Γράφει, ο Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου Μελχισεδέκ Αμπελικάκης.
Κυριακή Γ΄ Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως)
Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως (που είναι η τρίτη Κυριακή των Νηστειών) η Εκκλησία μας υψώνει για μια ακόμη φορά ενώπιον των πιστών τον Τίμιο Σταυρό, πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Σωτήρας μας.
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πηγαίνουν στις Εκκλησίες, ασπάζονται τον Τίμιο Σταυρό, παίρνουν από το χέρι του ιερέως τα αγιασμένα άνθη, και ψάλλουν «τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Ο αληθινός Χριστιανός αισθάνεται κάτι ιερό, αισθάνεται το ρίγος του εσταυρωμένου Λυτρωτή.
Ο Χριστός απευθύνεται προς τους ανθρώπους όλων των αιώνων και ορίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί κανείς να γίνει Χριστιανός και να ενταχθεί στην στρατιά του. Η ένταξη αυτή δεν γίνεται αναγκαστικά, αλλά με τη θέληση του κάθε Χριστιανού.
Τον ακούμε να λέει «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Μρκ. 8:34). Όποιος θέλει. Δεν βιάζει κανένα.
Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και καλεί ελεύθερα να υποταχθούμε στο άγιο θέλημα Του.
Δύο είδη σταυρών προβάλλουν σήμερα ενώπιον μας. Ο ένας είναι ο Σταυρός που προσκυνούμε, ο Σταυρός που σήκωσε ο ίδιος ο Χριστός.
Ο άλλος είναι ο Σταυρός που πρέπει να σηκώσει ο καθένας από μας, αν θέλει να λέγεται παιδί του Εσταυρωμένου.
Ο σταυρός στην παλαιά εποχή, προ Χριστού, στους λαούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η πιο αυστηρή τιμωρία.
Ήταν το όργανο με το όποιο εκτελούνταν οι βαρυποινίτες, όσοι διέπρατταν μεγάλα εγκλήματα. Μετά Χριστόν τα πράγματα άλλαξαν.
Λίγα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, όσοι καταδικάζονταν σε θάνατο εκτελούνταν πλέον με άλλους τρόπους, άλλοι με αγχόνη, άλλοι με ξίφος, άλλοι με όπλο.
Ο σταυρός ήταν πολύ σκληρή ποινή. Αυτός που καρφωνόταν εκεί πονούσε πάρα πολύ.
Το αίμα έτρεχε σταλαγματιά-σταλαγματιά από τις πληγές των χεριών και των ποδιών.
Δίψα φοβερή βασάνιζε το σώμα, γι’ αυτό ακουγόταν το «διψῶ» (Ιωνα. 19:28). Έμεναν δε οι κατάδικοι στο σταυρό όχι λίγες ώρες, αλλά για πολλές ημέρες, μέχρι να πεθάνουν μέσα στους πόνους.
Σ’ αυτό τον ατιμωτικό θάνατο καταδικάστηκε ο Χριστός μας. Ευαίσθητη ύπαρξη, πονεμένος από τα φραγγελώματα, τα ραπίσματα και τις εξουθενώσεις, δεν άντεξε πολύ.
Λίγες ώρες έζησε στο Σταυρό και παρέδωσε το πνεύμα στον ουράνιο Πατέρα. Πέθανε με αυτό τον σκληρό τρόπο, παρόλο που ήταν άδολος και αθώος, όπως ένας άκακος αμνός.
Ο Χριστός σταυρώθηκε ως αντιπρόσωπος ολόκληρης της αμαρτωλής ανθρωπότητας. Η αγάπη του Θεού όρισε το Χριστό ως αντιπρόσωπο μας.
Εκείνο που έπρεπε να πάθουμε εμείς ως αμαρτωλοί, το έπαθε εκείνος. Αντί ημών και υπέρ ημών σταυρώθηκε και έχυσε το Τίμιό του Αίμα ο Χριστός.
Αυτή είναι η ουσία του Σταυρού, το μυστήριο των μυστηρίων. Χωρίς τη θυσία του Χριστού, δεν μπορούμε να ξοφλήσουμε ούτε μια αμαρτία.
