Γεωργίου Θ. Μηλίτση, διδασκάλου-Εἰδικοῦ Παιδαγωγοῦ-Πληροφορήθηκα ὅτι κάθε πρωί στόν προσκυνηματικό ῾Ιερό Ναό τῶν ῾Αγίων ᾽Αναργύρων τῆς πόλεώς μας κάνει τίς πρῶτες του Θεῖες Λειτουργίες ἕνας ἱερομόναχος πού χειροτονήθηκε ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί μέ τό κτύπημα τῆς καμπάνας πῆγα στήν ἐκκλησία τῶν ῾Αγίων ᾽Αναργύρων, στό Βαρούσι. Μόλις μπῆκα μέσα εἶδα ὅτι ἤδη ἦταν τρεῖς-τέσσερες γυναῖκες. Στό ψαλτήρι ἦταν ὁ φίλος μου, μακαριστός π. Βασίλειος Καραστέργιος, ἀπό τόν Πλάτανο Τρικάλων, τότε ἦταν λαϊκός, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκανε νόημα νά πάω στό ἀναλόγιο. Μέσα στό ἱερό διέκρινα τόν μακαριστό ῾Οσιονεομάρτυρα Μητροπολίτη Λαρίσης κυρό Θεολόγο, τότε ἦταν ῾Ιεροκύρηξ τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγῶν καί ἕνα ἱερέα πού ἔκανε τήν προσκομιδή. Κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπή καί βαθειά κατάνυξη.

Μετά τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» ὁ π. Αἰμιλιανός, ὅπως μέ πληροφόρισε ὁ π. Βασίλειος ὅτι ὀνομάζεται, τέλεσε μία θεία λειτουργία πού γιά πρώτη φορά, νομίζω, αἰσθάνθηκα τόση κατάνυξη καί δέος. Διάβαζε ὅλες τίς εὐχές φωναχτά, καθαρά καί χρωμάτιζε τή φωνή του ἀνάλογα μέ τήν εὐχή πού διάβαζε. Πραγματικά εὐχόσουν νά μήν τελειώσει ποτέ αὐτή ἡ μυσταγωγία.

῞Οταν εἶπε τό «Δι᾽ εὐχῶν» καί πήραμε ἀπό τό χέρι του τό ἀντίδωρο ξεκίνησα νά φύγω, τότε ἀκούω τόν μακαριστό π. Βασίλειο νά μοῦ λέγει: «μή φεύγεις, περίμενε νά γνωρίσεις τόν π. Αἰμιλιανό, εἶναι ἕνας ἐξαίρετος κληρικός». ᾽Αφοῦ κατέλυσε ὁ λειτουργός κι ἔφυγε ὁ μακαριστός π. Θεολόγος μέ σύστησε στόν π. Αἰμιλιανό κι ὅλοι μαζί ἀνεβήκαμε στόν ξενώνα τοῦ ναοῦ πού βρίσκεται στό πρῶτο μέρος τοῦ διαζώματος τῶν κτηρίων.

005«Πᾶμε στό κελί» μᾶς λέγει. Πράγματι πήγαμε στό δωμάτιο ὅπου ἔμεινε. ᾽Εκεῖ ὑπῆρχε ἕνα κρεβάτι, ἕνα τραπεζάκι καί δυό καρέκλες. Μᾶς ἔβαλε νά καθήσουμε στίς καρέκλες κι αὐτός κάθισε στό κρεβάτι, μέχρις ὅτου τοῦ ἔφεραν καρέκλα. Πάνω στό τραπέζι ὑπῆρχαν μερικά βιβλία, χαρτί γιά γράψιμο, μολύβι καί στυλό.

᾽Εκεῖ ἡ μακαριστή Ζωή, νεωκόρα τότε τοῦ ναοῦ, μᾶς πρόσφερε καφέ. ᾽Από τά ὅσα μᾶς εἶπε ὁ π. Αἰμιλιανός κατάλαβα ὅτι πρόκειται περί πολύ μορφωμένου, ἐκλεκτοῦ καί προπάντων ἐναρέτου κληρικοῦ. Τίς μέρες πού Μητροπολίτης στά ἡνία τῆς Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγῶν ἦταν ὁ κυρός Διονύσιος εἶχαν ἔλθει στά Τρίκαλα πλῆθος ἀγάμων καί ἐγγάμων κληρικῶν γιά νά ὑπηρετήσουν τόν Τριαδικό Θεό καί τό λαό του.

