Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος Δικηγόρος- Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
Προσφάτως, δημοσίευσα ένα άρθρο μου υπό τον τίτλο: «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ή Αρχιεπισκοπή Σκοπίων», στο οποίο εξέθεσα τους λόγους, για τους οποίους θεωρούσα την επιλογή του τίτλου «Αρχιεπισκοπή Σκοπίων» αντί αυτού «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» ως τον καταλληλότερο για την επίμαχη εκκλησιαστική περιφέρεια.
Περαιτέρω, κρίνοντας στο ανωτέρω άρθρο μου από κανονικής απόψεως το περιεχόμενο του «Τόμου» περί αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας, τον οποίο εξέδωσε αντικανονικώς το Πατριαρχείο Σερβίας, επεσήμανα και τα σφάλματα, που αυτός ο «Τόμος» είχε επί της ουσίας.
Μεταξύ αυτών των σφαλμάτων, το οποίο εγείρει όχι μόνο κανονικά ζητήματα αλλά και ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, είναι το ζήτημα της ονομασίας της Εκκλησίας αυτής.
Κατά την διατύπωση του «Τόμου», το Πατριαρχείο Σερβίας: «…ευλογεί συνοδικώς, εγκρίνει, παραχωρεί και αναγνωρίζει το αυτοκέφαλο καθεστώς της Εκκλησίας του Θεού στη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, που σήμερα ονομάζεται Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι διάδοχος της αρχαίας και ένδοξης Αρχιεπισκοπής της Οχρίδος, και λόγω της οποίας ο τίτλος της περιλαμβάνει το τιμητικό όνομα αυτής».
Παρακάτω, δε, ο «Τόμος» έχει και την εξής διάταξη: «Ταυτοχρόνως, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία συνιστά θερμώς στον Μακαριώτατο προκαθήμενο και την Ιερά Σύνοδο της νέας αδελφής αυτοκέφαλης Εκκλησίας να επιλύσουν το ζήτημα της επίσημης ονομασίας της μέσω αδελφικού διαλόγου με την ελληνόφωνη και άλλες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες»).
Από τις ανωτέρω δύο διατάξεις του «Τόμου», προκύπτουν δύο σύνθετα και πολύ σοβαρά ζητήματα:
Πρώτον, αναγνωρίζεται σαφώς η Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας ως διάδοχος της αρχαίας και ένδοξης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και εξαιτίας αυτής της διαπιστώσεως ο τίτλος της συγκεκριμένης Εκκλησίας περιλαμβάνει το τιμητικό όνομα αυτής.
Η αναγνώριση αυτή βεβαίως δεν στέκει από πάσης πλευράς, διότι προκάτοχος της Αρχιεπισκοπής Αχριδών ήταν η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, που ίδρυσε με απόφαση του ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός.
Δεύτερον, συνιστά στην «νέα αυτοκέφαλη» Εκκλησία, να επιλύσει το θέμα της ονομασίας της μέσω διαλόγου με την Εκκλησία της Ελλάδος και «άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες».
Το δεύτερο αυτό ζήτημα είναι και το σοβαρότερο, διότι ξαφνικά η Σερβική Εκκλησία φαίνεται να εισάγει μία νέα, πρωτόγνωρη και μη προβλεπόμενη διαδικασία, η οποία συνίσταται στο καθορισμό του ονόματος μίας εκκλησιαστικής περιφέρειας μέσα από τον διάλογο με άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Και θα μου πείτε, τι δημοκρατικότερο από τον διάλογο;
Και θα σας απαντήσω:
Ο καθορισμός του ονόματος μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας είναι αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας, στην οποία ανήκει γεωγραφικώς η περιφέρεια αυτή.
Με άλλες λέξεις, η ονοματοδοσία π.χ. μίας Ι. Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ανήκει στην αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι της Ιεράς Συνόδου γειτονικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Ούτως, και ο καθορισμός του ονόματος της εκκλησιαστικής περιφέρειας της Βόρειας Μακεδονίας ανήκει στην αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Σερβίας.