Εάν ήταν σε θέση ο άνθρωπος να το επιτύχει αυτό μόνος του, δεν θα ερχόταν ο Χριστός να σταυρωθεί επί του ξύλου του Σταυρού.
Οι αμαρτίες συγχωρούνται «ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου» του «ἐσφαγμένου» (Αποκ. 7:14, 13:8).
Ιδού, λοιπόν, το μυστήριο του Σταυρού. Αυτό είναι η πιο μεγάλη απόδειξη ότι ο Θεός μας αγαπά. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιωαν. 3:16).
Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν είναι αποτυχία, που αποκαταστάθηκε κάπως μετά την Ανάσταση.
Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό είναι μια νίκη. Ο Σταυρός μας δείχνει μια αγάπη που είναι δυνατή σαν το θάνατο και περισσότερο από αυτόν, μια αγάπη ακόμα πιο δυνατή κι από τον Άδη.
Γιατί με τον σταυρικό του θάνατο ο Χριστός κατέστρεψε το θάνατο και την ισχύ του «θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Αλλά αυτός ο σταυρικός θάνατος είναι πράγματι, όπως τον περιγράφει η Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, ένας «ζωοποιός θάνατος».
Ο Χριστός πάσχει ως άνθρωπος, αλλά ανασταίνεται ως Θεός, εγείροντας μαζί και την «πεπτωκυῖα» ανθρώπινη φύση.
Έτσι, αφού ο Χριστός αναστήθηκε, ο άνθρωπος δε φοβάται πια καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στον κόσμο αυτό και μέσα στο σύμπαν.
Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην πασχαλινή Θεία Λειτουργία στο λόγο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου:
«Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙
ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος…
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.»
Η σημερινή εποχή διακρίνεται για το αντισταυρικό της πνεύμα. Επιδιώκει το καλό χωρίς καμιά, αν είναι δυνατό, θυσία.
Παρόλο που οι αρχαίοι μας πρόγονοι έλεγαν ότι «τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται», οι σημερινοί άνθρωποι επιδιώκουν το καλύτερο, χωρίς καμιά θυσία, χωρίς καμιά προσπάθεια.
Αυτό το αρχαιοελληνικό «κόποις» αντιστοιχεί προς το σταυρικό πνεύμα της άσκησης και της θυσίας. Διότι και οι αρχαίοι Έλληνες, με τη σοφία τους είχαν διακρίνει την αξία των κόπων και των θυσιών για να επέλθει η «κάθαρση».
Οι Χριστιανοί σήμερα ζουν αυτή την αντίθεση: της σταυρικής αγάπης και του αντισταυρικού εγωισμού. (Αρχιμ. Γεωργίου, Ο σταυρός του Χριστού στη ζωή μας).
Με την αγάπη, την άσκηση και τις δοκιμασίες συσταυρωνόμαστε με τον Χριστό, ενώ με τον εγωισμό σταυρώνουμε τον Χριστό, γινόμαστε εχθροί του Σταυρού του Χριστού.
Σήμερα οι κοσμικοί άνθρωποι θέλουν να φτιάξουν ένα επίγειο παράδεισο χωρίς σταυρό. Μας καλούν κι εμάς τους Χριστιανούς να εγκαταλείψουμε τον σταυρικό τρόπο ζωής.
Πώς μπορούμε όμως να βιώσουμε την αληθινή ανάσταση χωρίς τη σταύρωση των παθών μας, του προηγούμενου παλαιού εαυτού μας; Είναι γι’ αυτό που η Ορθόδοξη Εκκλησία ακόμα και κατά την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλει: «Προσκυνοῦμεν σου τά Πάθη, Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν».
Μέσα από τις κατανυκτικές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας οι Χριστιανοί βιώνουν ότι πρέπει να «συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν, δι’ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ».
Με τα Πάθη και τη Σταύρωση οι Χριστιανοί προσλαμβάνουν τη χαρά και το νόημα της Ανάστασης. Αυτή η σταυροαναστάσιμη χαρμολύπη πρέπει να βιώνεται από τον κάθε Χριστιανό όχι μόνο την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, αλλά όλες τις ημέρες της ζωής μας.