Άγιος Παντελεήμων: Το Αγιολόγιο περιλαμβάνει αμέτρητο πλήθος ανθρώπων που ευαρέστησαν στον Θεό και κρίθηκαν από Εκείνον άξιοι ιδιαίτερης τιμής. Ανάλογα όμως με τον τρόπο της ζωής, της δράσης, της προσφορά και του τέλους τους, διακρίνονται σε Προφήτες, Αποστόλους, Πατέρες, Ομολογητές, Δικαίους, Οσίους, Ασκητές Μάρτυρες, κ.λ.
Άγιος Παντελεήμων: Ο θαυμαστός βίος του Αγίου που εορτάζει σήμερα 27 Ιουλίου
Όσον αφορά στους Μάρτυρες, υπάρχουν πληροφορίες από τον 2ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τις οποίες οι Χριστιανοί είχαν ορίσει και γιόρταζαν ως ημέρα μνήμης των Μαρτύρων, την ημέρα του μαρτυρίου τους, η οποία ονομαζόταν, κατά τον Άγιο Πολύκαρπο, «γενέθλιος» ημέρα. Κατ’ αυτήν, γινόταν σύναξη των Χριστιανών στον τόπο του μαρτυρίου ή στον τάφο του Μάρτυρος, όπου συνήθως κτιζόταν και ναός στο όνομά του.
Τι σημαίνει όμως «μάρτυς»; Στη μεν νομική ορολογία, μάρτυς είναι αυτός που πληροφορεί για γεγονότα από άμεση γνώση και αντίληψη ή πληροφορίες τρίτου προσώπου. Στην κοινή χρήση του όρου, «μάρτυς» είναι αυτός που γνωστοποιεί απόψεις, πεποιθήσεις ή αλήθειες, δηλαδή αυτός που ομολογεί κάτι στο οποίο πιστεύει. Στην Καινή μάλιστα Διαθήκη, η λέξη «μάρτυς» απέκτησε και κάποια ιδιαίτερη χροιά ως προς τη σημασία της.
Όχι μόνον ο Θεός-Πατέρας μαρτυρεί διαρκώς για τον εαυτό του, αποκαλύπτοντάς Τον ως Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος και Κυβερνήτη (πρβλ. Αποκαλ. 4, 11), αλλά και ο Υιός μας βεβαιώνει: «γι΄ αυτό γεννήθηκα και γι΄ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να μαρτυρήσω (φανερώσω) την αλήθεια» (Ιω. 18, 37). Αυτός είναι ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός (Αποκ. 3, 14), ο οποίος εμαρτύρησεν επί Ποντίου Πιλάτου την καλήν ομολογίας (Α΄ Τιμ. 6, 13).
Πρώτοι Μάρτυρες του Ιησού Χριστού, υπήρξαν οι Άγιοι μαθητές και Απόστολοί Του. Άλλωστε, ο Ίδιος τους είχε διαβεβαιώσει: «όταν θα΄ ρθει σ΄ εσάς το Άγιο Πνεύμα θα λάβετε δύναμη, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα πέρατα της γης» (Πραξ. 1, 8). Μετά την επιφοίτηση δηλαδή του Αγίου Πνεύματος σ΄ αυτούς, έπρεπε να διακηρύξουν παντού τα σχετικά με τον ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής, Αυτόν που είχαν ακούσει και δει με τα ίδια τους τα μάτια… και τα χέρια τους είχαν ψηλαφίσει… (Α΄Ιω. 1, 1).
Ακολούθησαν, μετά τους Αποστόλους, όλοι οι άλλοι που μιμήθηκαν τον μάρτυρα τον πιστό(Ιησού Χριστό), ο οποίος υπήρξε πρωτομάρτυς αληθώς και των αθλητών απάντων πρωταθλητής. Σταδιακά, μάρτυρες δεν ήταν μόνο όσοι υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι του Ευαγγελίου του Χριστού, αλλά όλοι εκείνοι που έγιναν μαθητές μετά την Ανάστασή Του και κήρυκες του λόγου Του, ανεξάρτητα από τον χρόνο που έζησαν. Άρα, «μάρτυς» είναι ο καθένας που κηρύττει Χριστόν. Τέλος, ο όρος απέκτησε την έννοια ότι «μάρτυς» είναι εκείνος που επικύρωσε τη μαρτυρία του με τον θάνατό του.
Όταν όμως ο θάνατος αυτός επήλθε αφού προηγήθηκαν πολλά και φρικτά μαρτύρια, τότε η Εκκλησία μας προσδίδει στον Άγιο αυτόν τον χαρακτηρισμό και τον τίτλο του «Μεγαλομάρτυρα». Ένας λοιπόν από αυτούς τους Αγίους-Μεγαλομάρτυρες είναι και ο Ιαματικός Παντελεήμων.
Γέννηση και παιδικά χρόνια
Στα παράλια της Προποντίδας και σε απόσταση 40 ναυτικών μιλίων από τη μετέπειτα βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, στα μέσα του τρίτου π.Χ. αιώνα ο Νικομήδης είχε ιδρύσει την πόλη που από το όνομά του έγινε γνωστή ως Νικομήδεια. Η προνομιακή θέση της την κατέστησε πρωτεύουσα, όχι μόνο της περιοχής της Βιθυνίας, αλλά αργότερα και αγαπητή έδρα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων του ανατολικού Τμήματός της. Και όπως υποστηρίζεται από κάποιους ιστορικούς, αν ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν ίδρυε την Κωνσταντινούπολη, το έτος 325 μ.Χ, ίσως διαφορετική να ήταν η εξέλιξη της Νικομήδειας.
Σ΄ αυτήν λοιπόν την πόλη, που σαν την Αθήνα, όταν την επισκέφθηκε ο Απόστολος των εθνών Παύλος, ήταν κατείδωλος, δηλαδή γεμάτη είδωλα, ναούς και θυσιαστήρια των ψεύτικων θεών των εθνικών, γεννήθηκε και έζησε περί το τέλος του 3ου αιώνα ο Άγιος Παντελεήμων, ο οποίος μέχρι και πριν το μακάριο μαρτυρικό τέλος της επίγειας ζωής του λεγόταν Παντολέων, όπως θα εξιστορηθεί στη συνέχεια.
