Η Θεία Δίκη και οι Τραγικές Συνέπειες της Βλασφημίας – Παραδείγματα Τιμωρίας για την Ασεβή Συμπεριφορά
Ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος, με το βιβλίο του «Πόλεμος κατά της βλασφημίας», αναδεικνύει μέσα από συνταρακτικά περιστατικά τη σοβαρότητα της βλασφημίας και τις συνέπειες της. Μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και εμπειρίες, ο συγγραφέας καταγράφει περιπτώσεις ανθρώπων που, μέσα από την ασέβειά τους, οδηγήθηκαν σε τραγικά και ανατριχιαστικά γεγονότα, που φανερώνουν την τιμωρία του Θεού. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια συγκλονιστική υπενθύμιση για τη δύναμη της πίστης και τον κίνδυνο της αμαρτίας, καλώντας σε μετάνοια και σεβασμό προς τα ιερά.
Αναλυτικά:
Ο αείμνηστος πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος, ηγούμενος τότε, για 50 περίπου χρόνια στο ιστορικό μοναστήρι Λογγοβάρδας στην Πάρο, στο βιβλίο του «Πόλεμος κατά της βλασφημίας» σημειώνει κάποια συνταρακτικά περιστατικά τα οποία νομίζουμε ότι αξίζουν για μία ευρύτερη δημοσιότητα.
Η περίπτωση του Γιώργου
Γράφει σχετικά ο Γέροντας:
Κατά το έτος 1924, είς την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθήμενος είς το κελλίον μου και μελετών, άκουσα γοερές κραυγές. Σκύβοντας από το παράθυρό μου, είδα στο προαύλιο της Μονής ένα νέο φορτωμένο επάνω σ΄ ένα γαϊδουράκι. Τον βάσταζαν δύο άνθρωποι, οί οποίοι αφού τον κατέβασαν από το υποζύγιο, κρατώντας τον από τα χέρια τον οδήγησαν προς τον Iερόν Nαόν της Μονής. Κατέβηκα κι΄ εγώ στην εκκλησία, για να πληροφορηθώ τι συμβαίνει.
Είδα το παιδί αυτό, πεσμένο στην πόρτα του ναού, εντελώς παραμορφωμένο στο πρόσωπο. Όλο του το σώμα, χέρια πόδια, στόμα, μύτη, είχαν στρεβλωθεί, σε μία αλλόκοτη, τερατώδη, και δαιμονική έκφραση. Είδα ότι ήταν και τυφλός…
Αυτοί που τον συνόδευαν μπήκαν μέσα και προσκύνησαν τις εικόνες. Ήταν, όπως έμαθα, ο πατέρας του και ένας εξάδελφός του.
Ξαφνικά βλέπω αυ τον τόν νεαρό, να σέρνεται σαν φίδι μέσα στην Εκκλησία, και αφού έφθασε στην μέση γονατιστός, στάθηκε μπροστά στις άγιες εικόνες και άρχισε να βλαστημάει τον Χριστό…
Τον πλησίασα αγανακτισμένος για την ασέβειά του και χαστουκίζοντάς τον δυνατά, του είπα: «Ασεβέστατε! Και μέσα στην εκκλησία τολμάς να βλαστημάς τον Θεό;»
Μαζεύτηκε, και είπε, » Κύριε ελέησον! «Ρώτησα τον πατέρα του πως το έπαθε, και μού είπε, ότι o Γιώργος από μικρό παιδί βλαστημούσε…
» Χθές το πρωϊ, μού είπε, του φύγανε τα πρόβατα και μπήκαν σε ένα χωράφι σπαρμένο. Πήγε να τα μαζέψει βλαστημώντας τουλάχιστον 10-15 φορές την Παναγία. Ενώ πλησίαζε στο χωράφι βλασφημώντας συνέχεια, έπεσε κάτω, τυφλώθηκε, και μεταμορφώθηκε η όψι του σε αυτή την τερατώδη κατάσταση. Τον φέραμε στη Μονή, είπε, να του κάνετε αγιασμό, παρακλήσεις, και ότι άλλο χρειάζεται…»
Του κάναμε πράγματι όλα αυτά, του διαβάσαμε και εξορκισμούς, αλλά αυτό ο βέβηλος δεν σταμάτησε να βλαστημάει. Μετά από λίγες μέρες με φώναξε ο υπηρέτης της Μονής που βοηθούσε τον νεαρό και τον τάϊζε και μού είπε:
– Ελα να ιδής τον πάσχοντα. Του κόπηκε η γλώσσα και δεν μπορεί ούτε νερό να πιεί…
» Πήγα, και έφριξα με ότι είδα. Η γλώσσα του, αυτή που συνεχώς βλαστημούσε, ήταν κομμένη και ξεριζωμένη, σφηνωμένη εντελώς στον λάρυγγα.
Την άλλη μέρα, διηγείται ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος, έφυγα για να πάω στην Νάξο. Όταν γύρισα, ρώτησα σχετικά τους πατέρες και μού είπαν.
