Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η μεγαλύτερη θεομητορική γιορτή της Εκκλησίας μας. Εορτάζεται με κάθε επισημότητα και κατάνυξη από τη μια άκρη της Ελλάδας έως την άλλη, όπως και σε όλες τις ορθόδοξες χώρες. Στο Άγιον Όρος, την Αθωνική Πολιτεία, το κέντρο του ορθόδοξου κόσμου, λόγω του ότι ακολουθείται το ιουλιανό ημερολόγιο (το Παλαιό Ημερολόγιο), η εορτή της Κοιμήσεως της Θεομήτορος εορτάζεται 13 ημέρες μετά, δηλαδή στις 28 Αυγούστου.
Οι αγιορείτες μοναχοί τρέφουν μεγάλη αγάπη για τη μητέρα του Θεού, τη «Χώρα του Αχώρητου», εκείνην που με έναν της λόγο, «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου», δέχτηκε και κυοφόρησε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, τον Υιό και Λόγο του Θεού, Αυτόν που ενανθρωπίστηκε για να ανοίξει το Κεφάλαιο της Σωτηρίας μας.
Την παραμονή της εορτής Της, στις 27 Αυγούστου, το Άγιον Όρος φωτίζεται ακόμα περισσότερο από τη Θεία Χάρη αλλά και από τα αναμμένα καντήλια στους ναούς, στις μονές, στις σκήτες, στα κελιά και στις καλύβες.
Το Πρωτάτο,1 ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός που υπάρχει στο Άγιον Όρος, ο οποίος είναι αριστοτεχνικά εικονογραφημένος από το χέρι του Μανουήλ Πανσέληνου, του σπουδαιότερου ζωγράφου της μακεδονικής σχολής και κατά πολλούς καλύτερου εκπροσώπου της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, πανηγυρίζει. Πανηγυρίζει επίσης και η Μονή Ιβήρων όπως και πολλές σκήτες.
Λιτανεία της εικόνας του Άξιον Εστί το 1913 φωτ.: Ιβάν Γιάνοφσκι· πηγή: Αγιορειτική φωτοθήκη)
Το βράδυ της παραμονής, στην αγρυπνία, δύο αγιορείτες μοναχοί που τους δόθηκε το διακόνημα της φροντίδας του ναού, οι λεγόμενοι εκκλησιαστικοί, αφού προηγουμένως ανάψουν όλα τα κεριά των πολυελαίων, με δύο ειδικά κοντάρια θέτουν σε περιστροφική κίνηση με αντίστροφη τροχιά τους δύο κύκλους του κεντρικού πολυελαίου που βρίσκεται κάτω από την απεικόνιση του Παντοκράτορα.
Το θέαμα και η ατμόσφαιρα που δημιουργείται με αυτήν την αίσθηση του κινούμενου και εναλλασσόμενου φωτισμού είναι υποβλητικό.
Δίνεται η εντύπωση πως οι απεικονίσεις των αγίων στους τοίχους «ζωντανεύουν», και οι δύο Εκκλησίες, η Θριαμβεύουσα (η ουράνια βασιλεία) και η Στρατευομένη (το πλήρωμα της επίγειας εκκλησίας, δηλαδή όλοι οι βαπτισμένοι χριστιανοί) συναντιούνται σε έναν κοσμικό χρόνο.2
Δύο αριστουργηματικά έργα μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων που χρονολογούνται την ίδια εποχή, το β’ μισό του 16ου αι. Από αριστερά η Κοίμηση της Θεοτόκου του Γεωργίου Κλώντζα. Ο Κλώντζας ζωγραφίζει τις μορφές συνωστισμένες στο πρώτο επίπεδο και διασπά την παράσταση σε διακριτούς ασύνδετους μεταξύ τους χώρους (επίπεδο της δράσης, δόξα γύρω από τον Χριστό, αρχιτεκτονικά στοιχεία, ουρανός). Δεξιά η αριστοτεχνικά δοσμένη Κοίμηση της Θεοτόκου του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (φωτ.: Αλεξία Ιωαννίδου, από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη)
Ο κανονάρχης, ο μοναχός που αναλαμβάνει την εμμελή ανάγνωση των ψαλλόμενων ύμνων (κανοναρχεί), ακριβώς πριν αυτοί ψαλλούν από τους ψάλτες, ιστάμενος πότε μπροστά από τον αριστερό χορό πότε μπροστά από τον δεξιό, ανάλογα σε ποιον απευθύνεται, μας μεταφέρει νοητά στη μεγαλοπρέπεια των ακολουθιών των βυζαντινών χρόνων.