Η δε παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς το όνομα της Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας συνιστά καταρχήν ηθική δέσμευση και όχι εισπήδηση στα εσωτερικά θέματα του Πατριαρχείου Σερβίας, αποτελεί δε και αναπόφευκτη συνέπεια της ορθής εφαρμογής της Συνθήκης των Πρεσπών.
Συνεπώς, από τη στιγμή που η επίμαχη Αρχιεπισκοπή ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας, μία τέτοια διαδικασία είναι αντικανονική.
Ταυτοχρόνως, όμως είναι και επικίνδυνη, διότι εγκαινιάζει μία διαδικασία, η οποία «κουρελιάζει» το περί κανονικής δικαιοδοσίας καθεστώς του Κανονικού Δικαίου, επιτρέποντας σε άλλες γειτονικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, να έχουν λόγο για τον καθορισμό του ονόματος μιας επαρχίας που δεν υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία τους. Δηλαδή, επισημοποιεί την εισπήδηση και συνεπώς την καταστρατήγηση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας.
Αυτό φοβούμαι, ότι συνιστά προάγγελο περαιτέρω μελλοντικών παρεμβάσεων των γειτονικών κρατών μέσω των Εκκλησιών τους, ως προς τους τίτλους και τα ονόματα των Ι. Μητροπόλεων των Νέων Χωρών και των Μητροπολιτών αυτών αντιστοίχως, μέσω της διατυπώσεως αιτημάτων για μεταβολή αυτών, τα οποία θα υποκρύπτουν αλυτρωτικές τάσεις τους κατά της Ελλάδος.
Οπότε, δεν θα έχουμε μόνο κανονικής φύσεως ζητήματα αλλά και εθνικής φύσεως.
Επιπροσθέτως, με την διάταξη αυτή η Σερβική Εκκλησία έθεσε εκ του πονηρού και ένα άλλο ζήτημα, αυτό της αμφισβητήσεως του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς, καθορίζοντας το ίδιο μεταξύ άλλων και το όνομα της εκάστοτε νέας Εκκλησίας. Και θα γίνω πιο σαφής:
Θεωρώντας η Σερβική Εκκλησία, ότι με τον σχολιαζόμενο «Τόμο», παραχωρεί ορθώς αυτοκέφαλο καθεστώς στην Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας, αναγνωρίζει με την συγκεκριμένη διάταξη το δικαίωμα στην «Αυτοκέφαλη» αυτή Εκκλησία, να συζητήσει το όνομά της με την Εκκλησία της Ελλάδος και άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, δηλαδή κυρίως την Βουλγαρική, η οποία διεκδικεί του κατοίκους της Βόρειας Μακεδονίας ως Βουλγάρους, αλλά πιθανόν και την Ρουμανική Εκκλησία.
Όμως, ο καθορισμός – αλλά και η πιθανή μεταβολή – του ονόματος μίας νέας αυτοκέφαλης Εκκλησίας συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και περιλαμβάνεται στον σχετικό Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκδίδει και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τροποποιεί ή καταργεί. Συνεπώς, το όνομα μίας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ως συστατικό στοιχείο ενός Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου δεν αποτελεί αντικείμενο διαλόγου ή διαπραγματεύσεων μεταξύ της νέας Εκκλησίας και των ομόρων αυτής Εκκλησιών.
Εν κατακλείδι, είτε η Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας θεωρηθεί – και ορθώς – επαρχία του Πατριαρχείου Σερβίας είτε θεωρηθεί – εσφαλμένως – αυτοκέφαλη Εκκλησία, δεν έχει δικαίωμα να συζητεί περί του ονόματός της με άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Μία τέτοια διαδικασία δεν είναι μόνο αντικανονική, είναι και επικίνδυνη, καθόσον θα αποτελέσει το υπόβαθρο εγέρσεως αλυτρωτικών τάσεων γειτονικών κρατών διά των Εκκλησιών αυτών κατά της Ελλάδος αλλά και δευτερευόντως (από τους Βουλγάρους) κατά της Βόρειας Μακεδονίας.