«Πέθανε εδώ και δυό μέρες.
Ο πατέρας του είχε πάει στο χωριό για να φέρει καθαρά ρούχα για την ταφή, και ο υπηρέτης είχε πάει σπίτι του. Την νύκτα του θανάτου του, ακούγαμε στο μοναστήρι χορούς, φασαρίες, και τραγούδια…
Είσαι «δικός μας» τώρα
Ξυπνήσαμε όλοι, νομίζοντας ότι τραγουδούσαν και χόρευαν οί υπηρέτες της Μονής. Ο πατήρ Σάββας μάλιστα, πήρε το ραβδί του για να πάει να τους διώξει. Ανοίγοντας το παράθυρό, τρείς η ώρα την νύκτα, άκουσε φωνές στο σκοτάδι που έλεγαν δυνατά,
» Γιώργο! Γιώργο! Έλα δώ, που πάς να φύγεις! Είσαι δικός μας τώρα…»
Αφού παύσανε αυτοί, ακούστηκαν άλλες φωνές απέναντι από το μέρος των τραγουδιών…
«Βρέ, ελάτε εδώ, μη φοβάστε, τον πήραμε εμείς τον Γιώργο!».
Ο πατήρ Σάββας έντρομος τότε, από τις φωνές των δαιμόνων, που τραβούσαν μαζί τους την ψυχή του βλασφήμου, άρχισε να προσεύχεται στον Χριστό και στην Παναγία ζητώντας βοήθεια. Πράγματι σταμάτησαν οί φωνές και οί δαίμονες έγιναν άφαντοι. Όταν μετά από λίγο κατέβηκε και πήγε στο δωμάτιο του παιδιού, το βρήκε πεθαμένο και ριγμένο με δύναμι, έξω από το σπίτι…
Φόβος και τρόμος μας κατέλαβε όλους, γράφει ο πατήρ Φιλόθεος.
Και συνεχίζει…
«Τι φαντάζεσθε εσείς οί βλάσφημοι; Επειδή βλέπετε ότι ο Θεός αργεί να σας παιδεύσει, νομίζετε ότι θα αποφύγετε και την τιμωρία;
Εάν νομίζετε ότι ο Θεός δεν σας βλέπει, δεν σας ακούει, και γι΄αυτό δεν σας τιμωρεί την ώρα που τον βλαστημάτε, πλανάσθε ταλαίπωροι.
Εάν την ευσπλαχνία και μακροθυμία του Θεού που από αγάπη σας κάνει για να μη κολασθείτε αιώνια, την θεωρείτε αδυναμία, τότε αληθινά αλλοίμονό σας…
Έπεσαν τα μάτια του σαν κουμπιά επάνω στο τραπέζι
Συνεχίζει ο π. Φιλόθεος:
«Γύρω στα 1921 μετέβαινα ατμοπλοϊκώς στον Βόλο, προς επίσκεψη πνευματικών μου αδελφών. Μεταξύ των επιβατών ήταν και δυό ομογενείς από την Αμερική που γύριζαν στην πατρίδα τους. Ο νεώτερος ήταν Κεφαλλονίτης και ο μεγαλύτερος καταγόταν από κάποιο χωριό του Πηλίου.
Το βράδυ, στο σαλόνι του πλοίου πιάσαμε συζήτηση μαζί με άλλους επιβάτες και τους μίλησα ανάμεσα στα άλλα και για την μεγάλη αμαρτία της βλασφημίας του Χριστού, της Παναγίας, και των Αγίων.
Οί περισσότεροι άκουγαν με ευλάβεια και ενδιαφέρον αυτά που τους έλεγα. Δυό-τρείς όμως από τους ακροατές δυσανασχέτησαν και άρχισαν να λένε, ότι όσα τους λέω είναι για να τους φοβίσω για να μη βλαστημάνε, και καλά βέβαια κάνω που τα λέω αυτά, αλλά είμαι υπερβολικός και δεν λέω αλήθεια.
Τότε σηκώθηκε όρθιος ο νεαρός Κεφαλλονίτης και με θάρρος τους είπε:
» Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό που το είδα με τα μάτια μου, και αν θέλετε πιστέψτε το. Εδώ και τρείς μήνες που ήμουν στην Αμερική, παραμονή του Αγίου Βασιλείου, βρισκόμουν με άλλους ομογενείς και παίζαμε χαρτιά για το καλό του χρόνου που λέμε, σ΄ ένα ελληνικό καφενείο.
