«Τό χαιρόμουν τόσα χρόνια, πού ἔψαλα “Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου”. Συνεχῶς μαθήτευα κοντά Σας στό ἦθος τῆς ψαλτικῆς, ὄχι γιά νά ἀκούγομαι, ἀλλά γιά νά ὑπηρετῶ τήν κοινή θεία λατρεία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν. Καί τώρα τό νιώθω πώς ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ ζύμωνε μέ τούς ἀνθρώπους Του γιά κάτι ἱερότερο καί σπουδαιότερο. Καί ἡ χαρούμενη κατάφαση τῆς συζύγου μου καί ἡ χαρά τῆς εὐρύτερης οἰκογένειάς μου εἶναι γιά μένα πολύ μεγάλη πνευματική ὑποστήριξη γιά τήν ἀπόφαση πού ἔλαβα» (ἀπό τήν δημόσια ἐξομολόγηση ἑνός νέου Διακόνου).

Κάθε χειροτονία ἐν τοῖς πράγμασι προϋποθέτει τήν ἐκκλησιαστική συγκατάθεση, ἐκεῖνο τό μυριόστομο “Ἄξιος!” πού ἔχει ἀκουστεῖ τόσες φορές σέ ὅλη τήν κλίμακα τῶν χειροτονιῶν εἴτε καί τῶν χειροθεσιῶν. Κατά κανόνα σήμερα συνιστᾶ μιά συλλογική εὐχετική ἐπικουρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στίς καίρια ὑπεύθυνες ἐπιλογές τοῦ χειροτονοῦντος καί πρωτευθύνου Ἐπισκόπου, μέ τήν ὡσαύτως κρίσιμη ἐπιμαρτυρία τοῦ πνευματικοῦ-ἐξομολόγου.

Σέ βάθος χρόνου, ἀποτελεῖ μιά διαρκή συνάθληση τοῦ χειροτονηθέντος καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, στή διακονία βεβαίωσης ἀφενός καί τήν συνομολόγηση ἐπιβεβαίωσης ἀφετέρου τῆς “ἀξιοπιστίας” τοῦ χειροτονηθέντος: ὡς πρός τόν συγκεκριμένο ἐκκλησιαστικό του ρόλο πού τοῦ ἀνατίθεται, πού ἀναλαμβάνει, πού διαχειρίζεται ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί γιά τόν ὁποῖο “λογοδοτεῖ” συνεχῶς κατενώπιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, πού εἶναι ὁ Κύριός μας.

Μέ αὐτήν τήν μακρά προσεκτική προετοιμασία, σέ ἄλλους “προοιμιακούς” ρόλους ἐνεργοῦ ἐκκλησιαστικῆς συνεισφορᾶς, διαπιστώσαμε καί ἐμεῖς κυρίως καί οἱ συνεργάτες μας πώς γινόταν ὁλοένα καί “ἑτοιμότερος” ὁ ἄρτι χειροτονηθείς παρ᾽ ἡμῶν εἰς Διάκονον Ἀνδρέας Τσιοῦγκος, ἔγγαμος μέ τήν ἰατρό Νίκη Σαριανίδου, εἰδικευόμενη ρευματολογίας, γιός πολυτέκνων, τοῦ θεολόγου καθηγητῆ ΜΕ Παναγιώτη Τσιούγκου καί τῆς Πετρούλας, συνταξιούχος νοσηλεύτριας τοῦ 424 ΓΣΝΕ Θεσσαλονίκης.

Ἀριστοῦχος Διπλωματοῦχος Ἠλεκτρολόγος Μηχανικός καί Μηχανικός Ἠλεκτρονικῶν Ὑπολογιστῶν ἀπό τήν Πολυτεχνική Σχολή τοῦ ΑΠΘ. Ἐργάζεται ὡς σχεδιαστής ἀναλογικῶν κυκλωμάτων σέ διεθνῆ ἑταιρεία. Εἶναι ἐπίσης κάτοχος πτυχίου καί διπλώματος τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς μέ βαθμό “Ἄριστα” ἀπό τό Ὠδειο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας.

