Άγιος Δημήτριος: Μετά το θάνατο του βασιλέως Μαξιμιανού ανήλθε στο θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος διόρισε κάποιο στρατηγό στη Μεγάλη Βλαχία, που ονομαζόταν Λεόντιος
Αυτός αρρώστησε στη Θεσσαλονίκη τόσο βαριά, ώστε προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει. Κανένας ιατρός δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει. Οταν έμαθε όμως, ότι ο τόπος στον όποιο βρισκόταν το λείψανο του Αγίου Δημητρίου κάνει θαύματα, πηγε βασταζόμενος στον τάφο του Αγίου, κι αμέσως, γιατρεύθηκε.
Μετά από αυτό ξόδεψε αρκετά χρήματα και έκτισε Ναό στη Θεσσαλονίκη, του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.
Στη συνέχεια, όταν πήγε στην Μεγάλη Βλαχία, θέλησε να λάβει μέρος άπό το λείψανο του Αγίου και να κτίσει και εκει Ναό.
Ο Αγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του είπε: Να μη με διαχωρίσεις αλλά να με αφήσεις ακέραιο στην πατρίδα μου.
Τότε δεν τόλμησε να πειράξει το λείψανο και πήρε μόνο χώμα άπό τον τάφο. Βρήκε επίσης το μαντήλι και το δαχτυλίδι του Αγίου τα όποια πήρε και έθεσε σ ένα κιβώτιο. Οταν έφθασε στον Δούναβη, τον βρήκε πλημμυρισμένο και δεν μπορούσε να περάσει, οπότε αναρωτιόταν τι να πράξει.
Τη νύχτα λοιπόν παρουσιάσθηκε ο Αγιος και του ειπε: Μη λυπάσαι, Λεόντιε, αύριο να πάρεις το κουτί το όποιο περιέχει το δακτυλίδι και το μανδήλι μου, να το κρατάς στα χέρια σου και να περάσεις τον ποταμό άφοβα. Το ίδιο να κάνουν και οι άλλοι, τους οποίους έχεις μαζί σου και θα έλθετε με τη βοήθεια του Θεού αβλαβείς. Το πρωί έκανε ότι πρόσταξε ο Αγιος και, άφου πήγε στην επαρχία του, έκτισε εκει και άλλο Ναό στο όνομα του Αγίου Δημητρίου.