Ένας συμπατριώτης μου και πολύ γνωστός μου, κι΄αυτός από την Κεφαλονιά, επειδή συνεχώς έχανε στα χαρτιά, άρχισε να βλαστημάει τον Θεό, την Παναγία, τα καντήλια, τον Χριστό, τους Αγίους, κλπ. Δεν είχε αφήσει τίποτα όρθιο…
Στις παρατηρήσεις που του κάναμε, και εγώ και άλλοι συμπαίκτες του, αυτός βλαστημούσε περισσότερο. Τελευταία, αφού έχασε όλα τα λεφτά του, σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να βλαστημάει τον Άγιο Γεράσιμο. Τρείς ώρες βλαστημούσε τα θεία, στο τέλος βλαστημούσε και τον Άγιο Γεράσιμο και μάλιστα μούντζωνε και τον ουρανό, σαν να τον έβλεπε, με χυδαίες εκφράσεις…
Την στιγμή όμως κατά την οποία ύψωσε πάλι τα χέρια του μουντζώνοντας προς τα πάνω, τα χέρια του παρέλυσαν πέφτοντας άψυχα κάτω, και τα μάτια του σαν κάποιος να τα έβγαλε τινάχτηκαν και κύλησαν πάνω στο τραπέζι που χαρτοπαίζαμε!!!
Φόβος και τρόμος μας κατέλαβε μέσα στο καφενείο…
Ο βλάσφημος κλαίγοντας και θρηνώντας για το ελεεινό πιά κατάντημά του, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό, την Παναγία, και τον Άγιο Γεράσιμο, να τον συγχωρήσουν και να του δώσουν το φως του.
Δυστυχώς, συμπλήρωσε ο νεαρός Κεφαλλονίτης, μέχρι την ημέρα που έφυγα από την Αμερική, γύριζε τυφλός και κουλός, ζητιανεύοντας από τους άλλους ομογενείς για να ζήσει…
Ένα ακόμη περιστατικό
Τον Δεκέμβριο του 1924, λίγο πρίν τα Χριστούγεννα, ήλθε στο μοναστήρι μας μία γυναίκα από την Νάουσα της Πάρου για εξομολόγηση, και ανάμεσα στα άλλα μού είπε, γράφει ο π. Φιλόθεος.
«Πρέπει να σας κάνω γνωστό, σαν Πνευματικός μου Πατέρας που είστε, μία μεγάλη συμφορά που έχει συμβεί στο σπίτι μου. Ο άνδρας μου ήταν πολύ βλάσφημος. Βλασφημούσε εμένα, τα παιδιά, τα ζώα μας, με την πιό μικρή αφορμή, και κανέναν δεν άκουγε. Εδώ και 15 μέρες κατεβαίνοντας την νύκτα ο άνδρας μου κάτω στον στάβλο για να δώση τροφή στα ζώα προσπάθησε να ξεχωρίσει δυό μοσχάρια που μάλωναν. Αυτός, αντί να κτυπήσει η να τραβήξει και να δέσει αλλού το ένα μοσχάρι, άρχισε με δυνατές φωνές να βλαστημάει Χριστούς και Παναγίες…
Την στιγμή ακριβώς που βλαστημούσε, ένα βόδι του στάβλου, το πιό ήσυχο από άλλες φορές, ενώ έτρωγε, αφήνει την τροφή του και σαν να ήταν λογικό όρμησε εναντίον του τον κτύπησε με τα κέρατά του, και αφού τον έριξε ανάσκελα, γονάτισε επάνω του κτυπώντας τον στο κεφάλι. Προσπαθούσε με τα κέρατα να τον τρυπήσει στο στόμα η να του βγάλει τα μάτια…
Τρέξαμε κάτω στις πρώτες φωνές του, » βοήθεια, μ΄ εσκότωσε!» , μαζί με τα παιδιά μου, φωνάξαμε και γείτονες, και όλοι μαζί 7-8 άνδρες δυνατοί δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε το βόδι από πάνω του. Με τα πολλά, και αφού το πιάσαμε από τα τέσσερα πόδια τραβώντας το, βάλαμε τον άνδρα μου σε μια κουβέρτα και πήγαμε να τον βγάλουμε από τον στάβλο.
Το βόδι, όρμησε πάλι πάνω στο σώμα με την κουβέρτα, όχι στους άλλους, σαν να είχε λογική τιμωρίας για τον βλάσφημο, και τον κυνήγησε ώς τα πρώτα σκαλοπάτια του ανωγείου, μη μπορώντας να ανέβει επάνω. Στεκόταν μάλιστα στην βάση της σκάλας, κοιτάζοντας προς τον άνδρα μου αγριεμένο, κουνώντας το κεφάλι του και ξεφυσώντας…
Μετά 3 μήνες, διηγείται ο π. Φιλόθεος, στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ήλθε πάλι η γυναίκα αυτή στο μοναστήρι για να εξομολογηθεί. Φορούσε μαύρα και μού είπε ότι ο άνδρας της είχε πεθάνει αφού είχε βασανιστεί πολύ από τους πόνους μια και το βόδι του είχε σπάσει την σπονδυλική στήλη. Τον είχαν στηρίξει μάλιστα με μαξιλάρια και τον τάϊζαν με το κουταλάκι.
Είχε πληρώσει δυστυχώς, τα επίχειρα της βλασφημίας του…