π. Συμεών Κραγιόπουλος: Αρχή της Iνδίκτου. Καθώς μπαίνουμε στο νέο εκκλησιαστικό έτος, να βάλουμε μια αρχή αλλά αρχή αληθινή.
Όπως γνωρίζετε, καθώς το έχουμε πει άλλα χρόνια, την 1η Σεπτεμβρίου αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος. Δηλαδή από εκκλησιαστικής απόψεως την 1η Σεπτεμβρίου έχουμε πρωτοχρονιά. Απλώς τώρα σας το θυμίζω αυτό και εύχομαι όλοι, καθώς μπαίνουμε στη νέα εκκλησιαστική χρονιά, να βάλουμε μια αρχή αλλά αρχή αληθινή.
Μία προφητεία
Θα αναφερθώ λίγο στα λόγια αυτά που ακούσαμε προηγουμένως στην ευαγγελική περικοπή, στα οποία και άλλη φορά έχουμε αναφερθεί. Η ευαγγελική περικοπή είναι από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, και τα λόγια στα οποία θα αναφερθούμε είναι από τον προφήτη Ησαΐα, τα οποία ανέγνωσε ο Χριστός στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τη Ναζαρέτ, και όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι λόγια που αναφέρονται στο πρόσωπό του.
Στην προφητεία αυτή γίνεται λόγος γι’ αυτό που ήλθε ο Χριστός να κάνει στον κόσμο, και μάλιστα ομιλεί ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό του.
«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὖ εἴνεκεν ἔχρισέ με». Ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού, είναι αυτός που ως άνθρωπος είναι κεχρισμένος με το Πνεύμα του Θεού. Και αυτός είναι εκείνος ο οποίος θα κάνει ακριβώς το έργο το οποίο χρειάζονται οι άνθρωποι. Πιο μπροστά ο Θεός έστειλε προφήτες, αλλά τώρα έστειλε τον Υιό του.
Λέει ο Χριστός ότι τον έστειλε ο Θεός «εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς». Με έστειλε να φέρω στους φτωχούς το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας. «Ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν». Με έστειλε -η φράση αυτή εννοείται σ’ όλα τα παρακάτω που λέγονται στην προφητεία- να γιατρέψω αυτούς που έχουν συντετριμμένη καρδιά.
«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν». Να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας και να διακηρύξω σ’ αυτούς ότι είναι ελεύθεροι, ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες τους.
«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν». Να δώσω φως σ’ αυτούς που είναι τυφλοί. «Ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει». Αυτούς, οι οποίοι ένεκα της αμαρτίας -όχι για άλλο λόγο- είναι κυριολεκτικά τσακισμένοι, συντεθλιμμένοι, πιεσμένοι, μόλις και δεν έχουν πεθάνει, να τους συγχωρήσω και να τους αποστείλω ελεύθερους από το βάρος αυτό.
«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Και να κηρύξω το έτος που είναι δεκτό στον Κύριο, στον Θεό. Δηλαδή να κηρύξω την έναρξη της καινούργιας ζωής, της εν Χριστώ, της εν Πνεύματι Αγίω, ζωής.
Αυτά, όπως είπαμε, τα προσέξαμε και άλλη χρονιά -πέρυσι, προπέρυσι- ίσως όμως δεν τα είδαμε από την εξής πλευρά: ο Χριστός γι’ αυτό ήλθε, γι’ αυτό απεστάλη, να φέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να γιατρέψει αυτούς που έχουν συντετριμμένη καρδιά, να κηρύξει ότι ελευθερώνει από την αμαρτία τους δούλους και τους αιχμαλώτους της αμαρτίας, να δώσει στους τυφλούς φως κλπ. Ο Χριστός ήλθε, για να κάνει αυτό το έργο.