Οἱ Θεῖες Λειτουργίες θά συνεχιζόταν καί τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας, ἔτσι κάθε πρωί πήγαινα στήν ἐκκλησία γιά νά ἐκκλησιασθῶ καί νά ἀκούσω ἀπό τό στόμα τοῦ φωτισμένου κληρικοῦ «τά τοῦ Θεοῦ λόγια τά ὑπέρ χρυσίον καί λίθον τίμιον πολύν».

῾Ο μακαριστός π. Αἰμιλιανός δόξαζε τό Θεό πού ὁδήγησε τά βήματά του κοντά στό φιλομόναχο Μητροπολίτη Διονύσιο, τόν ὁποῖο δέν ἔπαυε νά ἐπαινεῖ καί νά ἔχει σάν πρότυπό του καί ὁδηγό του στή μοναχική ζωή.

Κάποια μέρα τόν ρώτησα πιό θά εἶναι τό πρόγραμμά του ἀπό τή νέα ἐκκλησιαστική χρονιά πού σέ λίγο θά ἄρχιζε. ῾Η ἀπάντησή του ἦταν: «ὁ μοναχός δέν ἐξουσιάζει τόν ἑαυτό του. Κάνει ὑπακοή στό Μητροπολίτη καί στόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς του». Στή συζήτηση πού εἴχαμε μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ὁ πόθος του ἦταν νά πάει στήν ᾽Αφρική γιά νά μεταφέρει τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ στούς ᾽Αφρικανούς. «Τρεῖς φίλοι μου, μᾶς εἶπε, πῆγαν στήν ῾Ιερά Μονή Σινᾶ γιά νά προετοιμαστοῦν γιά τό μεγάλο ἔργο τῆς ῾Ιεραποστολῆς, μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ νῦν ᾽Αρχιεπίσκοπος Σινᾶ κ. Δαμιανός». Φεύγοντας μᾶς προσέφερε ἀπό ἕνα ἀντίτυπο τοῦ ἱεραποστολικοῦ περιοδικοῦ «Πορευθέντες».

῎Αλλη μέρα φεύγοντας ἀπό τό Ναό τῶν ῾Αγίων ᾽Αναργύρων μοῦ λέγει: «Τώρα ἔχεις χρόνο νά διαβάσεις, πᾶρε αὐτά τά βιβλία, νομίζω θά σοῦ ἀρέσουν». Πρίν φύγω κοίταξα τούς τίτλους τῶν βιβλίων. Τό ἕνα ἔγραφε: «Τό θῦμα τῆς ἀγάπης» καί τό ἄλλο «Τά κλειδιά τῆς Βασιλείας». Τά βιβλία τά διάβασα καί ἔμεινα κατ᾽ ἐνθουσιασμένος μέ τό περιεχόμενό τους.

004῾Ο π. Αἰμιλιανός ἀφοῦ τελείωσε τίς θεῖες Λειτουργίες πού ἔπρεπε νά κάνει πῆγε στή Μητρόπολη ὅπου ὁ μακαριστός Διονύσιος τοῦ εἶπε νά πάει στήν ῾Ιερά Μονή Δουσίκου, ἡ ὁποία ἐστερεῖτο ἱερομονάχου καί νά ἀναλάβει τή λειτουργική ἐξυπηρέτηση τῶν πατέρων της. Στή Μονή τήν περίοδο ἐκείνη ἐγκαταβιοῦσαν ἐκτός ἀπό τόν ἡγούμενο, μακαριστό μοναχό Συνέσιο καί μερικοί γέροντες μοναχοί.

Μαζί μέ τόν μακαριστό π. Βασίλειο τόν πήγαμε στό ΚΤΕΛ ἀπ᾽ ὅπου πῆρε τό λεωφορεῖο γιά νά πάει στή Μονή Βαρλαάμ γιά νά πάρει τά πράγματά του καί στή συνέχεια νά ἐγκατασταθεῖ στό νέο του μετερίζι, τή Μονή Δουσίκου. Πρίν ἀνεβεῖ στό λεωφορεῖο μᾶς εἶπε: «Σᾶς περιμένω στό Μοναστήρι».