Η αγρυπνία διακόπτεται τις πρώτες πρωινές ώρες μετά το πέρας του Όρθρου για να συνεχίσει με τη Θεία Λειτουργία νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει.
Η είσοδος του ηγουμένου ή του φιλοξενούμενου δεσπότη στο ναό για να αρχίσει η Θεία Λειτουργία γίνεται με κάθε «βυζαντινοπρέπεια», αφού ενδύεται τον πορφυρόχρωμο μανδύα –σύμβολο εξουσίας στο Βυζάντιο–, στο κέντρο επάνω στον ομφαλό του ναού, και έπειτα κατευθύνεται στον ηγουμενικό ή δεσποτικό θρόνο. Οι ψάλτες, φανερά κουρασμένοι από την ολονύχτια ακολουθία, αρχίζουν να ψάλλουν χαμηλόφωνα για να «ζεστάνουν» τη φωνή τους. Στο σημείο όπου ψάλλεται το «Άξιον Εστί», ο αγαπημένος ύμνος αυτών που τιμούν και ευλαβούνται τη Θεοτόκο, οι ψάλτες-μοναχοί δίνουν όλη τους την ικμάδα ώστε να ευαρεστήσουν την Παναγία και να γευθούν το «γλυκασμό των αγγέλων».
Τοιχογραφία στο Πρωτάτο που απεικονίζει τα Εισόδια της Θεοτόκου. 13ος αι., Μανουήλ Πανσέληνος (πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού)
Η Θεία Λειτουργία τελειώνει νωρίς το πρωί, συνήθως κατά τις 08:00, τη 12η βυζαντινή3 δηλαδή. Τα κόλλυβα μοιράζονται στην τράπεζα όπου παρατίθεται γεύμα για τους μοναχούς και τους επισκέπτες. Όλη τη νύχτα καλλιτέχνες αγιογράφοι μοναχοί ζωγράφιζαν πάνω στο σινί με τα κόλλυβα με χρωματισμένη ζάχαρη τη μορφή της Θεοτόκου. Έτσι πεποικιλμένος ο δίσκος με τα κόλλυβα αποτελεί προϊόν εφήμερης τέχνης, καθώς μετά το πέρας του γεύματος ο προεστώς με μια κίνηση του κουταλιού χαλάει την αριστουργηματική ζωγραφική – επίτευγμα ολονύχτιου κόπου των μοναχών, για να μοιραστούν τα κόλλυβα στους συνδαιτυμόνες.
Η γιορτινή τράπεζα του Δεκαπενταύγουστου περιέχει οπωσδήποτε ψάρι. Συχνά είναι παλαμίδα στο φούρνο, είτε ροφός με άσπρη σάλτσα ή λαχανικά. «Το κεφάλι του ροφού εάν είν’ όντως νωπόν ευθύς κάμε το βραστό, καθ’ ό,τι αξιοθαύμαστον. Καθίστε φίλοι να το πλακώσωμεν» λέει ένα καλογηρικόν ασμάτιον όπως καταγράφει ο μακαριστός Επιφάνιος ο Μυλοποταμινός στο βιβλίο του Μαγειρική του Αγίου Όρους.
Η μοναστηριακή τράπεζα μετά τις αγρυπνίες έχει τη σημασία των τραπεζών αγάπης στα πρωτοχριστιανικά χρόνια.
«Η τράπεζα αυτή ου μόνον αισθητή αλλά και πνευματική. Μετά γαρ το όψον λέγεται ψαλμός και μετά το πόμα ύμνος», δηλαδή «αυτή η τράπεζα δεν εξυπηρετεί μόνο τις αισθήσεις αλλά είναι και πνευματική. Ενόσω τρώμε λέγονται ψαλμοί και ενόσω πίνουμε ύμνοι». Είναι κανόνας στα αγιορείτικα μοναστήρια και στα μετόχια τους την ώρα της τράπεζας να διαβάζονται από τον αναγνώστη ψυχωφελή αναγνώσματα. Αυτά είναι είτε το συναξάρι του αγίου της ημέρας είτε –εάν πρόκειται για μια μεγάλη εορτή όπως αυτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου– εγκώμια για την εορτή αυτήν από τους πατέρες της Εκκλησίας μας.