Τι συμβαίνει και το έργο του Χριστού δεν πραγματοποιείται μέσα μας;
Τι συμβαίνει στην πράξη; Δεν είμαστε φτωχοί; Δεν έχουμε συντετριμμένη καρδιά, με την έννοια ότι η καρδιά μας είναι άρρωστη; Δεν είμαστε κυριολεκτικά αιχμάλωτοι της αμαρτίας; Δεν είμαστε στο σκοτάδι; Δεν είμαστε κυριολεκτικά τσακισμένοι από την αμαρτία; Δεν έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι μπήκαμε σ’ αυτή την καινούργια ζωή, που έκανε αρχή ο Χριστός; Δεν έχουμε ανάγκη ν’ αρχίσουμε να ζούμε αυτή τη ζωή που μας κάνει ευαρέστους στον Θεό;
Και φτωχοί είμαστε και συντετριμμένοι, με την έννοια που είπαμε, είμαστε και αιχμάλωτοι και τυφλοί και τσακισμένοι είμαστε, και καθόλου η ζωή μας δεν είναι ευάρεστη στον Θεό. Όμως ο Χριστός ακριβώς γι’ αυτό ήλθε: αυτό που δεν είμαστε, αυτό να μας κάνει. Δεν είμαστε πλούσιοι εν Κυρίω, να μας κάνει πλουσίους. Δεν είμαστε υγιείς στην καρδιά, να μας κάνει υγιείς. Δεν είμαστε λυτρωμένοι, να μας λυτρώσει. Δεν βλέπουμε, αλλά είμαστε τυφλοί, να μας δώσει φως.
Τι συμβαίνει και τελικά δεν γίνεται αυτό; Ποιος θα μπορούσε να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι το μήνυμα αυτό του Χριστού έφθασε στη φτωχή καρδιά του και είναι ο πλουσιότερος των πλουσίων; Ποιος μπορεί να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι τον γιάτρεψε ο Κύριος; Ποιος μπορεί να πει ότι τον ελευθέρωσε, τον συγχώρησε, ο Κύριος; Ποιος μπορεί να πει, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του, ότι του έδωσε ο Κύριος φως και βλέπει, ότι, καθώς ήταν ετοιμοθάνατος, τον ανέστησε ο Κύριος, ότι τον έκανε να σταθεί στα πόδια του, τον έκανε να ζει τη ζωή αυτήν που είναι ευάρεστη στον Θεό;
Τι συμβαίνει λοιπόν; Από το ένα μέρος είμαστε στην κατάσταση που αναφέρει η προφητεία, από το άλλο μέρος ο Κύριος ήλθε ακριβώς σ’ αυτούς οι οποίοι είναι σ’ αυτή την κατάσταση, για να τους φέρει, αυτό το οποίο ήλθε να φέρει. Κι όμως, αν μιλήσουμε ειλικρινά και τίμια, δεν μπορούμε να πούμε ότι το έκανε αυτό ο Κύριος. Γιατί; Γιατί; Δεν ισχύουν σήμερα τα λόγια του; Δεν ισχύει το Ευαγγέλιό του στις ημέρες μας; Ψεύδεται ο Κύριος; Δεν είναι και για μας ο Κύριος; Έπαυσε να είναι στις ημέρες μας; Ίσχυαν αυτά κάποτε και τώρα δεν ισχύουν; Γίνονταν αυτά κάποτε και τώρα δεν γίνονται; Γιατί;
Αυτή η ώρα είναι ιερή. Και δεν είναι ιερή, μόνο επειδή είμαστε μέσα στο ναό, επειδή είμαστε μέσα στη Θεία Λειτουργία, αλλά είναι ιερή η ώρα και επειδή τελείωσε ένας εκκλησιαστικός χρόνος και σε λίγα λεπτά μπαίνουμε στον καινούργιο εκκλησιαστικό χρόνο. Αυτή λοιπόν την ιερή ώρα να μου επιτρέψετε όχι απλώς να πω, αλλά να τονίσω, όσο γίνεται περισσότερο υπεύθυνα ενώπιον του Θεού, ότι: εμείς είμαστε αυτό που είμαστε, και γι’ αυτό ο Κύριος ήλθε και για μας, για να μας γιατρέψει. Δεν ήλθε μόνο για άλλους.