Γονείς του ήταν ο Ευστόργιος και η Ευβούλη, ένα από τα πλούσια αντρόγυνα της «εξεχούσης πόλεως» (Γρηγόριος ο Νύσσης), καθόσον ο άντρας ήταν μέλος της Συγκλήτου, επομένως και μόρφωση είχε και δύναμη και την εύνοια του αυτοκράτορα. Ήταν όμως ο Ευστόργιος ειδωλολάτρης. Και μάλιστα από τους φανατικούς. Και ως μέλος της Συγκλήτου, ένθερμος υποστηρικτής των διαταγμάτων της για ανελέητο διωγμό των Χριστιανών. Αντίθετα η γυναίκα του Ευβούλη, «εκ προγόνων εσέβετο τον Χριστόν». Ανήκε στη χριστιανική κοινότητα της Νικομήδειας. Αποστρεφόταν τα είδωλα, τα οποία λάτρευε ο σύζυγός της, αλλά έδειχνε μεγαλόψυχη ανοχή, συμμορφούμενη στη θεόπνευστη υπόδειξη του Αποστόλου Παύλου, που ήταν και κατευθυντήρια γραμμή της Εκκλησίας, κατά τους πρώτους αιώνες των διωγμών, οπότε πολλοί ειδωλολάτρες είχαν σύζυγο Χριστιανή, ή αντιστρόφως. Συγκεκριμένα ο Παύλος συνιστούσε: «αν μία γυναίκα έχει σύζυγο μη Χριστιανό, που συγκατατίθεται να μένει μαζί της, να μην τον χωρίσει… Που ξέρεις εσύ, γυναίκα; Ίσως σώσεις τον άντρα σου» (Α’ Κορ. 7, 13.16).
Από αυτό λοιπόν το αντρόγυνο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της πιστής Χριστιανής Ευβούλης γεννήθηκε ο Παντολέων. Όπως ήταν φυσικό, η μεν μητέρα του από πολύ ενωρίς έσπειρε στην εύπλαστη ψυχή και στο νου του παιδιού της τα σπέρματα της χριστιανικής Πίστης και ζωής, ο δε πατέρας προσπάθησε να του εμφυτεύσει τη λατρεία των ειδώλων. Καθώς αποδείχθηκε όμως, τα σπέρματα εκείνης καρποφόρησαν, παρόλο ότι ο Κύριος την κάλεσε στους ουρανούς πρόωρα και ο Παντολέων έμεινε ορφανός, σε μικρή σχετικά ηλικία.
Εγκύκλια και ιατρική μόρφωση
Όπως συνηθιζόταν από τους ευκατάστατους γονείς, ο Ευστόργιος και η Ευβούλη μερίμνησαν έγκαιρα για την εγκύκλια μόρφωση του μικρού Παντολέοντα. Και όταν την ολοκλήρωσε, αφού είχε δώσει απτά δείγματα της ζηλευτής επιμέλειας και της ευφυΐας του, ο πατέρας του, μοναδικός πλέον κηδεμόνας του Παντολέοντα, έστρεψε την προσοχή του χαρισματούχου γιου του στη σπουδή της ιατρικής τέχνης. Προς τούτο, ανέθεσε την εκπαίδευσή του στους καλύτερους «διδασκάλους και παιδευτάς» της Νικομήδειας, χωρίς να φείδεται δαπανών. Άλλωστε ήταν αρκετά εύπορος.
Αλλά και ο Παντολέων αποδείχθηκε άξιος των προσδοκιών του πατέρα του. Όχι μόνο διότι συνδύαζε τη διανοητική του ικανότητα με τα ψυχικά χαρίσματα, αλλά και διότι, όπως αναφέρει ο Συμεών ο Μεταφραστής στο έργο του «Μαρτύριον του Αγίου και ενδόξου Μάρτυρος Παντελεήμονος», «ην και το ήθος επιεικής και την ομιλίαν επιτερπής και το κάλλος εξαίσιος» (Migne Ε.Π. 115, 448 D).
O Παντολέων μαθήτευσε κοντά στον Ευφρόσυνο, που ήταν ο πιο διακεκριμένος γιατρός της Νικομήδειας και προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα. Έτσι είχε την ευκαιρία να μάθει ό,τι σχετικό είχαν κληροδοτήσει στους μεταγενεστέρους οι Ασκληπιός, Ιπποκράτης, Γαληνός κ.ά. Και όντας μαθητής του Ευφρόσυνου, είχε τη δυνατότητα να εισέρχεται στα ανάκτορα του αυτοκράτορα, όπου δεν περνούσε απαρατήρητος λόγω της ευφυΐας, της ιατρικής κατάρτισης και του σωματικού του κάλλους. Όπως ήταν επόμενο, προσείλκυσε την προσοχή και του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο οποίος, βλέποντας τα σπάνια προσόντα του νεαρού Παντολέοντα, υπέδειξε στον Ευφρόσυνο να του διδάξει την ιατρικήν πάσαν, προκειμένου αργότερα να τον προσλάβει ως γιατρό εις τα βασίλεια.
Ο συναξαριστής του σημειώνει ότι ο Παντολέων ολοκλήρωσε πολύ σύντομα την ιατρική εκπαίδευση, ολίγα πονών, δια την πολλήν ρώμην της φύσεως, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές του Ευφρόσυνου υστερούσαν σε σύγκριση με εκείνον. Αποτέλεσμα ήταν να θαυμάζονται το ήθος και οι ιατρικές ικανότητές του από την κοινωνία της Νικομήδειας, όπως πολύ παραστατικά αναφέρει ο Νικήτας ο Παφλαγών στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τιμήν του Αγίου Παντελεήμονα: Πάσιν επέραστος και ζηλωτός ο καλός υπήρξε νεανίας, ανά παν σχεδόν στόμα λαλούμενος και θαυμαζόμενος… Είχε μεν ούτω ταύτα και ο νέος τη του σώματος προκόπτων ηλικία, τη τε συνέσει και τοις μαθήμασιν επιδιδούς, ημέραν εξ ημέρας την οικείαν επέφαινε προκοπήν (δηλαδή: Ήταν αξιαγάπητος και ζηλευτός απ΄ όλους ο καλός αυτός νεανίας και όλοι κουβέντιαζαν γι΄ αυτόν και τον θαύμαζαν… Όλα αυτά έτσι ήταν και ο νέος καθώς μεγάλωνε κατά την ηλικίαν του σώματος με επίδοση ως προς την φρονιμάδα και τα μαθήματά του, μέρα με τη μέρα φανέρωνε την πρόοδό του).