Μετά ἀπό μακρά καί πολυετή ἄμεση δοκιμασία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, τῆς πίστεως, τῆς προσήνειας καί τῆς ἐνεργοῦ ἐθελοπροσφορᾶς ὅλης τῆς οἰκογένειας καί εἰδικά τοῦ νέου Διακόνου ὡς ἱεροψάλτου, θέσαμε στόν ἴδιο καί τήν σύζυγό του πρό τοῦ ἐνδεχομένου τῆς χειροτονίας καί τῆς ἐναργέστερης προσφορᾶς στήν ἐκκλησιαστική μαρτυρία. Ἀφήσαμε νά ὡριμάσει ἡ πρόσκληση, νά γίνει ἀποδοχή τῆς κλήσης καί σύν Θεῷ νά ἀναδυθεῖ ὥριμα καί συνευπεύθυνα ὡς ὑπακοή στό θεῖο θέλημα.

Ἡ χειροτονία πραγματοποιήθηκε τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Τριάδος Πολυκάστρου. Συλλειτουργοί μας ὁ πνευματικός τοῦ χειροτονουμένου καί τῆς γονεϊκῆς του οἰκογένειας ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελος Σφονδυλιᾶς, Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεώς μας, ὁ ἐφημ. ἱεροκήρυκας ἀρχιμ. Θεόκλητος, οἱ ἐφημέριοι πρωτ. Ἐμμανουήλ καί ἱερομόν. Ραφαήλ, οἱ διάκονοι Μιχαήλ καί Σεραφείμ.

Στήν προχειροτονητήρια ὁμιλία του ὁ χειροθετηθείς ὑποδιάκονος Ἀνδρέας ἐξομολογήθηκε την προσέγγιση τοῦ μοναδικοῦ γι᾽ αὐτόν γεγονότος.

Εἰς ἐπήκοον καί πρός ἔμμεση διδαχή πάντων, ἀπευθυνόμενοι στόν προσαγόμενο ὑποδιάκονο Ἀνδρέα, – ἀφοῦ δι’ ὀλίγων ἀναφερθήκαμε στόν θεολογικότερο Ἀσκητή καί τόν ἀσκητικότερο Θεολόγο τοῦ 14ου αἰῶνα, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν θαυματουργό, πού ἔζησε τήν ἀσκητική πράξη καί γνώρισε ὅλη τήν θεουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιποθώντας τήν καθαρή προσευχητική ἕνωση μέ τόν Χριστό καί θεολογώντας γιά τήν ἀμέθεκτη ἄκτιστη οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού γίνεται μεθεκτή ἀπό τά κτίσματα (ἀγγέλους καί ἀνθρώπους) μέ τήν ἄκτιστη Χάρη/ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ –, τοῦ ὑποδείξαμε ποιμαντορικά τήν δεοντολογία ἀνταποκρίσεως στήν ἐκκλησιαστική αὐτή πρόσκλησή του ἀπό τόν Θεό:

«ΔΟΞΟΛΟΓΩ τήν περί ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους ἀπερινόητη «χρηστότητα καί φιλανθρωπίαν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλά κατά τόν αὐτοῦ ἔλεον σῴσαντα ἡμᾶς διά λουτροῦ παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου οὗ ἐξέχεεν ἐφ᾽ ἡμᾶς πλουσίως διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν, ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾽ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου» (πρβλ. Τίτ. 3:4-7).

Σωτήρας ὁ Θεός Πατήρ, σωτήρας μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, συνεργός αὐτῆς τῆς σωτηρίας τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἰδού τό μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς συμμετοχῆς. Μέσα ἀπό τήν ὁδό τοῦ Θεανθρώπου. Εἶναι ἡ ἐλπιζόμενη καί ἐπιποθούμενη, πιστευόμενη καί κατεργαζόμενη, προσδοκώμενη καί διαρκῶς βιούμενη ἀληθής κοινωνία τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

“Ὄχι, γιατί τό ἄξιζαν τά ἔργα μας”. Ἀλλά γιατί προαιώνια ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, μᾶς ἤθελε κοινωνούς τῆς δικῆς Του χρηστότητος καί φιλανθρωπίας. Ἀπό φιλανθρωπία ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ξαναέβαλε στήν στράτα τῆς σωτηρίας. Μᾶς “συνεκκλησίασε” πρός τήν θεία Του χάρη καί τήν σωτηρία.

Θά ἀποδεχθοῦμε αὐτό τό δῶρο; Αὐτό τό μυστήριο; Αὐτόν τόν “ἐκκλησιασμό”; Ὄχι μέ μιά πίστη προτεσταντική (προορισμένη), ἀλλά μέ μιά ὀρθόδοξη ἐθελούσια ἐκκλησιασμένη ζωή λατρείας, μετάνοιας, ἕνωσης μέ τόν Σωτήρα Χριστό καί ἁγιασμοῦ.

