ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ : Καλά Χριστούγεννα! Το πνεύμα του εορτασμού των ημερών μας κατακλύζει αυτές τις ημέρες με έναν χείμαρο συναισθημάτων και εθίμων, των οποίων την προέλευση και σημασία ελάχιστα σήμερα αναγνωρίζουμε. Στη σύγχρονη εποχή, η επέλαση της τεχνολογίας και ο έξωθεν επιβεβλημένος προσανατολισμός μας σε πρότυπα περισσότερο οικουμενικά και καταναλωτικά έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα των εορτών και έχει οδηγήσει τα παλαιά έθιμα της χώρας μας στη λησμονιά.

Χριστούγεννα στην Ελλάδα-Άγιο Δωδεκαήμερο: Ο πλούτος της πατρίδας μας σε συνήθειες και δοξασίες παρήγαγε πάντοτε δρώμενα και ιστορίες προσαρμοσμένες απόλυτα στις ιδιαίτερες ανάγκες και τις βουλήσεις του λαού μας.

Ανάγκες που με το πέρασμα των αιώνων σφυρηλατούνταν σε έθη, τα οποία οι παλαιότεροι παρέδιδαν στα χέρια των νεωτέρων και αυτοί με τη σειρά του φυλούσαν σαν θησαυρούς της φυλής μας, της πατρίδας και του τόπου τους.

Ο ανήσυχος και ιδιαίτερος χαρακτήρας του Έλληνα, ο εσαεί αποζητών τη διάκριση και τη διαφοροποίησή του από τον άλλο, τον οδήγησε να συντάξει έθιμα, που διέφεραν συχνά από τόπο σε τόπο, χωριό με χωριό, ράχη με ράχη αλλά πάντα κατέτειναν στα ίδια αιτήματα: την καρποφορία της γης, την υγεία των συνανθρώπων του και την διηνεκή ελπίδα και προσμονή σε μια καλύτερη ζωή.

Το Δωδεκαήμερο

Στην Ελλάδα Δωδεκαήμερο ονομαζόταν ανέκαθεν η περίοδος που περιέκλειε τις τρείς μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, από την ημέρα των Χριστουγένων και της Πρωτοχρονιάς, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, μέχρι τον αγιασμό των υδάτων, εορτή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού (25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου).

Ποτέ άλλοτε στη διάρκεια του έτους δεν συμπίπτουν τόσες χαρμόσυνες χριστιανικές εορτές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και ποτέ άλλοτε η χριστιανική πίστη δεν συνδέθηκε άρρηκτα και ισχυρά με μια πλειάδα πανάρχαιων εθίμων και λαϊκών αντιλήψεων, σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα όρια του ενός από το άλλο.

Κι όμως, αυτό το πάντρεμα των λατρευτικών εθίμων και των τελετών αποτέλεσε μια διαδικασία που διήρκεσε αιώνες, μέχρι οι παγανιστικές αντιλήψεις των Ελλήνων να ενσωματωθούν στις λατρευτικές συνήθειες της νέας θρησκείας.

Αλλά και αντίστροφα, ο Χριστιανισμός πάλεψε προκειμένου να διεισδύσει στην καρδιά των ανθρώπων προτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν τα παλιά ήθη και να ενστερνιστούν μια νέα βιοθεωρία.

Κι άμα συχνά δεν το κατάφερνε, ο ίδιος ο λαός, οι απλοί άνθρωποι προσάρμοζαν το νέο στο παλιό σε ένα μοναδικό αμάλγαμα της ανθρωποκέντρου θρησκείας με τις παγανιστικές αντιλήψεις και ήθη του αρχαίου κόσμου.

