17 Φεβρουαρίου: Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας ο Βυζαντινός…
Ο Άγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος καταγόταν από το Νεοχώρι της Κωνσταντινουπόλεως. Γονείς ήταν ο Χατζη-Αναστάσιος και η Σμαραγδού και αδελφοί του ο Αντώνιος και ο Γεώργιος, αναγνώστης της Μεγάλης Εκκλησίας και μετέπειτα Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως με το όνομα Γρηγόριος (1830 – 1840 μ.Χ.).
Ο Θεόδωρος ήταν ζωγράφος και εργαζόταν στα ανάκτορα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να τον προσελκύσουν στην μουσουλμανική θρησκεία και το επέτυχαν. Ο Άγιος όμως ανάνηψε και μετανόησε γι αυτό. Έτσι κατέφυγε στη Χίο και έμεινε κοντά σε ένα πνευματικό πατέρα, τον Άγιο Μακάριο το Νοταρά. Εκεί καθημερινά εμελετούσε τα μαρτύρια των Αγίων και βιβλία ψυχοφελή και κατανυκτικά. Από ημέρα σε ημέρα ηύξανε σε αυτόν η κατάνυξη και ο πόθος του μαρτυρίου. Έτσι έφθασε στη Μυτιλήνη, όπου ενώπιον των αρχών ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και απεκήρυξε την μωαμεθανική θρησκεία.
Ο Άγιος Θεόδωρος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και πάσχει από τους βασανισμούς, τους δαρμούς, τους λακτισμούς και άλλα απάνθρωπα μαρτύρια. Του έδεσαν τα πόδια σε ξύλο και του επέρασαν στο λαιμό βαριά αλυσίδα. Του ετύλιξαν το κεφάλι με ένα σχοινί και του έβαλαν στους κροτάφους δύο κομμάτια από τούβλο. Έπειτα με ένα ξύλο έσφιγγαν την κεφαλή του τόσο πολύ, μέχρι που βγήκαν οι βολβοί των οφθαλμών του έξω από τον τόπο τους. Ο δε του Χριστού στρατιώτης έλεγε: «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι».
Το πρωί του Σαββάτου ο Άγιος εζήτησε από ένα Χριστιανό υπηρέτη καλαμάρι και έγραψε προς τον Επίσκοπο, για να του στείλει τη Θεία Κοινωνία. Αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως, στον οποίο έτρεχε με μεγάλη προθυμία. Εκεί υπέστη τον δι’ αγχόνης θάνατο το 1774 μ.Χ. (ή κατά άλλους το 1795 μ.Χ.).
Μετά τρεις ημέρες οι Χριστιανοί παρέλαβαν το ιερό λείψανο αυτού και το ενταφίασαν στο νότιο μέρος του ναού της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας. Το έτος 1798 μ.Χ. το ιερό λείψανο του Μάρτυρος ανακομίσθηκε και μεταφέρθηκε στην κρύπτη του μητροπολιτικού ναού της Μυτιλήνης.
Ύμνος νεάζων Θεοδώρω τω νέω,
Xριστού αθλητή ενδίκως αρμοστέος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Το πάντιμον λείψανον του Θεοδώρου, πιστοί, ενδόξως τιμήσωμεν ως θησαυρών τιμαλφή, και πάντες βοήσωμεν, Σώσον εκ των κινδύνων τους πιστώς σε υμνούντας, ως πότε σύ ερρύσω εκ πανώλους την πόλιν και πάντας περιφρούρησον ταις ικεσίαις σου.