Η αιτία που από το ένα μέρος βλέπουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, και από το άλλο μέρος ομολογούμε ότι δεν μας γιάτρεψε ο Κύριος, είναι ότι δεν θέλουμε να το δεχθούμε, δεν θέλουμε να το συνειδητοποιήσουμε, δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε, δεν θέλουμε να το πούμε, να το αναγνωρίσουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, και να πάρουμε την ανάλογη στάση απέναντι στον Κύριο.
Δηλαδή η στάση μας να είναι τέτοια, που να δείχνει ακριβώς αυτό, ότι νιώθουμε ό,τι είμαστε, αλλά επίσης η στάση μας να φανερώνει ότι πιστεύουμε πως ο Κύριος ήλθε και για μας, π;ως ο Κύριος μπορεί να το κάνει αυτό και σ’ εμάς και πως θέλει να το κάνει αυτό και θα το κάνει.
Ψυχή που δεν αποδέχεται ότι είναι άρρωστη μένει αγιάτρευτη
Εδώ κατά την ταπεινή μου γνώμη βρίσκεται η αιτία. Και να μου επιτρέψετε να πω το εξής: το ότι αυτή είναι η αίτια βγαίνει, όχι μόνο αν θελήσει να δει κανείς τα πράγματα αντικειμενικά, αλλά το βλέπουμε στην πράξη καθημερινά. Δεν είδα και δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που νιώθει ότι είναι φτωχή, και δεν την κάνει κάθε μέρα και πιό πλούσια ο Θεός.
Δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που νιώθει ότι είναι ένα συντρίμμι -δεν έχει σημασία για ποιους λόγους- και δεν την θεραπεύει κάθε μέρα και περισσότερο ο Κύριος. Δεν συνάντησα ακόμη ψυχή που δέχεται ότι είναι κυριολεκτικά αιχμάλωτη της αμαρτίας, των παθών, των αδυναμιών, και δεν την ελευθερώνει ο Κύριος κάθε μέρα και περισσότερο. Και δεν συνάντησα ψυχή που ομολογεί ότι δεν βλέπει, που ομολογεί ότι είναι στο σκοτάδι, που ομολογεί ότι δεν ξέρει, και δεν της δίνει ο Κύριος φως κάθε μέρα και περισσότερο.
Από το άλλο μέρος η ψυχή η οποία μπορεί θεολογώντας να λέει ότι είναι φτωχή, αλλά στην πράξη δεν το δέχεται αυτό, διαπιστώνω -πώς να το πούμε;- ότι σαν να μην ευαγγελίστηκε αυτή η ψυχή. Κάνει εντύπωση το πράγμα. Σαν να μην άκουσε κανείς το Ευαγγέλιο, σαν να μην άκουσε τη χαρμόσυνη αγγελία, το χαρμόσυνο μήνυμα, το χαρμόσυνο άγγελμα του Κυρίου. Διότι, όπως έχουμε πει κι άλλες φορές, εμείς που ακούσαμε, αν ακούσαμε, το Ευαγγέλιο του Κυρίου, το χαρμόσυνο μήνυμα του Κυρίου, πρέπει να είμαστε πανευτυχείς και επομένως πάμπλουτοι.
Η ψυχή εκείνη η οποία δεν αισθάνεται τη φτώχεια της -όσο και αν θεολογώντας μπορεί να λέει ότι την αισθάνεται- στην πράξη έχει αυτάρκεια μέσα της. Ζει μ’ αυτή την πραγματικότητα ότι έχει αυτάρκεια. αυτή η ψυχή δεν ευαγγελίσθηκε. Το βλέπουμε, το διαπιστώνουμε καθημερινά. και βλέπεις ότι είναι φτωχή, φτωχότατη, ενώ θα μπορούσε να είναι πάμπλουτη. και όπως σας είπα, η ψυχή η οποία θα το πιάσει αυτό: «Και σε μένα μίλησε ο Κύριος; και σε μένα ο Κύριος έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα; Και σε μένα φανερώθηκε ο Κύριος; και για μένα ήρθε ο Κύριος;», δεν θέλει τίποτε άλλο και αισθάνεται πάμπλουτη.