Ὅλα ὅσα πράττουμε (πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση) εἶναι ἡ δική μας φιλότιμη συνεργασία στήν ἐθελούσια ἀποδοχή αὐτῆς τῆς θείας χρηστότητος καί φιλανθρωπίας.
ΑΝ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ στήν φαντασίωση τῆς δικαιωματικῆς ἀξίας μας, τότε ἀφήνουμε τόν Θεό καί βάζουμε μπροστά τόν εἰδωλικό μας κόσμο καί τόν εἰδωλικό ἑαυτό μας. Πολλές φορές, ἀκόμη καί ἡ ὁμολογία τῆς ἀδυναμίας καί ἀναξιότητός μας κρύβει μέσα της – φευγαλέα – μιά ἀντίστροφη αἴσθηση μεγαλείου ἤ μιά αἴσθηση ἐπιδιωκόμενου μεγαλείου “ἐξ ἔργων δικαιώσεως”.

Ἕνας σύγχρονος χαριτωμένος Ἅγιος, ἐμφορούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, μετά ἀπό μιά ὁλόκληρη ζωή καρτερικῆς ὑπομονῆς θλίψεων, διωγμῶν, πόνων, ὁμολογίας, ἀσκήσεως, λατρευτικῆς τελειώσεως, μεγάλης ἐλεημοσύνης καί ποιμαντικῆς, ὁ ὁμολογητής ὅσιος Γεώργιος ἐκ Δράμας, πρίν παραδώσει τήν ψυχή του, αὐτό μόνο τόλμησε νά εἰπεῖ: «Τῆς εὐσπλαγχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν Θεοτόκε Παρθένε»!

ΕΜΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ὁ Τριαδικός Θεός κατά τό ἐθελούσιο τῆς προθέσεώς μας. Μᾶς γνωρίζει καί μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς καθαίρει καί μᾶς προσφέρεται ἐν Χάριτι (ἀφοῦ μᾶς ἔπλασε “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ”). Γι᾽ αὐτό καί μᾶς ἔστειλε “τόν ποιμένα τῶν προβάτων τόν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν” (Ἑβρ. 13:20).

Δέν ζητᾶ τίς ἀξιομισθίες μας, δέν ζητᾶ τίς ἀξιοσύνες μας, δέν ζητᾶ τίς αὐταρέσκειές μας, δέν ζητᾶ τίς ἰδιοκτησίες μας ἐπί τῶν ἀνθρωπίνων συνειδήσεων. Ζητᾶ, ἄν Τοῦ μοιάζουμε στήν χρηστότητα καί στήν φιλανθρωπία! Ἡ χριστοποιημένη χρηστότητα καί φιλανθρωπία εἶναι “τό κλειδί τοῦ Παραδείσου” (ὅπως θά τό ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος).

Ὅλη ἡ ζωή μας ἡ ἐκκλησιαστική εἶναι μιά ἄσκηση νά ὁμοιάσουμε ὄχι στόν ἐαυτό μας, ὄχι στά ἐγκόσμια ἰνδάλματά μας, ὄχι στά κοσμικά πολιτισμικά μας πρότυπα. Ἀλλά ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι μιά ἄσκηση διαρκής νά ἀποδεχθοῦμε τήν χρηστότητα καί φιλανθρωπία τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Τριαδικοῦ Θεοῦ, καθαιρόμενοι, γιά νά λάμπει ἐν ἡμῖν τό “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ”.

Ζώντας μέσα στήν ἐπικαιρότητα τοῦ δικοῦ μας παρόντος, ζώντας τίς ἐπικαιρότητες τοῦ πολιτισμοῦ, νά μήν ἐγκλωβιζόμαστε σέ μιάν κοσμική ἀπολυτότητα. Ἀλλά νά ἐπικαιροποιοῦμε πρός τόν ἀπεγνωκότα κόσμο (καί γιά τόν ἀπεγνωσμένο κόσμο) ὅτι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι διαρκῶς ἀνοιχτή, διαρκῶς ἐπίκαιρη· κι αὐτή ἡ φιλανθρωπία εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός “χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Ἑβρ. 13:8).

Ἄσκησή μας διαρκής, νά ξεφεύγουμε ἀπό τήν ἰδιογνωμοσύνη, τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἰδιολατρεία, τήν ἰδιοδοξία. Καί νά φανερώνουμε τήν χρηστότητα καί φιλανθρωπία τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, πού μόνον αὐτή μπορεῖ νά συγκλονίσει τόν παντοειδῶς ἀσωτεύοντα κόσμο μας.