Ποιός θα κερδίσει; Τα είδωλα ή ο Χριστός
Σημειώσαμε ήδη ότι ο Παντολέων είχε πατέρα ειδωλολάτρη, τον Ευστόργιο, και μητέρα Χριστιανή «εκ προγόνων», την Ευβούλη, η οποία όμως τον άφησε ορφανό, αφού έφυγε ενωρίς από την παρούσα ζωή. Είχε προλάβει εντούτοις να ρίξει τα ευεργετικά σπέρματα της χριστιανικής Πίστης στην τρυφερή και εύπλαστη ψυχή του γιου της. Αντίθετα, ο συγκλητικός πατέρας του είχε κάθε λόγο να θέλει να κάνει τον Παντολέοντα έναν πιστό και αφοσιωμένο στη λατρεία των ειδώλων άνθρωπο, με την προοπτική μια μέρα να γίνει γιατρός του αυτοκράτορα και του παλατιού του.
Ήταν λοιπόν επόμενο στην ψυχή του λαμπρού αυτού νέου, που όλοι θαύμαζαν για την ευφυΐα, τη σύνεση, την πρόοδο και τις επιδόσεις στην ιατρική επιστήμη, να ορθώνεται το δίλημμα ποιά από τις δύο θρησκείες θα ακολουθήσει: Την επίσημη ρωμαϊκή, με τους αμέτρητους θεούς και θεές και ημίθεους και τα χρυσά και ασημένια και ξύλινα και μαρμάρινα είδωλα, τους βωμούς και τις θυσίες των ζώων; Ή την πίστη στον ένα και μόνο αληθινό Τριαδικό Θεό των Χριστιανών, τον Θεό της αγάπης, της δικαιοσύνης, της λύτρωσης;
Ευφυής και μορφωμένος καθώς ήταν, έβλεπε ότι αν ακολουθούσε την πίστη του πατέρα του όλα θα εξελίσσονταν κατά τον πιο δελεαστικό τρόπο: Θα απολάμβανε την εύνοια του αυτοκράτορα και της υψηλής κοινωνίας της Νικομήδειας, που ήταν ειδωλολάτρες, και θα αποκτούσε πλούτο και κοσμική δόξα. Αν ακολουθούσε την Πίστη της μητέρας του και γινόταν Χριστιανός, όπως ένιωθε να τον παροτρύνει η καρδιά του και να τον καλεί από τους ουρανούς η φωνή εκείνης, τον περίμεναν δοκιμασίες, διωγμοί, ίσως και μαρτυρικός θάνατος, αφού ζούσε σε περίοδο ανελέητων διωγμών των Χριστιανών. Σ΄ αυτήν λοιπόν την κρίσιμη και αποφασιστική καμπή της ζωής του, ο Παντολέων επέλεξε συνειδητά να εντάξει τον εαυτό του στην παράταξη εκείνων που ακολούθησαν με συνέπεια τη διδασκαλία και το παράδειγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Και να πως συνέβη το γεγονός αυτό:
Ο διωγμός, η γνωριμία με τον Ερμόλαο
Στην αυγή του 4ου αιώνα, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε τον σφοδρότερο ίσως διωγμό εναντίον του Χριστιανισμού. Στη Νικομήδεια, έδρα της διοίκησής του, ο διωγμός άρχισε το 303 μ.Χ. και κράτησε μέχρι το 305 μ.Χ., ήταν δε πολύ σκληρός. Οι Χριστιανοί στερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα –αν και Ρωμαίοι πολίτες–, συλλαμβάνονταν, εξορίζονταν ή φυλακίζονταν, βασανίζονταν φρικτά, οδηγούνταν στον μαρτυρικό θάνατο στην περίπτωση που δεν αρνούνταν την πίστη τους στο Χριστό και δεν θυσίαζαν στα είδωλα. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του εθνικού μας ιστορικού Κων. Παπαρρηγόπουλου, ότι τότε «επληρώθη σχεδόν άπαν το κράτος θυμάτων και αίματος΄ και χιλιάδες πολλαί ανδρών, γυναικών, παίδων εμαρτύρησαν καρτερικώς υπέρ της αδαμάστου αυτών πίστεως, καρτερικώς επί τοσούτον, ώστε εκίνησαν τον έλεον και αυτών των οπαδών του αρχαίου θρησκεύματος και αξήγειραν πολλαχού την κοινήν γνώμην κατά της ανηλεούς εκείνης θηριωδίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Β’, Σ. 98).
Οι συναξαριστές του Αγίου Παντελεήμονος είναι σαφείς στις αναφορές τους για τον διωγμό αυτό που αποδεκάτισε τους Χριστιανούς, ιδιαίτερα στη Νικομήδεια, η οποία εγκωμιάζεται ως «μητέρα των μαρτύρων», ενώ και ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Πορφυρογέννητος, στον Μηνολόγιό του (Migne Ε.Π 117, 560 C) κάνει λόγο για τους «καυθέντας δισμυρίους Αγίους εν τη Εκκλησία».
Μέσα σ΄ αυτό το φοβερό από κάθε άποψη κλίμα άσκησε την ιατρική του τέχνη ο νεαρός ιατρός Παντολέων. Θλιβόταν πραγματικά η ψυχή του, καθώς έβλεπε να διώκονται τόσο ανελέητα οι Χριστιανοί. Και θαύμαζε για το αδάμαστο του χαρακτήρα τους, τη βαθιά τους πίστη, το θάρρος της ομολογίας, την παρρησία στο μαρτύριο. Και η χάρη του Θεού οδήγησε τα βήματά του στη γνωριμία με τρία πρόσωπα, που επρόκειτο να ασκήσουν σημαντική επίδραση επάνω του.
Όπως αναφέρει και πάλι ο Βασίλειος ο Πορφυρογέννητος, «Ερμόλαος ο Ιερομάρτυς και οι συν αυτώ Έρμιππος και Ερμοκράτης, εκ του κλήρου της εν Νικομηδεία υπήρχον πρεσβύτεροι, περιληφθέντες εκ των καυθέντων δισμυρίων Αγίων εν τη Εκκλησία… και κρυπτόμενοι εν τινί δωματίω». Σώθηκαν δηλαδή από τον μαρτυρικό θάνατο των είκοσι χιλιάδων Αγίων και κρύβονταν σ΄ ένα δωμάτιο, όχι φυσικά από δειλία, αλλά γιατί έπρεπε να διασωθούν και κάποιοι κληρικοί, ώστε να συνεχίσουν το αγιαστικό τους έργο, αφού ασφαλώς και η κρύπτη του δεν θα είχε παύσει και στην περίοδο του διωγμού να αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής κατήχησης, της εξομολόγησης, της στήριξης και της ενθάρρυνσης των καταπιεζόμενων Χριστιανών.