Μάλιστα, αισθάνεται ότι δεν της αξίζει αυτό, και δεν υπάρχει ίχνος παραπόνου μέσα της. Ψυχές που παραπονούνται, κατά βάθος ακόμη δεν δέχθηκαν, δεν αποδέχθηκαν και δεν πείσθηκαν ότι είναι φτωχές, και ότι ήλθε ο Κύριος να τις κάνει πλούσιες.
Διαπιστώνει κανείς ότι η ψυχή εκείνη η οποία στην πράξη -άλλο τι λέει όταν θεολογεί- δεν αποδέχεται, δεν δέχεται, ότι είναι άρρωστη, δεν γιατρεύεται. Μένει αγιάτρευτη η ψυχή και πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια, πάλι τα ίδια. Κάποιος που είναι φυματικός ή άλλος που έχει άλλη αρρώστια, από δω, από κει θέλει να το ξεφύγει, δεν πάει και στον γιατρό, φοβούμενος ίσως τι θα του πει.
Τελικά, πείθεται ότι είναι άρρωστος, πάει στον γιατρό, αρχίζει τη θεραπεία και θεραπεύεται, αν υπάρχει θεραπεία για την αρρώστια του. Στις αρρώστιες της ψυχής δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα μήπως δεν υπάρχει θεραπεία. Γιατρός είναι ο ίδιος ο Κύριος, αυτός που μας έπλασε, και είναι αυτός που μπορεί, όσο βαριά άρρωστη κι αν είναι η καρδιά μας, η ψυχή μας, να τη θεραπεύσει.
«Κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν»
«Κηρύξαι, αἰχμαλώτοις ἄφεσιν». Με έστειλε ο Θεός -λέει ο Κύριος στην προφητεία- να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι της αμαρτίας. Αλλά ποιας αμαρτίας; Ας πούμε, για να γίνει ένα κακό, θα το κάνει κάποιος· αλλιώς το κακό δεν υπάρχει.
Επομένως, αμαρτία που σε αιχμαλωτίζει δεν είναι απλώς μια πράξη, η άλφα ή βήτα πράξη, αλλά είναι το εγώ σου που κυριολεκτικά σε κρατάει αιχμάλωτο. Όταν το καταλάβεις αυτό και το ομολογήσεις, να κράξεις, να κραυγάσεις και να πιστεύσεις ότι ο Χριστός ήλθε, ακριβώς για να σ’ ελευθερώσει από την αιχμαλωσία αυτή. Πώς θα σ’ ελευθερώσει; Δίνοντάς σου άφεση.
Δηλαδή τι είναι άφεση, τι είναι συγχώρηση; Υποχωρεί το εγώ μέσα σου, και έρχεται ο Χριστός. Δεν σε κυβερνάει το εγώ, δεν σε κυβερνάει το θέλημά σου και η οποιαδήποτε δική σου γνώμη και κρίση, αλλά σε κυβερνάει ο Χριστός. Έτσι έρχεται η άφεση, έτσι ελευθερώνεσαι από την αιχμαλωσία της αμαρτίας.
Όλες οι ψυχές είναι αιχμάλωτες, αλλά τελικά, όσο κι αν κανείς θέλει να ελευθερωθεί, χρειάζεται να δει έτσι τα πράγματα, να ομολογήσει έτσι τα πράγματα, ώστε να έλθει η άφεση από τον Κύριο, και η απελευθέρωσή μας από την αιχμαλωσία.