Χριστούγεννα

Στα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης δεν γιόρταζαν τη γέννηση του Σωτήρα. Ήταν τα πρώτα χρόνια της νέας θρησκείας, όπου πάσχιζαν να δείξουν την διαφορά με τις μυριάδες παγανιστικές θρησκείες και έθιμα που τότε λατρεύονταν στο μωσαϊκό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η εορτή της γέννησης ήταν έθιμο ελληνικό αλλά όχι εβραϊκό και οι πρώτες κοινότητες των Χριστιανών το απέρριπταν. Ο ίδιος ο Ιησούς άλλωστε είπε στους μαθητές του να τον θυμούνται στην επέτειο του θυσιαστηρίου θανάτου του (Λουκά 22:19,20). Αντίθετα, οι Πρώτοι Χριστιανοί γιόρταζαν με λαμπότητα τη βάπτιση.

Ακόμα και σήμερα η μονοφυσιτική κοινότητα των Αρμενίων δεν γιορτάζει την ημέρα των Χριστουγέννων αλλά συνεορτάζει την αποκάλυψη του Χριστού με την ημέρα των Φώτων.

Πρώτος ο Μέγας Βασίλειος φαίνεται να μίλησε δημόσια για την ημέρα των Χριστουγέννων το 376 μ.Χ. Η ημέρα της γέννησης –όποτε «εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως» (Γρηγ. Ναζιανζηνός)- άρχισε να αποκτά οπαδούς μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, αρχικά στη Δύση και κατόπιν και στην Ανατολή.

Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων συνάντησε αντιρρήσεις και ως προς τον καθορισμό της ακριβούς ημερομηνίας της.

Ο Πάπας Ιούλιος ο Α΄ (337-352 μ.Χ.) καθιέρωσε επίσημα την εορτή της γέννησης του Θεανθρώπου Χριστού βάσει της φράσης του Ιωάννη του Προδρόμου περί Χριστού «Εκείνος δεί αυξάνειν, εμέ δε ελλατούσθαι» (Ιωάν. Γ΄30) στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου που η διάρκεια των ημερών αρχίζει να αυξάνει. Τόσο όμως η ημερομηνία όσο και το επιχείρημα κρίνονται μάλλον σαθρά.

Στα μεταγενέστερα χρόνια η Εκκλησία της Ρώμης παρουσίασε ένα έγγραφο του Ιωσήπου στο οποίο ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού την 9η του μηνός Σάπετ, που συμπίπτει με την 25η Δεκεμβρίου.

Το έγγραφο όμως αποδείχθηκε πλαστό. Άλλωστε, οι αναφορές των Γραφών ότι Άγγελοι Κυρίου αναγγέλλουν τη γέννηση του Χριστού στους βοσκούς προσθέτει μία σημαντική αντίρρηση στον γενικό προβληματισμό. Τον Δεκέμβριο το κρύο στις Μεσογειακές χώρες κάνει τους ποιμένες να μαζεύουν τα κοπάδια τους σε χειμαδιά και όχι στην ύπαιθρο.

Το 386 μ.Χ. ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προτρέπει τους Χριστιανούς να εορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25/12 έναντι της παγανιστικής γιορτής Natalis Invicti (γέννηση Ακατανίκητου (Ηλίου)).

Η λατρεία του Ηλίου, εξαιρετικά διαδεδομένη τόσο στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο όσο και στην Ανατολή αλλά και στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, κατείχε ισχυρές ρίζες στην αντίληψη των απλών ανθρώπων. Ο Ήλιος (Sol για τους Λατίνους ή Μίθρα στην Ανατολή ή Ρα στην Αίγυπτο) ήταν ο «ζωογόνος», ο «πυρφόρος», ο παντεπόπτης επουράνιος Θεός που ζέστανε τους ανθρώπους και έκανε την πλάση να βλασταίνει και να καρποφορεί.