Παρόλον ότι ο Παντολέων δεν εγνώριζε την ύπαρξη του Ερμόλαου, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον Ιερέα του Υψίστου. Διότι ο Ιερέας είχε υπόψη του τα σχετικά με τον ταλαντούχο νέο γιατρό, που προοριζόταν και για γιατρός των ανακτόρων. Του είχε κάνει εντύπωση η σεμνότητά του και η αγάπη προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους του. Ο Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει ότι ο Ερμόλαος διέκρινε εγκαίρως τον «εγκαλυπτόμενον μαργαρίτην» μες στην ψυχή του Παντολέοντα. Έτσι όταν μια μέρα έτυχε εκείνος να περνάει έξω από το σπίτι στο οποίο κρυβόταν, θαύμασε εμφάνιση «κατηγλαϊσμένην, βάδισμα τερπνόν, ευπροσήγορον στόμα, ήθος ταπεινόν και γαλήνιον τρόπον», καθώς αναφέρει ο Ιωάννης ο Γεωμέτρης, στο Εγκώμιό του στον Άγιο Παντελεήμονα (Migne E. P. 106, 892 D). Χωρίς λοιπόν να διστάσει, κινούμενος από θεία έμπνευση, έστειλε και προσκάλεσε τον Παντολέοντα να επισκεφθεί όσους κρύβονταν μαζί με τον ίδιο στην οικία εκείνη.
Παρά τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτή η επίσκεψή του αυτή και να επισύρει ανυπολόγιστες συνέπειες, ο νεαρός γιατρός ένιωσε ότι είχε σημάνει η ώρα να γνωρίσει βαθύτερα όσα η μητέρα του έλεγε καθώς εκείνος βρισκόταν στην παιδική του ηλικία. Έτσι λοιπόν χωρίς δισταγμό μπήκε στο σπίτι όπου κρύβονταν οι τρεις Ιερείς Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης. Τα γεμάτα αγάπη και χριστιανική σοφία λόγια του Ερμόλαου δεν άργησαν να ηχήσουν λυτρωτικά στην καρδιά του Παντολέοντα. Αυτός, ο άριστος και φέρελπις γιατρός, που είχε αποφοιτήσει από τη σχολή του Ευφρόσυνου, αισθάνεται και πάλι μαθητής ενώπιον του Ιερέα του Αληθινού Θεού. Αποκαλύπτει τη δυσκολία που βίωσε έχοντας Χριστιανή μητέρα και ειδωλολάτρη πατέρα. Εκφράζει την οδύνη του για τους διωγμούς των Χριστιανών και την επιθυμία του, ει δυνατόν, να σωθεί ο πατέρας του απομακρυνόμενος από την πλάνη των ειδώλων και γνωρίζοντας τον Χριστό.
Τόσο στην πρώτη αυτή φορά, όσο και κατά τις επισκέψεις που ακολούθησαν, ο Ερμόλαος κατήχησε τον Παντολέοντα στη χριστιανική Πίστη. Του δίδαξε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο πραγματικός Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ο Αληθινός Θεός. Οι θεοί τους οποίους σέβονται οι ειδωλολάτρες είναι μύθοι κενοί, κουφοτέρων ακοών κλέμματα, ωφελεί, ουδέν το παράπαν δυνάμενοι» (Συμεών ο Μεταφραστής). Τα πρώτα σπέρματα που είχε καταβάλει η μητέρα του Ευβούλη, τώρα που ποτίστηκαν δεόντως από τον Ιερέα Ερμόλαο, καρποφόρησαν και έφεραν καρπό εκατονταπλασίονα. Ο νεαρός στην Πίστη αλλά και αποφασισμένος να υπηρετήσει τον Χριστό Παντολέων, άλλαξε πλέον τρόπο σκέψης και στάση ζωής. Δεν επισκεπτόταν τόσο συχνά τα ανάκτορα, δεν τον συγκινούσε η πολυτέλεια της πατρικής οικίας, σκεπτόταν διαρκώς πως θα μπορούσε να βοηθήσει πνευματικά και τον ειδωλολάτρη πατέρα του, και περίμενε με λαχτάρα την ημέρα που θα λάβαινε το Άγιο Βάπτισμα.
Βαπτίζεται Χριστιανός. Αργότερα και ο πατέρας του
Ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί του, μαζί με τον συγκλητικό Ευστόργιο, περίμεναν την ημέρα κατά την οποία ο λαμπρός και ικανότατος ιατρός Παντολέων θα αναλάμβανε υπηρεσίες στα ανάκτορα της Νικομήδειας, οι τρεις Ιερείς και οι εναπομείναντες λίγοι πιστοί Χριστιανοί της πόλης προσεύχονταν να έρθει γρήγορα η στιγμή, που ο φλογερός αυτός νέος, έχοντας ήδη φτάσει «εις την τελειότητα της κατά Χριστόν πίστεως», θα προσερχόταν στο Άγιο Βάπτισμα, για να συγκαταριθμηθεί στην ποίμνη του Κυρίου. Και το αίτημά τους ικανοποιήθηκε. Ο Παντολέων ζήτησε το θείο Βάπτισμα και ο Ερμόλαος, αφού άκουσε από το στόμα του την ομολογία Πίστεως, προχώρησε στη βάπτισή του, προσκαλώντας τον με τα λόγια: «Λουτρόν το λαμπρόν εις βοήθειαν λαβέ και πίστιν ακράδαντον εις οικουρίαν» (Ιωάννης ο Γεωμέτρης).
