόδοξης Εκκλησίας και έχει συγγράψει πολλά θεολογικά συγγράμματα, τα οποία του απέφεραν τον χαρακτηρισμό του στύλου της Ορθοδοξίας και περίοπτη θέση ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Πολυσυζητημένο είναι το θέμα της εμπλοκής του ή όχι στη δολοφονία της νεοπλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας και στην υποκίνηση στάσεων και βίαιων εκδηλώσεων.
Σήμερα το εορτολόγιο περιλαμβάνει όσους φέρουν το όνομα Ροδάνθη, Ροζάνθη.
Βίος
Ο Κύριλλος γεννήθηκε σε μία μικρή πόλη (Θεοδόσιος), κοντά στη σημερινή Ελ Μαχάλα ελ Κούμπρα. Ήταν γιος εύπορης ελληνικής οικογένειας της πόλης και ανιψιός -από την πλευρά της μητέρας του- του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου. Εκπαιδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια, στην Κατηχητική Σχολή, όπου παρακολούθησε παραδόσεις του Δίδυμου του Τυφλού. Φέρεται πως έλαβε την τυπική εκπαίδευση της εποχής του μελετώντας γραμματική από την ηλικία των 12 έως 14 ετών (390-392), ρητορική από το 15 έως τα 20 (393-397) και τελικά θεολογία και βιβλικές σπουδές (398-402). Κατόπιν χειροτονήθηκε αναγνώστης, στη συνέχεια διάκονος και πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο.
Το 403 συνόδευσε τον θείο του Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη και ήταν παρών στην παρά την Δρυν Σύνοδο η οποία καθαίρεσε τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο ίδιος τον θεωρούσε ένοχο των υφιστάμενων κατηγοριών.
Για την καλύτερη πνευματική ανάπτυξή του και τον πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σε μονές της Αιγύπτου, όπου ασκήτευε για ένα χρονικό διάστημα. Έλεγε μάλιστα σχετικά: «Εις χείρας πατέρων τεθράμμεθα ορθοδόξων και αγίων». Λέγεται ότι ο θείος του Θεόφιλος τον έστειλε μετά τις σπουδές του, στις μονές της Νιτρίας. Έμεινε για 5 χρόνια στη μονή του Αγίου Μακαρίου, μελετώντας την Αγία Γραφή και ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του γέροντος Σεραπίωνος.
Μετά το θάνατο του Θεοφίλου, στις 15 Οκτωβρίου του 412, προβλήθηκε ως διάδοχός του, όπως και ο αρχιδιάκονος Τιμόθεος, ο οποίος ήταν αξιόλογος κληρικός και μάλιστα αρεστός στην αριστοκρατία της αλεξανδρινής κοινωνίας καθώς και στη δημόσια διοίκηση της πόλεως. Τελικά Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας εξελέγη ο Άγιος Κύριλλος, που ενθρονίσθηκε στις 17 Οκτωβρίου 412 και διεποίμανε την Εκκλησία της Αλεξανδρείας επί 32 έτη.
Η δράση του ως Επισκόπου Αλεξανδρείας
Οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας, άλλοι από τους οποίους ήταν Χριστιανοί, άλλοι Εθνικοί και άλλοι Ιουδαίοι, είχαν τη φήμη ταραχοποιών. Ο Κύριλλος ως επίσκοπος ήλεγχε την κοινωνική ανισότητα και καυτηρίαζε την αναλγησία των πλουσίων, ενώ παράλληλα προέτρεπε τους πιστούς να ζουν σύμφωνα με το ιδεώδες της χριστιανικής ζωής και αγάπης και τους συνιστούσε να ζουν ζωή σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και το χριστιανικό τους όνομα. Επίσης αντιμετώπισε διάφορες αιρέσεις και σχίσματα που εμφανίστηκαν στην τότε εκκλησία, υπολείμματα των οποίων διασώζονται ακόμη, όπως και των Αρειανών, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανών. Για να αντιμετωπίσει το μαντείο των Εθνικών στη Μένουθις, μετέφερε λείψανα των Μαρτύρων Κύρου και Ιωάννου και των Παρθένων Θεοκτίστης, Ευδοξίας και της μητέρας τους Αθανασίας, τα οποία είχαν βρεθεί σε αρχαίο χριστιανικό ναό του Αποστόλου Μάρκου, στο ναό των Ευαγγελιστών, τον οποίο ανήγειρε ο Θεόφιλος.
Καταδιώχθηκε από τους Νοβατιανούς που ήταν σχισματικοί, επειδή επέφερε πλήγματα στις αιρετικές τους θέσεις, με τα επιχειρήματά του, και κατόπιν συγκρούστηκε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν ισχυρή συναγωγή στην Αλεξάνδρεια, και επιτίθονταν στη Χριστιανική κοινότητα της πόλης παραμένοντας ατιμώρητοι. Μετά από επεισόδια στα οποία αρχικά οι Ιουδαίοι παρακίνησαν τον Έπαρχο Ορέστη να μαστιγώσει δημόσια τον γραμματικό Ιέρακα, φίλο του Κυρίλλου, ως υποκινητή στάσης, ο Επίσκοπος απευθύνθηκε στους προύχοντες των Ιουδαίων παρακαλώντας να σταματήσουν αυτές τις ενέργειες. Όμως εκείνη τη νύχτα Ιουδαίοι άρχισαν να διαδίδουν φήμες ότι πυρπολούνταν ο ναός του αγίου Αλεξάνδρου, και έπιασαν σε ενέδρα Χριστιανούς που έτρεχαν να περισώσουν το ναό, δολοφονώντας πολλούς από αυτούς. Για τα επεισόδια αυτά δεν έγιναν κρατικές διώξεις. Όμως ο Κύριλλος, ενεργώντας ίσως βάση ειδικών δικαιωμάτων του πάπα Αλεξανδρείας, κατέσχε τις συναγωγές των Ιουδαίων και απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια, δημεύοντας παράλληλα την περιουσία αυτών που πρωτοστάτησαν στις δολοφονίες. Για τα μέτρα του αυτά, ο Κύριλλος ήρθε σε αντιλογία με τον Εθνικό έπαρχο της πόλης, Ορέστη.