Ο Άγιος Νεκτάριος ή Νεκτάριος Πενταπόλεως ή Νεκτάριος Αιγίνης, κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς ήταν Έλληνας Θρακιώτης επίσκοπος και θεολόγος, σύγχρονος θαυματουργός άγιος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπήρξε λαοφιλής ιεράρχης, ποιμενάρχης και παιδαγωγός στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης.
Άγιος Νεκτάριος: Tι γιορτάζει η εκκλησία μας στις 9 Νοεμβρίου
Γονείς του ήταν ο Δήμος (Δημοσθένης) και η Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά, και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά της φτωχής οικογένειας. Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρηθεί, ενώ στη γενέτειρά του δεν υπήρχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 13 ετών
Στην Κωνσταντινούπολη
Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, όπου ο ιδιοκτήτης τού φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, ωστόσο θλιβόταν, καθώς αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο, μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παραπλεύρως από το συσκευαστήριο, είδε κάποια μέρα τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και τον πήρε στη δούλεψή του. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του εμπόρου, έχοντας πλέον χρόνο για εκκλησιασμό και για να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα και η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη παρέμεινε συνολικά επτά έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του, για να εργαστεί ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου.
Στη Χίο
Στα 20 του χρόνια έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση, έλαβε τη θέση του δασκάλου, παραμένοντας στο νησί για 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, έναν εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος, εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά τη μεταφορά του Αγίου από τη Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να αφιερωθεί στον μοναχικό βίο. Το 1876 εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος και έναν χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς τον μοναχισμό, τον οποίο επιθυμούσε να υπηρετήσει. Ωστόσο οι πιέσεις που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων του λόγου και της μορφώσεώς του τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, χωρίς όμως ποτέ να λησμονήσει τον μοναχισμό.
Ανώτερες θεολογικές σπουδές
Το 1877 ο Νεκτάριος, μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές. Μετά την ολοκλήρωσή τους στη Βαρβάκειο, εστάλη μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε τον έστειλε ξανά στην Αθήνα, να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα πρώτευσε στον διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο Παπαδάκειο Κληροδότημα, με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη Θεολογική Σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), ανεχώρησε πάλι για την Αλεξάνδρεια.
Στην Αίγινα
Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος και την σύνδεσή του με τον Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο (Γέροντα της Αδελφότητας Δανιηλαίων) το 1898 με τον οποίο διατηρούσε και αλληλογραφία. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο Σχολή.
Η παρουσία του στην Αίγινα, συνδέθηκε με δύο γεγονότα, που τον κατέστησαν άμεσα λαοφιλή. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη την παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει, γεγονότα που εκλήφθησαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες.
Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωναν, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια να μεγαλώσει τόσο, φτάνοντας να έχει 15 μοναχές, χάρη στους προσκυνητές που είχαν αρχίσει να συρρέουν από όλη την Ελλάδα, ενισχύοντας με τις δωρεές τους την ανέγερση της μονής και του φιλανθρωπικού της έργου.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Ελευθέριο Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι.
Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και τους εξευτελισμούς στους οποίους κατά καιρούς τον υπέβαλλαν.
Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά, δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη.
Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη σε ηλικία 74 ετών. Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.