Η ανατολή του σήμαινε την έναρξη της ημέρας και η δύση το τέλος της, με την αβέβαιη περίοδο της νύχτας και του σκοταδιού, που περιόριζε την όραση και κάθε δρατηριότητα μέχρι την επόμενη αυγή. Συμβολικά οι άνθρωποι παρομοίαζαν με τον Ήλιο τη ζωή και τον θάνατο, την αλήθεια και το ψέμα, την ελπίδα και την απόγνωση. Ο θεός Ήλιος δύσκολα θα μπορούσε να εκτοπιστεί από τον χριστιανικό Θεό στην ψυχή των ανθρώπων. Ίσως η πρόταση του εορτασμού των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου δεν είναι άσχετη με την αδυναμία των πρώτων αιώνων για επικράτηση επί των ειδωλολατρικών θρησκειών.

Τα Χριστούγεννα φαίνεται να καθιερώνονται επίσημα το 357 μ.Χ. με ημερομηνία την 25η Δεκεμβρίου, εορτή γέννησης του Θεού Μίθρα-Ηλίου. Ο Χριστός καθιερώνεται έτσι ως ο νέος ήλιος, ο ζωοδότης, ο ήλιος της Δικαιοσύνης και της Αλήθειας που φωτίζει το σκοτάδι της αμάθειας («Εγώ ειμί το φως του κόσμου, ο ακολουθών Εμοί ου περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής»).

Στην καθιέρωση της γιορτής συνέβαλε καταλυτικά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας, που ενθάρρυνε τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις και την λατρεία της κυρίαρχης νέας θρησκείας του κράτους. Ο ίδιος, με την ιδιότητα του Pontifex maximus (Μέγας Γεφυροποιός-Ανώτατος κοσμικός και θρησκευτικός Άρχων), φαίνεται να ήταν και μεγάλος ηλιολάτρης.

Στις μέρες του οι αντιρρήσεις για την ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου αίρονται ενώ το 529 μ.Χ. ο Ιουστινιανός ανακηρύσει την ημέρα επίσημη δημόσια αργία.

Αν όμως ο Χριστός εξοβέλισε τις παγανιστικές θεότητες, δεν έγινε το ίδιο και με τα παρεπόμενα έθιμα. Στην αρχαία Ελλάδα γιόρταζαν τα Κρόνια και Λήναια, γιορτές που υμνούσαν τη δύναμη της δημιουργίας και της ανθοφορίας της φύσης. Οι άνθρωποι μασκαρεύονταν σε ζωόμορφους ακολούθους του Διονύσου και περιδιάβαιναν στις γειτονιές πειράζοντας τους περαστικούς, κερνώντας κρασί και σταφύλια και διασκεδάζοντας με ύμνους και τραγούδια περιπαικτικά.

Ήταν μέρες ξενοιασιάς, που και οι δούλοι ακόμα εξομοιώνονταν με τους αφέντες τους και ξέδιναν παίζοντας τυχερά παιχνίδια, χορεύοντας και μεθώντας. Η γιορτές πέρασαν έτσι και στους ρωμαϊκούς χρόνους (Σατουρνάλια –Saturnus Κρόνος, σε ανάμνηση της κρόνειας βασιλείας- και Μπρουμάλια –γιορτή του ηλιοστασίου προς τιμήν του θεού Βάκχου) και από εκεί και στους βυζαντινούς που τα συντήρησαν με ελάχιστες αλλαγές.

Παρά τις εκπεφρασμένες αντιρρήσεις των εκκλησιαστικών Πατέρων, ο απλός κόσμος αρνήθηκε να αποχωριστεί τις πατροπαράδοτες συνήθειες και γιορτές. Η ελληνική ύπαιθρος βρίθει εθίμων και τοπικών αντιλήψεων, τα οποία όμως κινούνται στο ίδιο μοτίβο.

Οι εορτές του Δωδεκαημέρου τηρούνται με ευλάβεια σε όλο τον ελληνικό χώρο. Μετά από νηστεία σαράντα ημερών ο κόσμος αδημονούσε για το εορταστικό της τέλος με τα συμπαρομαρτούντα γλέντια και την κατανάλωση άφθονου κρέατος, κρασιού και γλυκισμάτων. Τις λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα παρατηρείται οργασμός προετοιμασιών με συλλογή ξύλων και ζύμωμα γλυκού ψωμιού (άρτου ή κουλούρας). Όσο οι μεγάλοι ετοίμαζαν τα σφάγια, οι μικροί ετοίμαζαν τα σύνεργα των καλάντων.