«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν»
«Και τυφλοῖς ἀνάβλεψιν». Μπορεί θεολογικά να λες πολλά επάνω σ’ αυτό το θέμα, αλλά στάσου ειλικρινά ενώπιον του Θεού και ομολόγησε: παραδέχθηκες ότι είσαι τυφλός; Πώς είναι ένας τυφλός; Άσχετα τι κουράγιο έχει μέσα του, αφού είναι τυφλός, πρέπει να τον πάρουν άλλοι από το χέρι κι αυτός ν’ αφεθεί με εμπιστοσύνη. Πηγαίνει, όπου τον πάνε αυτοί που τον οδηγούν, στους οποίους δείχνει εμπιστοσύνη, και δεν έχει και καμία ευθύνη. Και τη ζει αυτή την -πώς να πω;- ανευθυνότητα με την καλή έννοια.
Ποιος είναι αυτός, που ομολογεί ότι πνευματικά είναι τυφλός, που παραδέχεται ότι είναι τυφλός, και αφήνει τον εαυτό του σαν τυφλό να τον οδηγήσει ο Θεός; Ποιος είναι; Και επειδή κανένας δεν το κάνει ή ελάχιστοι είναι αυτοί που το κάνουν ή πολύ λίγο το κάνουν κι αυτοί οι ελάχιστοι, γι’ αυτό λοιπόν καθόλου δεν έρχεται το φως, και μένει κανείς τυφλός εκεί στο σκοτάδι του, και όπως το ξέρουμε από άλλα λόγια του Κυρίου, αυτός ακριβώς επειδή λέει ότι βλέπει, γι’ αυτό μένει στο σκοτάδι.
Άλλος μένει στο σκοτάδι, γιατί μόλις και μετά βίας κάτι πάει να κάνει η Χάρις του Θεού, αλλά δεν γίνεται, διότι ο ίδιος τα μπερδεύει τα πράγματα, επειδή ο ίδιος θέλει να βλέπει. Εσύ είσαι τυφλός, και ο Κύριος θα κάνει τα μάτια σου να βλέπουν, ο Κύριος θα σε κάνει να βλέπεις ή, αν θέλετε να το πούμε πιο σωστά, ο Κύριος θα έλθει μέσα σου και αυτός θα βλέπει και μαζί του θα βλέπεις κι εσύ.
Όταν τα σωματικά μάτια είναι άρρωστα, ο γιατρός σε θεραπεύει, και βλέπουν τα μάτια σου. Στα πνευματικά όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Δηλαδή δεν είναι ότι μας θεραπεύει ο Κύριος, μας δίνει φως ο Κύριος κι εμείς βλέπουμε, αλλά συνεχώς είμαστε μαζί του και ο Κύριος είναι μαζί μας, κι εμείς βέβαια αυτοί καθεαυτούς δεν βλέπουμε, αλλά είναι εκείνος που βλέπει μέσα από μας και είμαστε εμείς που βλέπουμε μέσα από εκείνον. Ο Κύριος είναι το πνευματικό φως, το οποίο δεν μπορούμε να το δούμε αλλιώς.
«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν»
«Κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Πραγματικά, αν θέλετε να δώσω μια μαρτυρία, μπορώ να πω ότι υπάρχουν ψυχές -ελάχιστες μπορεί να είναι, αλλά υπάρχουν-οι οποίες έτσι τα είδαν τα πράγματα, έτσι δέχθηκαν τον Κύριο, έτσι δουλεύει μέσα τους ο Κύριος, που όντως μπήκαν σε καινούργια ζωή και άρχισε για τίς ψυχές αυτές η καινούργια ζωή. Η ζωή τους είναι ευάρεστη στον Κύριο, είναι ζωή της Χάριτος, ζωή του Χριστού, ζωή του Αγιου Πνεύματος. Δεν είναι μια δική τους ζωή. Μόλις γίνει δική τους ζωή, γίνεται αμαρτωλή ζωή.
Ας τα λάβουμε υπ’ όψιν αυτά, αδελφοί μου, για ένα νέο ξεκίνημα.
1-9-1988