῾Η πρόσκλησή του νά τόν ἐπισκεφτοῦμε πραγματοποιήθηκε μετά ἀπό μερικούς μῆνες, συγκεκριμένα τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου. Μέ τό λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς φτάσαμε στήν Πύλη κι ἀπό κεῖ μέ τά πόδια ἀνεβήκαμε στό μοναστήρι τοῦ Δουσίκου. ῞Οταν τόν πληροφόρησαν ὅτι φτάσαμε ἦλθε καί μᾶς ὑποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά. Μόνος του μᾶς προσέφερε τό καθιερωμένο μοναστηριακό κέρασμα, δροσερό νερό καί λουκούμι. ᾽Αφοῦ εἴπαμε τά νέα μας πήγαμε στό καθολικό γιά τόν ἑσπερινό, ἤδη εἶχε χτυπήσει τό τρίτο τάλαντο. Διάβασαν τήν ἑνάτη ὥρα, στή συνέχεια ἔκαναν τόν ἑπερινό στόν ὁποῖο ἔψαλε, λαϊκός τότε, ὁ μακαριστός π. Βασίλειος καί στή συνέχεια ἔκαναν τό ᾽Απόδειπνο.

῞Οταν τελείωσαν οἱ ἀκολουθίες μᾶς πλησίασε ὁ ἡγούμενος μοναχός Συνέσειος, καί μᾶς εἶπε:

-῎Αν μπορεῖτε καθῆστε νά μᾶς βοηθήσετε στίς ἀκολουθίες πού θά ἔχουμε τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα.

῾Ο π. Αἰμιλιανός ἀφοῦ μᾶς τακτοποίησε σέ κελιά ἀποσύρθηκε γιά νά προετοιμαστεῖ γιά τήν αὐριανή Θεία Λειτουργία πού θά τελοῦσε.

῞Ολη τή νύκτα τά κοτσίφια καί τά ἀηδόνια δοξολογοῦσαν μέ τό κελάηδημά τους τόν Δημιουργό τοῦ κόσμου.

Δέν εἶχε φέξει ἀκόμα ὅταν κτύπησαν οἱ καμπάνες καί τά τάλαντα καί μᾶς καλοῦσαν στό καθολικό γιά τή Θεία Λειτουργία.

Γρήγορα σηκώθηκα καί ἔσπευσα στό καθολικό γιά νά ἀκούσω τόν ῾Εξάψαλμο. ῾Ο συνοδοιπόρος μου ἦταν στό ἀναλόγιο καί μόλις μέ εἶδε μοῦ ἔκανε νόημα νά πάω κι ἐγώ ἐκεῖ καί μέ προέτρεψε νά διαβάσω τόν ῾Εξάψαλμο. Εὐχαρίστως τό ἔκανα.

Εἶναι ἀδύνατο νά ξεχάσεις, ὅσα χρόνια κι ἄν περάσουν, ὅτι κι ἄν σοῦ συμβεῖ στή ζωή σου, τέτοιες οὐράνιες στιγμές πού ζήσαμε τήν Κυριακή ἐκείνη. Στό μυαλό μου ἦρθαν τά λόγια πού εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Βλαδίμηρου ὅταν γύρισαν ἀπό τή Βασιλεύουσα. Πράγματι τή μέρα αὐτή νομίζαμε ὅτι δέν εἴμεθα στή γῆ ἀλλά στόν οὐρανό. Μακάρι νά μήν τελείωνε ποτέ αὐτή ἡ Θεία λειτουργία. Στό «Μετά φόβου» κοινωνήσαμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον». ῾Η ἀπόλυση καί τό «Δι εὐχῶν» πού ἀκούσαμε ἀπό τή μειλίχια φωνή τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ μᾶς προσγείωσαν καί μᾶς ἔκαναν νά καταλάβουμε ὅτι ἡ πνευματική πανδαισία τελείωσε.

῞Οταν ὁ π. Αἰμιλιανός κατέλυσε ἀνεβήκαμε στό ᾽Αρχονταρίκι ὅπου μᾶς περίμενε ἕνα λιτό πρωινό μέ καφέ.