Τα κάλαντα, που η λαϊκή γλωσσολογία θέλει να προέρχονται από την ελληνική ετυμολογία «καλώς άδω» ή την σλαβική «κολ-(ι)ντα» που σημαίνει «σφαγή» (σε ανάμνηση της σφαγής των νηπίων από τον Ηρώδη), προέρχονταν στην πραγματικότητα από την ρωμαϊκή γιορτή των καλενδών (kalendae), γιορτή προς τιμήν του θεού Ιανού στις αρχές του μηνός Ιανουαρίου, οπόταν ομάδες πολιτών και δούλων έβγαιναν στους δρόμους σε ένα μοναδικό ξεφάντωμα με τραγούδια και φωνές.

Το έθιμο επιβίωσε και στα βυζαντινά χρόνια, όταν ομάδες μεθυσμένων νεαρών έβγαιναν στον δρόμο αργά το βράδυ και όποιον περαστικό συναντούσαν τον κρεμούσαν από καρφιά στους τοίχους των σπιτιών.

Η συνήθεια των πρώιμων χούλιγκανς στηλιτευόταν από τον κλήρο και την κοινωνία, ενώ γέννησε τη φράση «τον κόλλησα/κάρφωσα στον τοίχο», που επιζεί ως τις μέρες μας.

Άλλοι, θέλουν τις ρίζες του εθίμου στην αρχαιότερη ελληνική γιορτή της Ειρεσιώνης, μια πομπή-παράκληση των προγόνων μας για την προστασία των καλλιεργιών και την καρποφορία της γης, που συνοδευόταν από οινοποσία και ευχές στους ανθρώπους από σπίτι σε σπίτι. Τότε ομάδες παιδιών περιδιάβαιναν τις πόρτες κρατώντας ένα κλαδί δάφνης ή ελιάς, φυτά με συμβολική και ιεροτελεστήρια σημασία, πάνω στο οποίο είχαν κρεμάσει ξερά σύκα, ψωμί και φρούτα, ενώ είχαν προσδέσει κόκκινες και άσπρες λωρίδες υφάσματος, σύμβολα υγείας και ομορφιάς.

Τα υπόλοιπα παιδιά, κρατώντας δοχεία με μέλι, κρασί και λάδι, μοίραζαν ευχές για υγεία και καλή τύχη, ενώ οι νοικοκυρές δέχονταν την ευχή και κερνούσαν φιλοδωρήματα. Στο τέλος της πομπής, η «Ειρεσιώνη» έμενε έξω από τον ναό μέχρι να μαραθεί.

Στα χριστιανικά χρόνια τα κάλαντα έλαβαν τον χαρακτήρα χαιρετισμού και αναγγελίας του εορταστικού γεγονότος, προέτρεπαν σε ανάταση αγαθών και διανοίας και κόλαφο των σκοτεινών δυνάμεων προσφέροντας απλόχερα ευχές που μιλούσαν στην κάθε καρδιά:

– Ο οίκος να μην ραγίσει

– Οι ανύπαντρες να παντρευτούν

– Οι παντρεμένες να γεννήσουν

– Τα ζώα να αυγατίσουν

– Η περιουσία να αυξηθεί

– Οι ξενιτεμένοι να επιστρέψουν

Τέλος, η απαραίτητη πρόσκληση για φιλοδώρημα!

Οι ομάδες των παιδιών ήταν σαφώς ιεραρχημένες και καθένας είχε την ειδικότητά του. Κάθε ομάδα είχε έναν αρχηγό και οργανοπαίκτες με ταμπούρλα, τσαμπούνες, λύρες, λαούτα ανάλογα με τα έθιμα της κάθε περιοχής. Ένας στην ομάδα κρατούσε ένα καραβάκι, φτιαγμένο από τσίγκο ή ξύλο και στολισμένο με χρώματα ζωντανά και χαρούμενα.