Ο μέχρι τότε Παντολέων, μόλις έλαβε το θείο Φώτισμα (Βάπτισμα), αφενός ένιωσε ότι αποκόπτεται από ό,τι ειδωλολατρικό υπήρχε τυχόν μέσα του και αφετέρου ότι αφού τα αρχαία παρήλθε, ιδού γέγονε καινά τα πάντα (Β΄ Κορ. 5, 17). Μη θέλοντας μάλιστα να τον συνδέει τίποτα με τα παλαιά, άλλαξε και το όνομά του και αντί Παντολέων ονομάστηκε έκτοτε Παντελεήμων (κατά το συναξάρι του, η αλλαγή του ονόματος συνέβη μετά από «φωνήν άνωθεν» την ώρα του μαρτυρίου του). Όνομα που δικαίωσε με τη μετέπειτα ζωή του, η οποία υπήρξε γεμάτη ευσπλαχνία και καλούς καρπούς (Ιακ. 3, 17). Κοντά στους τρεις Ιερείς, που παρέμεναν κρυμμένοι, έμεινε μετά τη βάπτισή του ο Άγιος Παντελεήμων για επτά ημέρες. Την όγδοη επέστρεψε στο πατρικό σπίτι, νέος πλέον άνθρωπος κατά την ψυχή.
Και ενώ η βάπτισή του κρατήθηκε για ένα διάστημα μυστική από τους εθνικούς, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα του, ο Άγιος Παντελεήμων φλεγόταν από τον ιερό πόιο να γίνει και τοις άλλοις του μυστηρίου διδάσκαλος (Θεοφάνης Κεραμεύς, Migne Ε.Π. 132, 1016 C). Φυσικά, πρώτιστα ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του Ευστόργιο. Κινήθηκε με σύνεση αλλά και τόλμη, αποβλέποντας καταρχήν να κλονίσει την πίστη εκείνου στα είδωλα των ψεύτικων θεών, με απώτερο στόχο «να αναγεννήση δια πνεύματος τον κατά σάρκα γεννήσαντα» (Συμεών ο Μεταφραστής). Οι συναξαριστές του περιγράφουν με λεπτομέρειες τις συζητήσεις οι οποίες έγιναν μεταξύ γιου και πατέρα. Ο Παντελεήμων προσευχόταν και δόξαζε τον Θεό, καθώς διαπίστωνε ότι διορθωνόταν σταδιακά «η πατρική πλάνη», ψυχραινόταν η πίστη του Ευστόργιου προς τα είδωλα, αραίωναν οι θυσίες στους ψεύτικους θεούς.
Ύστερα πέρασε σιγά-σιγά στη μετάδοση των αληθειών της χριστιανικής Πίστης, οι οποίες άρχισαν να βρίσκουν γόνιμο έδαφος στην ψυχή του πατέρα του. Και δεν πέρασε πολύς καιρός που έγινε πραγματικότητα αυτό, το οποίο υμνείται από την Εκκλησία μας για τη σωτηρία του Ευστόργιου «μητρικήν αγαπήσας ευσέβειαν την του πατρός διορθώσω ασέβειαν». Ο πατέρας του Αγίου Παντελεήμονα δέχεται το χριστιανικό Βάπτισμα, χάρη στην προσπάθεια του γιου του, ασφαλώς δε και στις προσευχές της συζύγου του, Αγίας Ευβούλης, που όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούσε από τον ουρανό την πορεία προς το φως του ίδιου και του Παντελεήμονα.
Και ενώ μετά τη βάπτισή του σχετικά σύντομα ο Ευστόργιος κλήθηκε, Χριστιανός πλέον, να συναντήσει τη γυναίκα του στον ουρανό, για τον Άγιο Παντελεήμονα άρχιζε η πορεία της χριστιανικής δράσης, της αφιλάργυρης-ανάργυρης ιατρικής, του μαρτυρίου και της στεφανηφορίας.
Παντελεήμων, ο ανάργυρος ιατρός
Μετά την κοίμηση του πατέρα του, ο Άγιος Παντελεήμων έμεινε κληρονόμος μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας. Αλλά ούτε για μια φορά δεν σκέφτηκε να την κρατήσει για τον εαυτό του, έχοντας υπόψη το περιστατικό του πλούσιου νεανίσκου και της προτροπής του Χριστού, όπως αναφέρεται στο ιερό Ευαγγέλιο: «αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό΄ κι έλα να με ακολουθήσεις σηκώνοντας το σταυρό σου» (Μαρκ. 10, 21).
Έτσι λοιπόν, χωρίς δισταγμό, προχώρησε αμέσως σε μία σειρά από ενέργειες, που έδειχναν ξεκάθαρα ότι δεν έλαβε κατά την Βάπτισή του τυχαία το όνομα Παντελεήμων: Απελευθέρωσε τους δούλους που είχε ο πατέρας του, αφού τους χάρισε ένα μέρος της περιουσίας του, η οποία είχε αποκτηθεί χάρη και στη δική τους εργασία, προκειμένου να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Ο βιογράφος του σημειώνει: «τους οικέτας αφίησι της δουλείας, ικανά χρήματα παρασχόμενος» (Migne Ε.Π. 115, 456 D). Τα δε υπόλοιπα «χείρες είχον πενήτων», τα μοίρασε στα χέρια των φτωχών της Νικομήδιας, δηλαδή σε γέροντες, χήρες, ορφανά, αρρώστους, εγκαταλελειμμένους. Ώσπου βρέθηκε ο ίδιος εκουσίως φτωχός από υλικά αγαθά, πλούσιος όμως από αισθήματα αγάπης και φιλανθρωπίας προς τους πάσχοντες, τα οποία έδειξε απλόχερα ως ανάργυρος ιατρός στην κοινωνία της Νικομήδειας.
Οι άλλοι γιατροί της πόλης ασκούσαν την τέχνη τους ως επάγγελμα, εμπορεύονταν τον πόνο, κέρδιζαν χρήματα, συναλλάσσονταν με τους ασθενείς και τους οικείους τους, συμπεριφέρονταν μερικές φορές με αναλγησία και σκληρότητα. Ο Άγιος Παντελεήμων, πιστός Χριστιανός, είχε ως κανόνα του το παράγγελμα «καλύτερα να επισκεφθεί κανείς ένα σπίτι που πενθούν, παρά ένα σπίτι που γλεντάνε» (Εκκλησ. 7, 2). Γι΄αυτό, πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις και υπηρεσίες κυρίως στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς καμία αμοιβή. Το μόνο που ζητούσε από τους θεραπαυμένους ήταν να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό για να σωθούν αιώνια. Όταν μάλιστα συνέβαινε να κάνει καλά και κάποιους πλουσίους κι εκείνοι του πρόσφεραν μεγάλες αμοιβές, τους έλεγε «αυτά που υποσχεθήκατε να δώσετε σ΄ εμένα, πήγαινε τα να τα δώσετε στους φτωχούς». Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε για τους φυλακισμένους κι όσους βασανίζονταν, προσφέροντάς τους όχι μόνο την αποκατάσταση της υγείας τους, αλλά και καλύπτοντας τις απαραίτητες ανάγκες προς το ζην. Φυσικά νοιαζόταν και για τους Χριστιανούς Ομολογητές και Μάρτυρες της Πίστεως.