Δυστυχώς, όπως φαίνεται, οι εξελίξεις με δικαιώνουν.
Στις 21 Ιουνίου 2022 συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, η οποία μεταξύ άλλων συζήτησε και το θέμα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και αποφάσισε:
α) να καλωσορίσει την απόφαση για την άρση του σχίσματος
β) να επανέλθει σε κανονική και ευχαριστιακή κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας.
γ) ότι χρήζει εξετάσεως του ονόματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βόρεια Μακεδονία».
«Αρωγός» και σύμμαχος προσήλθε στο πεδίο της μάχης και το Πατριαρχείο Σερβίας, το οποίο διά του Επισκόπου Μπάτσκας Ειρηναίου, εξέφρασε μεταξύ άλλων την άποψη ότι: «Τὸ θέμα τοῦ ὀνόματος, ὑπὸ τὴν σερβικὴν ἐκκλησιαστικὴν ἔποψιν, ἐναπόκειται εἰς τὸν διάλογον καὶ τὴν συνεννόησιν μεταξὺ τῶν ἑλληνοφώνων Ἐκκλησιῶν, ἐν πρώτοις μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ τῆς „Ἐκκλησίας τῆς Ἀχρίδος”, δεδομένου ἐπὶ πλέον, ὅτι καὶ τὸ ὄνομα „Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος” ἀμφιλέγεται ἢ καὶ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ οὐκ ὀλίγων ἐκκλησιαστικῶν κύκλων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος. Ὡς Σερβικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύομεν, ὅτι ἡ ἐν προκειμένῳ τοποθέτησίς μας τυγχάνει ἔντιμος, φιλάδελφος καὶ συνεπής».
Στην πράξη, οι δύο κατά τον «Τόμο» «γειτονικές αυτοκέφαλες Εκκλησίες» αμφισβητούν ευθέως την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να καθορίζει – ή και να μεταβάλλει – το όνομα μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, θέτοντας το θέμα αυτό σε διάλογο μεταξύ των γειτονικών Εκκλησιών.
Και αν η Εκκλησία της Ελλάδος διαπράξει το λάθος και μπεί σ’ αυτήν την διαδικασία, έστω και εκφράζοντας μία απλή γνώμη περί του θέματος, θα εμπλακεί σε μία διαδικασία αντικανονική και παραλλήλως – το χειρότερο – θα συρθεί πιθανόν de facto σε συζήτηση και διάλογο για την τροποποίηση των ονομάτων τουλάχιστον των Ι. Μητροπόλεων των Νέων Χωρών αλλά και των τίτλων των Μητροπολιτών αυτών.
Και τότε………
Έχω, κατόπιν των ανωτέρω, την άποψη, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα πρέπει να επισημάνει με σχετική απόφαση της, ότι:
α) ο καθορισμός του ονόματος μίας εκκλησιαστικής περιφέρειας είναι αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας, στης οποίας την κανονική δικαιοδοσία αυτή υπάγεται,
β) ο καθορισμός του ονόματος μίας αυτοκέφαλης Εκκλησίας είναι αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
γ) είναι απαραίτητος ο σεβασμός των διεθνούς χαρακτήρα κειμένων, δηλαδή της αποφάσεως της 9ης Μαΐου 2022 του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Συνθήκης των Πρεσπών, τα οποία δεσμεύουν και τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες,
δ) οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή κείμενο, που καταστρατηγούν τις ισχύουσες κανονικές διατάξεις είναι απορριπτέα.
Όσον αφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανάλογες επισημάνσεις συνοδευόμενες και από σχετική καταδίκη των αντικανονικών ενεργειών θα ήταν μία πρώτη θετική και αναγκαία αντιμετώπιση του προβλήματος.
Και ίσως, θα έπρεπε κάποια στιγμή να εξετασθεί και να προσδιορισθεί επακριβώς το κανονικό status quo του Αρχιεπισκόπου Στεφάνου σε σχέση με το αντίστοιχο του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννη.
Μήπως κάπου υπάρχει λάθος;