Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή παρουσιάζει την πορεία οικονομικών μεγεθών που προκύπτουν από στοιχεία και δεδομένα μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2024, τα οποία θεωρούμε ότι έχουν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η έκθεση του Γραφείου προβλέπει Ανάπτυξη στο 2,3% για το 2024, επισημαίνοντας παράλληλα και εξωγενείς κινδύνους λόγω πληθωρισμού, ο οποίος μπορεί να αναβάλλει την χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα στην έκθεση επισημαίνεται ότι η επικαιροποιημένη εκτίμηση του Γραφείου για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2024 είναι 2,3%, έναντι ανάπτυξης 2,2% που προβλέπει το προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Το πρωτογενές πλεόνασμα στο τρέχον έτος διαμορφώνεται στο 3,5% του ΑΕΠ, με την συνεχιζόμενη βελτίωση να οφείλεται στα αυξημένα φορολογικά έσοδα,χάρη στην αύξηση της απασχόλησης με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και συντάξεων, στην ισχυρή αύξηση των τουριστικών εσόδων κατά 5,6% και τέλος στην εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και του προγράμματος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν και κίνδυνοι οι οποίοι εντοπίζονται κυρίως στο γεγονός ότι το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει ευμετάβλητο, καθώς οι εκλογές στις ΗΠΑ και η αναζωπύρωση των γεωπολιτικών εντάσεων αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία. Οι βασικότερες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία αποτελούν :
• Η κάλυψη του μεγάλου επενδυτικού κενού. Είναι γνωστό πως η χώρα μας έμεινε πίσω σε επενδύσεις ειδικά την περίοδο των μνημονίων, όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω.
• Η διαχείριση των μελλοντικών συνεπειών στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό από την κλιματική αλλαγή.
• Η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος καθώς σχετίζεται, μεταξύ άλλων, και με την παραγωγικότητα της οικονομίας και κατ’ επέκταση διαμορφώνει τις συνθήκες για μακροχρόνια ανάπτυξη.
• Η ανάγκη να εκλείψουν οι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και να παγιωθεί η δυναμική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
• Το δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη συνολικά µε το υψηλότερο κόστος της ενέργειας, που ανέδειξε η πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι, αντανακλάται και στην ελληνική βιομηχανία µε δυσμενείς συνέπειες για την Ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις και τον πληθωρισμό.
Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι τονίζει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να σπάσει ταμπού του παρελθόντος και να προχωρήσει σε μεγάλη οικονομική ενοποίηση σε κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές και να εκδώσει κοινό χρέος (ευρωομόλογα), τα οποία θα χρηματοδοτούν τους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Η χώρα μας θα πρέπει να στηρίξει σθεναρά την εν λόγω έκθεση, αφού λειτουργεί ως συνέχεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Κατά την γνώμη μας, υπάρχει ακόμα ένας μεγάλος κίνδυνος, αυτός της βιωσιμότητας του Ασφαλιστικού μας συστήματος. Σύμφωνα με τον πίνακα 7 της έκθεσης «Εκτέλεση Προϋπολογισμού Κοινωνικής Ασφάλισης, Ιανουάριος-Ιούνιος 2024», το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι Κύριες και Επικουρικές Συντάξεις ανέρχονταν σε 16,6 δις ευρώ, όταν τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές ανέρχονταν σε 10,0 δις ευρώ, δηλαδή μόνο σε ένα εξάμηνο το ασφαλιστικό μας σύστημα παρουσίασε έλλειμμα 6,6 δις ευρώ. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός το πρώτο εξάμηνο του 2024, κατέβαλε 7 δις ευρώ για να καλυφθεί το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων!
Ενδιαφέρον έχει και η σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι Κύριες και Επικουρικές Συντάξεις ανέρχονταν σε 15,9 δις ευρώ, όταν τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές ανέρχονταν σε 8,9 δις ευρώ, δηλαδή το προηγούμενο εξάμηνο το ασφαλιστικό μας σύστημα παρουσίασε έλλειμμα 7 δις ευρώ. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός το πρώτο εξάμηνο του 2023, κατέβαλε 7,6 δις ευρώ για να καλυφθεί το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων!
Η άσχημη κατάσταση του ασφαλιστικού μας συστήματος οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως το μέσο προσδόκιμο όριο ζωής αυξήθηκε κατακόρυφα, οι νέοι ξεκινούν πολύ αργότερα τον εργασιακό τους βίο και αρκετοί από αυτούς δουλεύουν στο εξωτερικό, η ανεργία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, οι δαπάνες υγείας αυξάνονται κατακόρυφα, οι γεννήσεις φθίνουν και γενικότερα η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Όλα τα παραπάνω μεγεθύνθηκαν τα χρόνια των μνημονίων, ενώ οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν για λόγους πολιτικού κόστους να αναλάβουν οποιαδήποτε δράση.
Στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2025 και στον πίνακα 2.1 Ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης, στον Υποπίνακα «Ισοζύγιο Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης» βλέπουμε τα εξής:
Έσοδα από Ασφαλιστικές Εισφορές 27,4 δις ευρώ.
Κοινωνικές παροχές Συντάξεις 34,6 δις ευρώ.
Κοινωνικές παροχές σε είδος 5,5 δις ευρώ.