Επιβραβεύοντας ο Θεός την όλη βιοτή, τη φιλάνθρωπη και ανάργυρη δράση του Αγίου Παντελεήμονα, τον προίκισε με τη χάρη να ενεργή διάφορα θαύματα, που έγινα σταδιακά γνωστά στη Νικομήδεια, προκαλώντας το θαυμασμό των απλών ανθρώπων και την οργή των ειδωλολατρών. Ανάμεσα στα θαύματα περιλαμβάνονται η ανάσταση ενός παιδιού που είχε πεθάνει μετά από τσίμπημα έχιδνας, η θεραπεία ενός τυφλού και ενός άλλου που ήταν παράλυτος. Έτσι βρήκε σ΄ αυτόν εφαρμογή το του υμνωδού «επαξίως εκλήθη Παντελεήμων», αφού «το φιλάνθρωπον πάσιν εφήπλωσε, την των ψυχών επιμέλειαν και των σωμάτων την θεραπείαν επιδεικνύμενος» (Στιχηρό προσόμοιο Εσπερινού).
Αρχίζουν οι συκοφαντίες και οι δοκιμασίες του
Η χωρίς αμοιβή άσκηση της ιατρικής εκ μέρους του αναργύρου Αγίου Παντελεήμονος κίνησε το φθόνο των άλλων γιατρών της Νικομήδειας, που δυστυχώς ενδιαφέρονταν για τον υλικό πλουτισμό τους. Ιδιαίτερα μάλιστα τους ενοχλούσε το γεγονός ότι εκείνος –με τη χάρη του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού– θαυματουργούσε σε δύσκολες περιπτώσεις, ενώ οι ίδιοι, παρά την επίκληση των θεών τους, τίποτα δεν κατάφερναν. Ο φθόνος τους λοιπόν τους ώθησε στο να καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ότι ο ευνοούμενός του και μελλοντικός –μετά τον Ευφρόσυνο– γιατρός των ανακτόρων, είναι Χριστιανός. Ο βιογράφος του, Συμεών ο Μεταφραστής, παραθέτει το περιεχόμενο της καταγγελίας τους που έχει ως εξής (σε απόδοση στη νεοελληνική):
«Βασιλιά, εσύ έδειξες τόσο ενδιαφέρον για τον Παντελεήμονα και έδωσες εντολή να σπουδάσει την ιατρική για να είναι χρήσιμος στο βασίλειό σου. Αυτός όμως ξέχασε την εύνοιά σου και χωρίς να λάβει υπόψη του τη δύναμή σου, θεραπεύει τους Χριστιανούς, τους αρνητές των θεών. Πιστεύει ό,τι κι εκείνοι και διδάσκει και άλλους να πιστεύουν τα ίδια. Αν λοιπόν δεν τον καταδικάσεις αμέσως σε θάνατο, θα στενοχωρηθείς πολύ, καθώς θα διαπιστώνεις ότι και άλλοι αρνούνται τους θεούς μας και αποδίδουν τη θεραπεία τους στον Χριστό και όχι στον Ασκληπιό».
Η συκοφαντική αυτή καταγγελία ήταν αρκετή για να εξαγριώσει τον αμείλικτο διώκτη των Χριστιανών, αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Έδωσε λοιπόν εντολή να συλλάβουν και να οδηγήσουν ενώπιόν του τον Άγιο Παντελεήμονα. Και αυτή εκτελέστηκε αμέσως. Στρατιώτες συλλαμβάνουν τον γενναίο και φιλάνθρωπο γιατρό της Νικομήδειας και τον οδηγούν στα ανάκτορα. Εκείνος βαδίζει γαλήνιος, γνωρίζοντας ότι εγγίζει το επίγειο τέλος του, το οποίο επιποθεί, μιμούμενος όλους τους προηγηθέντες Ομολογητές και Μάρτυρες.
Όταν στάθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, εκείνος, συγκρατώντας την οργή του, προσπάθησε, κατά την προσφιλή τακτική όλων των διωκτών, να φανεί μειλίχιος και επιεικής. Με υποσχέσεις και καλοπιάσματα, θέλησε να δελεάσει τον νέο ακόμα στην ηλικία Άγιο Παντελεήμονα, ώστε να θυσιάσει στα είδωλα. Ζήτησε επίσης από τον Παντολέοντα –όπως ακόμα τον αποκαλούσε– να αποδείξει ότι όσα ειπώθηκαν γι΄ αυτόν ήταν ψέματα και τον κάλεσε να θυσιάσει στους θεούς. Φυσικά τον ρώτησε για να μάθει από ποιόν κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη. Ο Άγιος Παντελεήμων, «μη ειδώς ψεύσασθαι» απάντησε λέγοντας «από τον Ερμόλαο». Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα έλαβαν επείγουσα εντολή, συνέλαβαν τον Ερμόλαο μαζί με τους Έρμιππο και Ερμοκράτη, και όταν και οι τρεις «παρρησία τον Χριστόν εκήρυξαν», δέχτηκαν τον δια του ξίφους θάνατο. Η μνήμη των τριών Αγίων Ιερέων εορτάζεται στις 26 Ιουλίου.
Η γεμάτη παρρησία απάντηση του γενναίου ομολογητή του Χριστού στις υποσχέσεις, είχε ως περιεχόμενο και στόχο να πείσει τον αυτοκράτορα ότι, ενώ οι δικοί του θεοί, ως ψεύτικοι, είναι εντελώς αδύνατοι, ο δικός του Θεός είναι παντοδύναμος. Αν μάλιστα ήθελε να το διαπιστώσει και στην πράξη, θα μπορούσε να κάνει μία δοκιμή, πρόκληση, την οποία ο αυτοκράτορας αποδέχτηκε.