Τα πλοία είχαν ανέκαθεν συμβολικό χαρακτήρα για τα νησιά και παραθαλάσσια μέρη της Ελλάδας. Σύμβολο της Εκκλησίας στην μακρά πορεία της γεμάτη δυσκολίες και διωγμούς αλλά και της ίδιας της οικογένειας. Στα ορεινά, αντί για καραβάκι τα παιδιά έφτιαχναν μια εκκλησία την οποία φώτιζαν με ένα κερί στο εσωτερικό της.

Ο αρχηγός της ομάδας κρατούσε ένα ραβδί, τη «ματσούκα» φτιαγμένο από κληματόβεργες ή παλιούργια, που συμβόλιζε τις μαγκούρες των βοσκών της φάτνης.

Με αυτό χτυπούσε την πόρτα κάθε σπιτιού, μόλις δε του άνοιγαν προχωρούσε στην εστία που ήταν μισόσβηστη από το προηγούμενο βράδυ και ανασκάλευε λίγο τη στάχτη ξεσηκώνοντας καπνό και σπίθες «για να φύγουν τα τελώνια» που τρύπωναν από την καμινάδα και ευχόταν υγεία για τους ζωντανούς και αύξηση για τα σφάγια.

Τα φιλέματα της νοικοκυράς ήταν καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, μέλι, γλυκίσματα, κουλούρες και φυσικά χρήματα (με σταθερή προτίμηση στα τελευταία).

Όταν το πέρασμα από όλα τα σπίτια είχε ολοκληρωθεί, οι ομάδες των παιδιών συγκεντρώνονταν στην εκκλησία όπου αφού πετούσαν μια κουλούρα στα κεραμμύδια «για τα πρώτα χελιδόνια της άνοιξης», ανανέωναν τη σύναξή τους για την επόμενη φορά.

Το χριστουγενιάτικο τραπέζι ήταν το πιο πλούσιο και γιορτινό. Οι άνδρες από βραδύς έσφαζαν το σιτευτό γουρούνι που ετοίμαζαν μήνες για αυτόν τον σκοπό και το μοίραζαν.

Το καλύτερο κομμάτι θα ψηνόταν για το τραπέζι της γιορτής, ενώ το υπόλοιπο τεμαχιζόταν και παστωνόταν για το χειμώνα. Τα εντόσθια και τα έντερα θα γίνονταν λουκάνικα και δέρμα του «γουρουνοτσάρουχα». Το πιο πολύτιμο μέρος όμως ήταν το λίπος. Ένα «τροφαντό», «σιτευτό» γουρούνι μπορούσε να βγάλει έως και έξι τενεκέδες «λίγδα» εξασφαλίζοντας το λίπος της χρονιάς για μια οικογένεια.

Οι νοικοκυρές εκτός από άλλα «καλούδια» ζύμωναν από νωρίς το «χριστόψωμο», ένα καρβέλι περίτεχνα διακοσμημένο με έναν ανάγλυφο σταυρό και παραστάσεις από τη ζωή στο σπίτι, τους αγρούς, τα ζώα, που η οικογένεια επιθυμούσε την εύνοια και προστασία του θεού.

Συχνά το χριστόψωμο περιείχε σταφίδες, καρύδια ή ακόμα και ρεβύθια, οτιδήποτε η περιοχή έβγαζε σε αφθονία. Ιδιαίτερα διαδεδομένο ήταν και το έθιμο των φωτιών που άναβαν το βράδυ της γιορτής.

Το έθιμο, εξίσου κοινό και στις βόρειες και σκανδιναβικές χώρες, αποτελεί κατάλοιπο της λατρείας του Ηλίου, που με τη φωτιά συμβολίζεται η ζωογόνος και γονιμοποιός του φλόγα.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σουΣχόλια (-6)

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.