Τα παραπάνω δείχνουν μια τεράστια τρύπα στο ασφαλιστικό μας σύστημα που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό! Αν αθροίσουμε τις Συντάξεις με τις παροχές σε είδος (δηλαδή νοσήλια και φαρμακευτικές δαπάνες) αυτές ξεπερνάνε τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές κατά 12,7 δις ευρώ!
Θα καλούσα τον Συντονιστή του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, κ. Ιωάννη Τσουκαλά, να συντάξει μια μελέτη για το πώς το Ασφαλιστικό μας σύστημα θα επηρεάσει την εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισμού στο μέλλον και αν θα απαιτηθούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους.
Στην έκθεση αναφέρεται σχετικά με την αγορά εργασίας, ότι υπάρχει θετική δυναμική στην απασχόληση και ότι η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε. Ωστόσο αρκετές θέσεις εργασίας παραμένουν κενές λόγω αναντιστοιχίας ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων.
Εμείς πιστεύουμε ότι οι κενές θέσεις οφείλονται και στους χαμηλούς μισθούς. Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χειρότεροι σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα 16,0 χιλ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 που ήταν 15,4 χιλ. ευρώ. Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009, που έφτασε τα 21,0 χιλ. ευρώ, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους.
Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην Ε.Ε να ανέρχεται στα 32,3 χιλ. ευρώ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2 χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.
Το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της Ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη.
Σχετικά με τις Επενδύσεις, αναφέρεται στην Έκθεση ότι αν και οι επενδύσεις έχουν αρχίσει και ανακάμπτουν χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ωστόσο παραμένουν υποδιπλάσιες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα τους. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ βρίσκεται το 2023 στο 13,9% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το ίδιο έτος είναι 22,2%. Η κάλυψη αυτού του κενού δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια και θα απαιτήσει από την οικονομία να αναζητήσειεπιπρόσθετους πόρους και μετά την λήξη του ΤαμείουΑνάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026.
Ωστόσο τα προβλήματα είναι μπροστά μας, με τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης να χτυπούν καμπανάκι, ο κατασκευαστικός κλάδος ζητά την άρση εμποδίων, σχετικά με τις απαλλοτριώσεις, τις εγγυητικές επιστολές και τις τραπεζικές δανειακές χρηματοδοτήσεις, ώστε να μην χαθούν πόροι και να μην ναυαγήσουν δημοπρατήσεις που είναι σε εξέλιξη.
Δεδομένων των παραπάνω δυσκολιών και το γεγονός ότι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα λειτουργεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, αυτό μάλλον συνεπάγεται ότι μεγάλο μέρος των κονδυλίων του Μηχανισμού δεν θα απορροφηθούν και τελικά θα επιστραφούν στην ΕΕ.
Πιστεύουμε ότι το κενό στις επενδύσεις που αναφέρει η Έκθεση το μάλιστα οποίο υπερβαίνει τις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα μπορούσε να καλυφθεί από άμεσες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα από χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Κίνα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε συνεργασία με Ελληνικές εταιρείες. Οι επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα επιβάλλουν επίσης και μεγάλες επενδύσεις σε νέα σύγχρονα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας από την Ελλάδα προς τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες. Η Ελλάδα έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα ώστε να μετατραπεί σε χώρα παραγωγής φτηνής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, να διασυνδεθεί με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και άλλες χώρες και να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο διανομής και μεταφοράς της στις χώρες της ΕΕ.
Θα πρέπει η χώρα μας να κινηθεί ενεργά σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, ώστε να διασφαλίσει την ολοκλήρωση μεγάλων ενεργειακών έργων σε εξόρυξη φυσικού αερίου και πετρελαίου, στις ΑΠΕ και στα δίκτυα μεταφοράς τους και να εκμηδενίσει τις όποιες αντιδράσεις της Τουρκίας.
Τέλος, θα ήθελα να αναφερθούμε για στους αυξανόμενους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που απειλούν τον προϋπολογισμό της ΕΕ, εξαιτίας του πρωτοφανούς ύψους του χρέους, του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και του υψηλού πληθωρισμού. Με έκθεση του προειδοποιεί το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), που έδωσε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα.
Το χρέος της ΕΕ εκτινάχθηκε το 2023 φθάνοντας στα 458,5 δισ. ευρώ (από 348 δισ. ευρώ το 2022, αύξηση κατά 32%), κυρίως λόγω του δανεισμού 268,4 δισ. ευρώ για το Ταμείο Ανάκαμψης. Το χρέος της ΕΕ είναι πλέον διπλάσιο απ’ ότι το 2021 (όταν ανερχόταν σε 236,7 δισ. ευρώ).
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ είναι πλέον ένας από τους μεγαλύτερους εκδότες Χρέους στην Ευρώπη, ενώ δεν είναι σαφές αν η πρόταση της Επιτροπής για τους ιδίους πόρους, θα εξασφαλίσει επαρκή έσοδα για την αποπληρωμή του χρέους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η υπερβολική αύξηση του Χρέους της ΕΕ, ενδεχομένως να οδηγήσει σε περικοπές χρηματοδοτήσεων προς τα κράτη μέλη της ΕΕ στο μέλλον, κάτι που πιθανόν θα μας επηρεάσει άμεσα και αναλόγως των όποιων περικοπών.