Πάτερ, πές μας «λόγον ἀγαθόν», εἶπε ὁ Βασίλειος. Θά σᾶς πῶ κάτι πολύ εὐχάριστο γιά τό μοναστήρι, περιμένουμε νά ρθεῖ ἕνας νέος Θεολόγος ἀπό τήν ᾽Αθήνα, ὁ Παντελεήμων Καθρεπτίδης. Τόν γνωρίζω καλά, εἴμεθα πολύ φίλοι. Θά φτάξουμε τό μοναστήρι κέντρο τῆς ἱεραποστολικῆς μας δράσεως. Πρέπει νά γίνουν πολλά ἔργα ἐδῶ, διότι χρειάζονται ἐπισκευές τά οἰκοδομήματα γιά συνηρηθοῦν.

Πάτερ, δέ θά γίνετε ἐσεῖς ἡγούμενος τῆς Μονῆς, τόν ρώτησα. -῎Οχι, παιδί μου, δέ θέλω νά ἀσχοληθῶ μέ τά διοικητικά καί τά οἰκονομικά τῆς Μονῆς, ἡ ἐπιθυμία μου εἶναι νά ἐργαστῶ στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου. ῾Υπάρχει στή Μητρόπολή μας μεγάλο πεδῖον δράσεως, ἀρκεῖ νά ἔχεις δύναμη, κοράγιο καί προπάντων ὄρεξη γιά δουλειά. Προσπαθεῖστε νά διαβάσετε τό βιβλίο «Στόν ἀγρό τοῦ θερισμοῦ». Πρέπει νά ξέρετε ὅτι στήν καθημερινή σας ζωή θά ἔχετε στεναχώριες καί δυσκολίες ὅμως νά μήν ἀγωνιᾶτε καί νά μήν προβληματίζεστε, πάντα νά τά ξεπερνᾶτε μέ τήν προσευχή καί κυρίως μέ τήν εὐχή. Νά λέτε, καλῶς ἦλθες δυσκολία, ἀρρώστια, …, δέ θά μέ λιγίσεις, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά σέ ξεπεράσω, θά σέ νικήσω. ῞Οταν ἀντιμετωπίζουμε ἔτσι τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός ἔχουμε εἰρήνη, ἡρεμία καί πραότητα, χωρίς αὐτά, πρέπει νά ξέρετε, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καμία πνευματική προκοπή καί ζωή.

Πολλές πολύτιμες συμβουλές ἀκούσαμε ἀπό τό ἁγιασμένο στόμα του. Τό καμπανάκι μᾶς ὑπενθύμισε ὅτι εἶναι ἡ ὥρα γιά τήν τράπεζα. ῞Οταν καθίσαμε στίς θέσεις μας μπροστά μας ὑπῆρχε ψημένη πέστροφα καί χόρτα ἀπό τούς κήπους τῆς μονῆς.

῞Οταν τοῦ εἴπαμε ὅτι πρέπει νά φύγουμε μᾶς εἶπε: «καθήστε κι αὐτό τό βράδυ, αὕριο θά κάνουμε Προηγιασμένη σέ παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς. Αὐθόρμητα ἀπαντήσαμε ὅτι θά καθίσουμε. Τό βράδυ παρακολουθήσαμε τήν ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου καί τό πρωί, σ᾽ ἕνα ἀπό κατάγραφα παρεκκλήσια τῆς Μονῆς, ἐτέλεσε γιά πρώτη φορά τή Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων.

᾽Αργότερα περίλυποι, ἀλλά καί μέ τήν ἐλπίδα ὅτι σύντομα θά ξαναεπισκεφθοῦμε τό Μοναστήρι γιά νά συναντήσουμε τόν φωτισμένο Γέροντα Αἰμιλιανό.

Γιά τήν ἱστορία σημειώνουμε ὅτι ὁ μετέπειτα π. Παντελεήμων δέν πῆγε στό Δούσικο, διότι ὁ Μητροπολίτης Διονύσιος, ὅταν τόν ἄκουσε νά κηρύττει τόν κράτησε ὡς ἱεροκήρυκα στά Τρίκαλα, ὅπου ἔκανε ἕνα τεράστιο πνευματικό ἔργο τοῦ ὁποίου τούς καρπούς δρέπουν ἀκόμα καί σήμερα οἱ Τρικαλινοί ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου.