Μήπως αὐτή δέν εἶναι ἡ συμπερίληψη τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων καί τῶν Δικαίων; Ἀκόμη καί μέ τήν ὁμολογιακή τους αὐστηρότητα, γύρευαν νά διασώσουν καί νά παρουσιάσουν ἀκέραια τά δεδομένα τῆς χρηστότητος καί φιλανθρωπίας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ “ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ”.

ΧΕΙΡΟΤΟΝΕΙΣΑΙ σήμερα, ἀγαπητέ μου ὑποδιάκονε Ἀνδρέα, γιά νά γίνεις ὑπηρέτης τῆς ἄφθαρτης δικαιώσεως πού προσφέρει ἡ θεία Χάρη καί νά τό φανερώνεις αὐτό προφητικά (κριτικά καί διακριτικά) σέ ἕναν κόσμο πού μαθαίνει σήμερα μόνο τό πῶς νά αὐτοθεώνεται (ὅσοι τό σχεδιάζουν καί τό προλαβαίνουν, σέ βάρος ὅλων τῶν ἄλλων)…
σέ ἕναν κόσμο πού ἀλαζονεύεται πώς ἡ τεχνητο-σοφία καί ἡ τεχνητο-νοημοσύνη μπορεῖ νά παράξει (ὄχι μόνο τεχνητο-νοήμονα μέσα ἤ τεχνητο-νοητικές προόδους, ἀλλά ἀκόμη καί) τεχνητο-παραδείσους καί τεχνητο-ανθρώπους… σέ ἕναν κόσμο πού φαντασιώνεται νά ξαναφτιάξει τόν αὐτο-κόσμο του τελειότερο ἀπό ὅ,τι μᾶς τόν ἔφτιαξε καί μᾶς τόν ἀνέσωσε ἡ φιλανθρωπία τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ.

Γιά ἕναν “προφητικό” ρόλο (κριτικῆς ἀπόκρισης, κριτικῆς παραδοχῆς καί κριτικῆς ἀφύπνισης) σέ προετοίμαζε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὐποδιάκονε Ἀνδρέα.

Γι᾽ αὐτό καί σέ συγχαίρω παιδί μου γιά τόν πνευματικό σου ἀγῶνα καί τήν πνευματική σου κατάρτιση μέ τήν ὁποία ὁπλίσθηκες. Γι᾽ αὐτήν τήν ὑπήκοο ἀνταπόκριση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού σήμερα βλέπουμε καθαρότερα τί ἤθελε γιά σένα.

Δέν σέ συγχαίρω γιά τίς τόσες θυσίες πού ὑποβλήθηκες, ἐρχόμενος τόσες καί τόσες φορές ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, γιά νά ψάλεις στίς συνεχεῖς νυκτερινές ἱερουργίες πού τελοῦμε στά Ἐπισκοπικά παρεκκλήσια τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου καί τῆς Ἁγίας Ἄννης.

Σ᾽ αὐτό τό μυστήριο τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς (ὅπου περιχωρεῖται ἡ Ἐκκλησία ὅλη καί ὁ κόσμος ἐν Χριστῷ)… σ᾽ αὐτό τό μυστήριο τό ἐγκόσμιο (τελεστικά) καί πανυπερκόσμιο (συντελεστικά)… εἰσέρχεσαι ὡς ὑποδιάκονος καί μετ᾽ ὀλίγον ὡς Διάκονος, ἀγαπητέ Ἀνδρέα.

Καί εἰσερχόμενος ὡς Διάκονος καί Κληρικός (ὡς κλῆρος καί γένος τοῦ Χριστοῦ), ἐλπίζω νά ἀξιώνεσαι νά ὡριμάζεις φιλόχριστα, νά προσλαμβάνεις διακονικά τήν πορεία τοῦ κοσμικοῦ μας περίγυρου, νά τοῦ ἐμπνέεις τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.

Ἐλπίζω νά ἐλεηθεῖς ὥστε νά πείθεις ὁλόγυρά σου τόν κόσμο τῆς ἀλλοτρίωσης νά “ἀλλοτριωθεῖ” ἐπιτέλους ἀπέναντι στίς τόσες ἀλλοτριώσεις του. Καί νά διαλέξει καί νά ἀξιώνεται τήν θεοβούλητη “καλήν ἀλλοίωση” τῆς κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ.

