Άγιος Δημήτριος: Στις 26 Οκτωβρίου είναι η γιορτή του αγίου Δημητρίου, μεγάλη γιορτή για όλη την Ελλάδα, πλην ιδιαίτερα για τη Θεσσαλονίκη, που είναι κ ἡ πατρίδα του. Εκεί θα γίνει φέτος μεγαλύτερη πανήγυρη, επειδή γιορτάζουνε τα εγκαίνια της φημισμένης εκκλησιάς του, που κάηκε στα 1917 και τώρα είναι πάλι ξανακαινουργιευμένη από την υπηρεσία του υπουργείου της Παιδείας.
Άγιος Δημήτριος: Τι γιορτάζουμε στις 26 Οκτωβρίου
Η πρώτη εκκλησιά ήτανε ένα κτίριο από τα πιο αρχαία της χριστιανοσύνης, χτισμένη εκατό χρόνια ύστερα από τα 303 μ.X., που μαρτύρησε ο άγιος Δημήτριος.
Αλλά κάηκε ύστερα από 300 χρόνια και ξαναχτίσθηκε τον καιρό που βασίλευε ο Λέοντας ο Σοφός.
Αυτά τα ιστορικά και κάθε άλλη πληροφορία για το χτίριο, για τα ψηφιδωτά που στολίζουνε τους τοίχους, για τις τοιχογραφίες, μπορεί κανένας να τα μελετήσει καταλεπτώς σ ἕνα χρήσιμο βιβλίο που έγραψε τελευταία στην απλή γλώσσα ο ξεχωριστός βυζαντινολόγος Ανδρέας Ξυγγόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.Ο άγιος Δημήτριος μαζί με τον άγιο Γεώργιο, είναι τα δυό παλληκάρια της χριστιανοσύνης.
Αυτοί είναι κάτω στη γη, κ οἱ δυό αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ είναι απάνω στον ουρανό. Στα αρχαία χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως άρματα, πλην στα κατοπινά τα χρόνια τους παριστάνουνε αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια και ντυμένους με σιδεροπουκάμισα. Στον έναν ώμο έχουνε κρεμασμένη την περικεφαλαία και στον άλλον το σκουτάρι, στη μέση είναι ζωσμένοι τα λουριά που βαστάνε το θηκάρι του σπαθιού και το ταρκάσι πόχει μέσα τις σαγίτες και το δοξάρι. Τα τελευταία χρόνια, ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, οι δυό αυτοί άγιοι και πολλές φορές κι ἄλλοι στρατιωτικοί άγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι απάνω σε άλογα, σε άσπρο ο άγιος Γεώργης, σε κόκκινο ο άγιος Δημήτρης. Κι ὁ μεν ένας κονταρίζει ένα θεριό κι ὁ άλλος έναν πολεμιστή, τον Λυαίο.
Ο άγιος Δημήτριος περισκεπάζει όλη την οικουμένη, όπως λέγει το τροπάρι του, αλλά ιδιαίτερα προστατεύει τη Θεσσαλονίκη, που τη γλύτωσε πολλές φορές και στέκεται κι ἀνθίζει ως τα σήμερα, καινούριος μέγας Αλέξαντρος, που η δύναμή του κ ἡ αντρεία του δεν χαθήκανε με το θάνατό του, όπως έγινε στον Αλέξαντρο, αλλά ζει και φανερώνεται στον αιώνα, σ ὅσους τον παρακαλάνε με θερμή καρδιά.
Η πατρίδα του βρίσκεται ολοένα σε κίνδυνο και σε σκληρές περιστάσεις κι ὁλοένα τον κράζει να τη βοηθήσει και να γλυτώσει.
Βίος Αγίου Δημητρίου
Ο άγιος Δημήτριος, ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260 μ.X.
Οι γονιοί του ήτανε επίσημοι άνθρωποι κι ὁ Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα που είχε από το γένος του, ήτανε στολισμένος και με χαρίσματα άφθαρτα, με φρονιμάδα, με γλυκύτητα, με ταπείνωση, με δικαιοσύνη και με κάθε ψυχική ευγένεια. Όλα τούτα ήτανε σαν ακριβά πετράδια που λάμπανε απάνω στην κορόνα που φορούσε, κι αυτή η κορόνα ήτανε η πίστη στον Χριστό.
Εκείνον τον καιρό βασίλευε στη Ρώμη ο Διοκλητιανός κι εἶχε διορισμένον καίσαρα, στα μέρη της Μακεδονίας και στα ανατολικά, ένα σκληρόκαρδο και αιμοβόρον στρατηγό που τον λέγανε Μαξιμιανό, θηρίο ανθρωπόμορφο, όπως ήτανε όλοι αυτοί οι πολεμάρχοι, που βαστούσανε κείνον τον καιρό με το σπαθί τον κόσμο, ο Διοκλητιανός, ο Μαξέντιος, ο Μαξιμίνος, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, πετροκέφαλοι, αγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, με λαιμά κοντά και χοντρά σαν βαρέλια, αλύπητοι, φοβεροί.