῾Ο μητροπολίτης Διονύσιος μέ θλίψη ἔβλεπε ὅτι τά μοναστήρα τῶν Μετεώρων ἐκτός ἀπό τήν ἀνακαίνιση χρειάζονταν καί νέους μοναχούς πού θά ἀποτελοῦσαν τό ἀντίβαρο στόν αὐξανόμενο τουρισμό. Κάλεσε στήν Μητρόπολη τόν π. Αἰμιλιανό καί τοῦ λέγει: «ἐσύ, παιδί μου, φλέγεσαι ἀπό τόν ἱεραποστολικό ζῆλο, νομίζω ὅτι ὁ καλύτερος τόπος γιά νά ἰκανοποιήσεις τά ἱεραποστολικά σου ὄνειρα καί τίς ἱεραποστολικές σου ἐφέσεις εἶναι τά Μετέωρα. Θέλω νά πᾶς νά ὀργανώσεις τό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου».

῾Η ἀπάντηση τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ ἦταν τό γραφικό: «Λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου» καί τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου». ῞Ολα τά παραπάνω μοῦ τά ἐξιστόρησε ἀργότερα πού συναντηθήκαμε ὁ π. Αἰμιλιανός. ῎Ετσι τό καλοκαίρι τοῦ 1962 μεταφυτεύθηκε στό Μεγάλο Μετέωρο τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡγούμενος.

Τό ἔργο του κι ἐδῶ ἦταν τιτάνιο. ᾽Εκτός ἀπό τή συντήρηση τῶν οἰκοδομημάτων τῆς μονῆς εἶχε νά κάνει καί πνευματικό ἔργο στά Τρίκαλα, τήν Καλαμπάκα καί σέ ὅλη τή Μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγῶν.

Τόν π. Αἰμιλιανό τόν συναντοῦσα κάθε Κυριακή πού ἐρχόταν στήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μας, τήν Παναγία ᾽Επίσκεψη, τῆς ὁποίας ἦταν πνευματικός προϊστάμενος καί μιλοῦσε. Τό πέρασμά του ἀπό τήν ἐνορία του ἄφησε τά ἀνεξίτηλα τά ἴχνη του.

002Τό καλοκαίρι τοῦ 1966 ἀνέβηκα στό Μεγάλο Μετέωρο καί μέ ἐνδιαφέρον μέ ρωτοῦσε πῶς περνῶ στή Ρόδο, ὅπου σπούδαζα. ῞Οταν τοῦ εἶπα ὅτι τό ὀρφανοτροφεῖο τῆς πόλεως τό διακονοῦν μοναχές πού εἶναι πνευματικά τέκνα τοῦ, σήμερα, ῾Οσίου ᾽Αμφιλοχίου τοῦ ἐν Πάτμῳ κι ὅτι μία μοναχή ὑπηρετεῖ στό νοσοκομεῖου τῆς Ρόδου κι ὅτι φορεῖ λευκά ράσα πολύ ἐντυπωσιάσθηκε. ῾Η κουβέντα μας στή συνέχεια περιεστράφη στήν ἐκπαίδευση. Μέ τό διορατικό του χάρισμα ἔβλεπε ὅτι στό μέλλον ἡ ἐκπαίδευση θά γίνει ἄθρησκος καί γι᾽ αὐτό μοῦ εἶπε: «πρέπει ἡ ᾽Εκκλησία νά πάρει στά χέρια της τήν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν Της. Πρέπει νά ἱδρυθοῦν σέ κάθε μεγάλη πόλη σχολεῖα στά ὁποῖα θά διδάσκουν ἐκπαιδευτικοί πού θά πιστεύουν καί θά ἔχουν φόβο Θεοῦ. Θά ἤθελα, ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ, νά γίνει ἕνα γυμνάσιο στήν Καλαμπάκα, τότε ἡ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση ἦταν ἐνιαία, στό ὁποῖο νά διδάσκουν πατέρες τῆς Μονῆς μας. Κι ἄλλα πολλά συζητήσαμε τό βράδυ ἐκεῖνο τά ὁποία μοῦ ἔκαναν νά τόν θαυμάσω ἀκόμα περισσότερο καί νά δοξάσω τό Θεό πού τόν ἔφερε στά Τρίκαλα καί πού μέ ἀξίωσε νά τόν γνωρίσω.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.