Η Σιμωνόπετρα και ο αρσανάς της (φωτ.: Αλεξία Ιωαννίδου)
Στο τέλος του γεύματος τελείται μέσα στην τράπεζα η ακολουθία της Υψώσεως της Παναγίας. Κατά τη διάρκειά της ένας μοναχός κρατώντας ένα τριγωνικό κομμάτι άρτου πλησιάζει τον ηγούμενο του μοναστηριού λέγοντας τρεις φορές: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος», και ένας άλλος απαντάει ισάριθμα «Υπεραγία Θεοτόκε σκέπε ημάς». Ο ηγούμενος κόβει με τις άκρες των δακτύλων του ένα μικρό κομμάτι από τον άρτο, και αφού σταυρώνει το υπόλοιπο, το καταναλώνει.
Στη συνέχεια ο αγιορείτης μοναχός περνά μπροστά από κάθε αδελφό του καλόγερο αλλά και λαϊκό επισκέπτη του μοναστηριού, μέχρι και τον τελευταίο, και του προσφέρει τον ίδιο άρτο.
Η ακολουθία της Υψώσεως της Παναγίας έχει ρίζες στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας, οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν για ένα αδελφικό γεύμα αμέσως μετά την κηδεία της Θεοτόκου, και στη θέση του Χριστού στο τραπέζι έβαλαν ένα κομμάτι άρτου σε σχήμα τριγώνου. Τη στιγμή που το ύψωσαν επικαλούμενοι το Όνομα του Χριστού, όπως συνήθιζαν, άκουσαν εξ ουρανού τη φωνή της Υπεραγίας Θεοτόκου να τους λέει «Να χαίρεστε, γιατί θα είμαι μαζί σας μέχρι τη συντέλεια των αιώνων».
Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (1906-1991). Οι αγιορείτες μοναχοί –όπως και όλοι οι μοναχοί άλλωστε– τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία (πηγή: Αγιορειτική φωτοθήκη)
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Κύριος θέλησε να παραλάβει τη Μητέρα του απέστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ (όπως και στον Ευαγγελισμό) τρεις μέρες πριν, για να της αναγγείλει την είδηση. Ο Γαβριήλ πλησιάζοντας τη Θεοτόκο της είπε: «Τάδε λέγει ο Υιός σου: “Καιρός είναι να παραλάβω τη Μητέρα μου κοντά μου”. Μην ταραχθείς λοιπόν, αλλά να δεχθείς το μήνυμα με χαρά, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον».
Τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα 11 χρόνια μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν η Μητέρα Του ήταν 59 ετών.
Η Παναγία έμπλεη χαράς μετέβη στο Όρος των Ελαιών4 για να προσευχηθεί. Τότε έγινε το παράδοξο αυτό γεγονός που περιγράφεται στην εικονογραφική μας παράδοση: Καθώς πλησίαζε η Παναγία στην κορυφή του λόφου, τα κυπαρίσσια έκλιναν τις κορυφές τους προς το μέρος Της αποδίδοντας σεβασμό και τιμή σε Αυτήν που γέννησε τον Ιησού Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου και ποιητή των πάντων!
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έγινε υποχρεωτική για όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582-602) και εξακολουθεί να γιορτάζεται με μεγάλη κατάνυξη και ευλάβεια από τον ορθόδοξο κόσμο. Γνώρισε μεγάλη διάδοση χάρις στα εγκώμια των αγίων Πατέρων όπως του Αγίου Ανδρέου Κρήτης, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, του Θεοδώρου του Στουδίτου, του Γρηγορίου Παλαμά κ.ά.
Χρόνια πολλά λοιπόν στους αγιορείτες πατέρες μας αλλά και στους ορθόδοξους αδελφούς που ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο. Η Παναγία βοηθός και συνοδοιπόρος μέχρι την συντέλεια των αιώνων, όπως υποσχέθηκε στους μαθητές του Υιού Της!