Η παραδοχή του Αγίου Δημητρίου
Αυτός διώρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης κι ὅταν γύρισε από κάποιον πόλεμο, μάζεψε τους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη για να κάνουνε θυσία στα είδωλα.
Τότε ο Δημήτριος είπε πως είναι χριστιανός και πως δεν παραδέχεται για θεούς τις πελεκημένες πέτρες.
Ο Μαξιμιανός φρύαξε και πρόσταξε να τον δέσουνε και να τον φυλακώσουνε σ΄ ένα λουτρό. Όσον καιρό ήτανε φυλακισμένος, ο κόσμος πρόστρεχε με θρήνο κι άκουγε τον Δημήτριο που δίδασκε το λαό για την πίστη του Χριστού.
Ένα παλληκαρόπουλο, ο Νέστορας, πήγαινε κι αυτός κάθε μέρα κι ἄκουγε τη διδασκαλία του. Εκείνες τις ημέρες, παλεύανε πολλοί αντρειωμένοι μέσα στο στάδιο κι ὁ Μαξιμιανός χαιρότανε γι’ αυτά τα θεάματα· μάλιστα είχε σε μεγάλη τιμή έναν μπεχλιβάνη που τον λέγανε Λυαίο, άνθρωπο θηριόψυχο και χεροδύναμο, ειδωλολάτρη και βλάστημο, φερμένον από κάποιο βάρβαρο έθνος.
Βλέποντας ο Νέστορας πως τους είχε ρίξει κάτω όλους αυτός ο Λυαίος, και πως καυχιότανε πως είχε τη δύναμη του Άρη και πως κανένας ντόπιος δεν αποκοτούσε να παλέψει μαζί του, πήγε στη φυλακή και παρακάλεσε τον άγιο Δημήτριο να τον βλογήσει για να ντροπιάσει τον Λυαίο και τον Μαξιμιανό και τη θρησκεία τους.
Η βοήθεια προς τον Νεαρό Νέστορα
Κι ὁ άγιος Δημήτριος έκανε την προσευχή του και τον σταύρωσε και παρευθύς έδραμε ο Νέστορας στο στάδιο και πάλεψε με κείνον τον άγριο το γίγαντα και τον έριξε χάμω και τον έσφαξε. Τότε ο Μαξιμιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και μαθαίνοντας πως ο Νέστορας ήτανε χριστιανός και πως τον είχε βλογήσει ο Δημήτριος, πρόσταξε να τους σκοτώσουνε.
Σαν πήγανε στη φυλακή οι στρατιώτες, τρυπήσανε τον Δημήτριο με τα κοντάρια και έτσι πήρε τ ἀμάραντο στέφανο, στις 26 Οκτωβρίου 296· μάλιστα είναι γραμμένο πως σαν είδε τους στρατιώτες να ρίχνουνε τα κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τον πήρανε οι κονταριές στο πλευρό, για να αξιωθεί το τρύπημα της λόγχης που δέχτηκε ο Χριστός στην πλευρά του κ ἔβγαλε αίμα και νερό η λαβωματιά του.
Τον Νέστορα τον αποκεφαλίσανε την άλλη μέρα έξω από το κάστρο. Οι χριστιανοί σηκώσανε τα άγια λείψανα και τα θάψανε αντάμα, κι ἀπὸ τον τάφο έβγαινε άγιο μύρο που γιάτρευε τις αρρώστιες, για τούτο τον λένε και μυροβλύτη.
Η εκκλησία πάνω στον τάφο του Αγίου Δημητρίου
Απάνω στον τάφο χτίσθηκε εκκλησιά, τον καιρό που βασίλεψε ο μέγας Κωνσταντίνος. Στα κατοπινά χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησιά η τωρινή και στα 1143 ο βασιλέας Μανουήλ ο Κομνηνός έστειλε και πήρε στην Κωνσταντινούπολη την εικόνα του αγίου και την έβαλε στο μοναστήρι του Παντοκράτορος που ήτανε χτισμένη η εκκλησία του από τους Κομνηνούς και που τη λένε σήμερα Ζεϊρέκ και την είχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οι ντερβίσηδες. Στα εικονίσματά του είναι ζωγραφισμένος απάνω σε κόκκινο αντρειωμένο άλογο, που κοιτάζει σαν άνθρωπος, ομορφοσελωμένο, στολισμένο με χάμουρα και με γκέμια χρυσά, με τα μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στον αγέρα, με την ουρά ανακαμαριασμένη, αλαφιασμένο από τον Λυαίο που κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος από το κοντάρι του αγίου Δημητρίου.