Η θεραπεία του παραλυτικού και η καταδίκη σε θάνατο
Ο αυτοκράτορας διέταξε να φέρουν ενώπιόν του έναν παράλυτο άνθρωπο και πρόσταξε στους ιερείς των ειδώλων να τον θεραπεύσουν, επικαλούμενοι τους θεούς τους. Εκείνοι προσπάθησαν, ικέτευσαν, επικαλέστηκαν. Πλην ματαίως, αφού τα είδωλα των εθνικών ήταν άφωνα και κουφά! Στη συνέχεια, ο Διοκλητιανός ζήτησε από τον Παντελεήμονα να επικαλεστεί τον Θεό, στον Οποίο πίστευε και να θεραπεύσει τον παραλυτικό. Νόμιζε, ο ταλαίπωρος, ότι δεν θα πετύχαινε τίποτα, οπότε η καταδίκη του θα ήταν δικαιολογημένη.
Όμως, «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Ο Ιησούς Χριστός, δια των πρεσβειών του Αγίου Παντελεήμονα, θεράπευσε τον παράλυτο, προς μεγάλη ικανοποίηση και θαυμασμό πολλών παρισταμένων, φθόνο των άλλων ειδωλολατρών γιατρών και προβληματισμό του αυτοκράτορα. Η εμμονή του όμως στην πίστη προς τους θεούς της Ρώμης και των Ελλήνων ήταν τέτοια και το μένος κατά των Χριστιανών τόσο, ώστε προσπάθησε και πάλι να μεταπείσει το γενναίο αθλητή του Χριστού, υποσχόμενος προνόμια, αλλά και απειλώντας με φρικτά βασανιστήρια, ανάλογα με τη στάση που θα τηρούσε απέναντί του.
Ποιά ήταν η στάση και η απάντηση του Παντελεήμονα στις υποσχέσεις και, κυρίως, τις απειλές του αυτοκράτορα; Εκείνη που αρμόζει στους αφοσιωμένους μαθητές του Χριστού, στους ανυποχώρητους Ομολογητές, τους γενναίους Μάρτυρες. Ο Συμεών ο Μεταφραστής, στο «Μαρτύριον του Αγίου και ενδόξου Μάρτυρος Παντελεήμονος» την παραθέτει ολόκληρη και έχει, σε γενικές γραμμές, ως εξής: «Μη νομίζεις, ,βασιλιά, ότι θα καμφθώ από τις υποσχέσεις ή τις απειλές σου. Τίποτα δε φοβίζει όποιον περιφρονεί τον θάνατο, χάριν του Χριστού, και μάλλον τον θεωρεί μακάριο. Επιζητώ το μαρτύριο και μάλιστα με βασανισμούς σκληρούς, για να αξιωθώ να λάβω στεφάνια στον ουρανό. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να με πείσεις να αρνηθώ την καλή ομολογία. Γιατί τότε θα έπρεπε να ντρέπομαι ιδιαίτερα τη μητέρα μου, από την οποία αποτυπώθηκε μέσα μου η ευσέβεια, και την οποία επείγομαι να συναντήσω στους ουρανούς».
Μπορούμε να φανταστούμε την οργή του αυτοκράτορα. Εκείνον που όλοι έτρεμαν, που η παραμικρή διαταγή του έπρεπε χωρίς αντιρρήσεις να εφαρμοστεί από όλους, τον αγνοεί ένας νέος Χριστιανός, ο ανάργυρος ιατρός Άγιος Παντελεήμων, περιφρονώντας δελεαστικές υποσχέσεις και αμείλικτες απειλές. Δεν του έμεινε λοιπόν τίποτα άλλο από το να δώσει εντολή για φρικτά βασανιστήρια του Αγίου Παντελεήμονα μέχρι να θανατωθεί. Απόφαση την οποία ο Μάρτυς του Χριστού άκουσε ατάραχος και γαλήνιος. Αφού ήδη μέσα του ποθούσε να προσφέρει τη ζωή του ακόμα, μιμούμενος τόσους και τόσους Ομολογητές και Μάρτυρες, οι οποίοι πριν από τον ίδιο είχαν ακολουθήσει τα ίχνη του Χριστού. Ενόψει των βασανισμών που τον περίμεναν, θυμήθηκε τη φράση των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος».
Αφόρητα μαρτύρια, αλλά και θεία προστασία
Όσα έλαβαν χώρα τις επόμενες ημέρες δεν προορίζονταν απλά για έναν Μάρτυρα, αλλά για Μεγαλομάρτυρα της αρετής, του θάρρους, της υπομονής και της γενναιότητας του Αγίου Παντελεήμονα. Λες και είχαν συμμαχήσει εναντίον του οι σκοτεινές δυνάμεις, με όργανα τους δημίους, που ευφραίνονταν κάθε φορά που επινοούσαν φρικτότερους τρόπους βασανισμού των Ομολογητών της Πίστεως.
Κατά πρώτον, τον κρέμασαν σ΄ ένα ξύλο και, ενώ με σιδερένια νύχια καταξέσχιζαν το σώμα του, με αναμμένες λαμπάδες του έκαιγαν τα πλευρά, προκαλώντας αβάσταχτους πόνους. Όμως εκείνος υπέμενε με καρτερία, διότι δεν πρόσεχε τις πληγές και τα καύματα των λαμπάδων, αλλά προσευχόταν ε υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό (Συμεών ο Μεταφραστής), απ΄ όπου αντλούσε τη δύναμη για να βαστάσει με θάρρος το μαρτύριο.
Στη συνέχεια, ο Διοκλητιανός διέταξε να λειώσουν σ΄ ένα μεγάλο καζάνι μόλυβδο κι ενώ οι δήμιοι θα τροφοδοτούσαν αδιάκοπα με ξύλα τη φωτιά, να ρίξουν μέσα στο λειωμένο μέταλλο τον Άγιο Παντελεήμονα. Καθώς οδηγούσαν τον Μεγαλομάρτυρα στη νέα αυτή δοκιμασία, εκείνος εύρισκε καταφυγή στην προσευχή, που ήταν ικανή «να σβήσει το καζάνι και να προκαλέσει θαυμαστή αναψυχή». Ιδιαίτερα αγαπητοί τού ήταν οι ψαλμικοί στίχοι, που τους χρησιμοποιούσε ως προσευχή: «Άκουσε, Θεέ, τη φωνή μου καθώς προσεύχομαι σ΄ Εσένα. Από τον κίνδυνο του εχθρού φύλαξε τη ζωή μου. Κρύψε με από τις συνωμοσίες των κακούργων, από των παρανόμων τη σύναξη» (Ψαλμ. 63, 2-3), και «εγώ φώναξα στον Θεό και ο Κύριος θα με σώσει. Βράδυ, πρωί και μεσημέρι Τον επικαλούμαι και Αυτός ακούει τη φωνή μου» (Ψαλμ. 54, 17-18). Και στην περίπτωσή μας, ο Κύριος άκουσε την επίκληση του Μεγαλομάρτυρα «και εν των βράσματι του μολύβδου ένθα ο Άγιος εβλήθη…έδοξε εισελθείν μετ΄ αυτού» (Μηναίον, Ιουλίου ΚΖ΄), οπότε μεταποιήθηκε σε δροσερό, το καυτό μολύβι, όπως κάποτε είχε μεταβάλει σε δροσερό και το καμίνι μες στο οποίο είχαν ριχτεί οι Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα.