ΕΛΠΙΖΩ νά προχωρεῖς μέ σοβαρότητα, σεμνότητα καί δυνατή πίστη πιό πέρα. Πιό πέρα, ἀπό ὅσα ἀγωνίσθηκες νά βιώσεις εἴτε ἐλεήθηκες νά ζήσεις μέχρι τώρα.

Ὄχι ὅσον ἀφορᾶ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (διότι πιό πέρα ἀπό τή λειτουργία τῆς θείας εὐχαριστίας δέν γίνεται νά φθάσει κανείς). Ἀλλά νά φανερώνεις τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας ἀνά μέσον τῶν ἀνθρώπων πού διψοῦν καί πεινοῦν γιά τόν Χριστό, χωρίς νά τό καταλαβαίνουν. Ὡστόσο μένουν πεινῶντες καί διψῶντες, γιατί ἐμεῖς δέν τούς μεταδίδουμε τόν “συγκαταβάντα ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ”.

Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τό εὐαγγελίζεται, τό διακονεῖ καί τό ἐνεργεῖ ὁ Κύριος δι᾽ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Γι᾽ αὐτό ἐνανθρώπησε. Γι᾽ αὐτό ἔγινε “κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας” (βλ. Κολ. 1:18).

Σ᾽ αὐτήν τήν θεόκλητη καί θεοστήρικτη ἀποστολή καθίστασαι ἀπό σήμερα διάκονος. Διάκονος τῆς θεοσώστου θεοκτισίας μας. Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας. Διάκονος τοῦ κόσμου, γιά μιά φιλότιμη χειραγωγία τοῦ κόσμου στό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Διάκονος τῆς θείας φιλανθρωπίας. Διάκονος τῆς θείας συγκαταβάσεως.

ΔΙΑΚΟΝΟΣ μέ μιά οὐσιαστική προϋπόθεση: θεόκλητος, ὑπείκων, ὑπακούων.

Ἡ ὑπακοή τῆς Διακονίας, ὅπως καί ἡ ὑπακοή τῆς Ἱερατείας, ἡ ὑπακοή τῆς Ἀρχιερωσύνης ἀσκεῖται διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν Κύριο.

Ἔτσι κι ἐσύ προσέρχεσαι κελευόμενος, προσκαλούμενος, εὐλογούμενος. Ἐθελούσια προσερχόμενος, ἀλλά καί ἐθελούσια ὑποκλινόμενος καί ἀναγόμενος στόν Κύριο. Διά τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι μόνος σου. Ἀλλά διά τῆς Ἐκκλησίας.

Καί θά ἐνεργεῖς τήν κλήση σου, μέ τίς “ἐκφωνήσεις” τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονικῆς αὐτοσυνειδησίας, τῆς διακονικῆς λειτουργικῆς συμμετοχῆς καί τῆς ἁπλῆς καθημερινῆς παρουσίας. Διατηρώντας μέσα σου ζῶσα τήν φλόγα τοῦ μυστηρίου, τήν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ.

Αύτό σοῦ εὔχομαι ὁλόψυχα. Ὁ Κύριος εἴη μετά σοῦ πάντοτε».

***

Στήν ἐπακολουθήσασα δεξίωση στήν Ἐνοριακή Αἴθουσα, μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά συνομιλήσουμε μέ τόν χειροτονηθέντα διάκονο π. Ἀνδρέα καί τήν σύζυγό του Νίκη, μέ τούς λοιπούς οἰκογενεῖς καί φίλους, μέ ἄλλους κληρικούς μας πού προσῆλθαν μεταλειτουργικά γιά νά συνευχηθοῦν, μέ τούς συνελθόντες καί μετασχόντες τῆς χαρμόσυνης αὐτῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερουργίας καί μέ τά στελέχη τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς.

Ἦταν μιά εὐκαιρία περαιτέρω ποιμαντορικοῦ διαλόγου καί κατηχητικῆς μυήσεως στό ἀπερινόητο λειτουργικό μυστήριο, ὅπου ὁ “ἀοράτως ἡμῖν συνών” φιλανθρώπως μυσταγωγεῖ στό ἀνερμήνευτο καί ὅμως ἀληθινό γεγονός τῆς Ἁγιοπνευματικῆς συγκαταβάσεως, πού βιώνεται ἐκκλησιαστικά καί λειτουργικά, συλλογικά (συνοδικά) καί ἱεροτελεστικά. Τά παιδιά τῶν πολύτεκων ἱερατικῶν οἰκογενειῶν ἐπιδοτοῦσαν τήν εὔλογη χαρά ὅλων μας.

† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.