Ο Μεγαλομάρτυς Παντελεήμων είχε ολοφάνερη σε όλους την θεία προστασία, αλλά και ο αδίστακτος τύραννος διέθετε τόση μανία και μίσος κατά του γενναίου αθλητή, που έδωσε αμέσως εντολή να ριχτεί στη θάλασσα. Οι δήμιοι κρέμασαν από τον τράχηλο του Μεγαλομάρτυρα μια βαριά πέτρα και τον πέταξαν στη θάλασσα της Νικομήδειας. Ο Θεός όμως έκρινε ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα για να ανέλθει ο Άγιος στους ουρανούς. Γι΄αυτό και με θαυμαστό τρόπο τον ελευθέρωσε από τη βαριά πέτρα΄ προς έκπληξη δε και θαυμασμό των παρισταμένων τον είδαν να βγαίνει στην επιφάνεια και σε λίγο να περπατά στην παραλία! Μετά από κάθε θαυμαστή διάσωσή του, αρκετοί από τους παρακολουθούντες τα γινόμενα, ομολογούσαν πίστη στον Θεό του Αγίου Παντελεήμονα, γεγονός που εξαγρίωνε πιο πολύ τον αυτοκράτορα.
Έτσι λοιπόν, έδωσε νέα εντολή: Να ριχτεί ο άκαμπτος Χριστιανός στα άγρια θηρία, που προηγουμένως είχαν αφήσει νηστικά, ώστε να τον κατασπαράξουν. Αλλά συνέβη και εδώ ό,τι με τον Δανιήλ στο λάκκο των λιονταριών. Τα πεινασμένα ζώα, αντί να ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, στάθηκαν σε μικρή απόσταση απ΄ αυτόν και τον κοίταζαν ήρεμα, σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε μεταβληθεί σε αιμοβόρο θηρίο. Το γεγονός τούτο προκάλεσε τη συμπάθεια του πλήθους, που αυθόρμητα άρχισε να φωνάζει΄ «μέγας ο των Χριστιανών Θεός εστίν, ο μόνος και αψευδής», ενώ απαιτούσε την απελευθέρωση του Αγίου Παντελεήμονα, με τη φράση «αφιέσθω ο δίκαιος».
Ο Διοκλητιανός δίνει εντολή να οδηγηθεί ο Μεγαλομάρτυς στη φυλακή, όπου οι δήμιοι τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού αυτός αποδεικνυόταν «και πάσης πέτρας στερρότερος» (έχοντας αντοχή μεγαλύτερη από κάθε πέτρα). Τέλος, ο αυτοκράτορας έκανε μία ύστατη προσπάθεια να πείσει το γενναίο αθλητή του Χριστού ν΄απαρνηθεί την Πίστη του και να επιστρέψει στη λατρεία των ειδώλων. Όταν όμως διαπίστωσε εκ νέου ότι σώμα και ψυχή του Μεγαλομάρτυρος ήταν ολοκληρωτικά δοσμένα στον μόνο αληθινό Θεό και ον απέστειλε Ιησούν Χριστόν (Ιω. 17, 3) και ότι και σ΄ αυτόν είχαν εφαρμογή τα λόγια του Αποστόλου των εθνών Παύλου, «τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος;» (Ρωμ. 8, 35), έλαβε την τελική απόφαση: Να αποκεφαλίσουν τον Άγιο Παντελεήμονα με ξίφος.
Το μακάριο τέλος
Έτσι οι δήμιοι, σύμφωνα με παλαιό συναξάρι, οδήγησαν το γενναίο Ομολογητή και Μάρτυρα του Χριστού έξω από την πόλη της Νικομήδειας «κατά δυσμάς εν προαστείω τινός Αδαμαντίου σχολαστικού». Στη διαδρομή αυτή, εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται και ν΄ απαγγέλλει στίχους ψαλμικούς. Όταν έφτασαν στο σημείο του μαρτυρίου, ο Άγιος Παντελεήμων έσκυψε τον αυχένα για να δεχθεί τον δια ξίφους θάνατο. Οι βιογράφοι και συναξαριστές του αναφέρουν ως εξής τις τελευταίες επί γης στιγμές του:
«Όταν ο δήμιος άπλωσε το χέρι, λύγισε το ξίφος και έλειωσε το μέταλλο σαν να΄ ταν από κερί. Βλέποντας το θαύμα οι στρατιώτες, πίστεψαν στον Χριστό. Τότε ο Άγιος Μάρτυς έσκυψε με τη θέλησή του τον αυχένα και αποκεφαλίστηκε. Λέγεται δε ότι, αντί για αίμα, έτρεξε γάλα και το δέντρο της ελιάς στο οποίο είχε δεθεί, ωρίμασε αμέσως τον καρπό της» (Μηναίον Ιουλίου, ΚΖ΄).
«Του έκοψαν το ιερό κεφάλι, λένε όμως ότι έτρεξε γάλα αντί για αίμα. Νομίζω δε πως αυτό είναι απόδειξη της καθαρότητας και της φωτεινότητας της ψυχής του» (Νικήτας ο Παφλαγών).
«Αφού ομολόγησε πίστη στον Χριστό, βασανίστηκε με διάφορους τρόπους. Στο τέλος καταδικάστηκε σε αποκεφαλισμό, οπότε δεμένος με αλυσίδες, οδηγήθηκε στον τόπο της θανάτωσης και δέθηκε στον κορμό μιας ελιάς. Όταν του έκοψαν το κεφάλι, έτρεξε αίμα και γάλα» (Βασίλειος ο Πορφυρογέννητος). Ήταν το έτος 305 μ.Χ.