Άγιος Άνθιμος: Ο Μάρτυρας και Επίσκοπος Άνθιμος γεννήθηκε στην περίφημη πόλη της Νικομήδειας, από ευσεβείς και ευγενείς γονείς. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης.

Καταγωγή του

Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, η θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στις ψυχές των πιστών. Γι’ αυτό και τον ανέβασαν στον υψηλό βαθμό της ιερωσύνης.

Η εκ Θεού εκλογή του

Όταν εκοιμήθη ο τότε Επίσκοπος Νικομήδειας Κύριλλος, και χήρεψε από ποιμένα η Εκκλησία και πενθούσε την ερημιά της και θρηνούσε την συμφορά της, τότε οι πρώτοι της Νικομήδειας μαζί με τους Κληρικούς της Εκκλησίας απεφάσισαν ομόφωνα να αναδείξουν Επίσκοπο τους τον ιερότατο Άνθιμο.

Αφού μπήκαν στην Εκκλησία παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους αποκαλύψει, εάν αυτό αρέσει και σε Αυτόν, και εάν έχουν σύμφωνη και την άνωθεν ψήφο.

Αμέσως δε άστραψε μεγάλο και θαυμαστό φως, και ακούσθηκε θεία φωνή που προσμαρτυρούσε υπέρ του Ανθίμου και επικύρωνε την ψήφο τους, και μάλιστα τους προέτρεπε, να φέρουν εις πέρας το γρηγορότερο δυνατόν την απόφαση αυτή.

Έτσι αφού εκλέχτηκε από τον Θεό ο θείος Άνθιμος ανέλαβε την διακυβέρνηση της Εκκλησίας και τον θρόνο κατάλαβε άξιος και καλός ποιμένας ο οποίος την στόλισε.

Ο Άνθιμος, ως αγαθός Κυβερνήτης, συγκέντρωσε όλη την προσοχή του σε αυτόν μόνον τον σκοπό, να καταπραΰνει δηλαδή την δύσκολη ταραχή της ασεβείας και να φέρει στο λιμάνι του Θεού τις συμπλέουσες ψυχές.

Ο διωγμός

Ενώ έτσι θεάρεστα επορεύετο ο Άγιος, ξαφνικά σηκώνεται βαρύς χειμώνας και επειδή η καταιγίδα που ξέσπασε ήταν σφοδρή όσο ποτέ άλλοτε, επηρέασε όλους τους χριστιανούς.

Διότι όταν επέστρεψε ο Μαξιμιανός νικητής από τον πόλεμο εναντίον των Αιθιόπων το έτος 306, διέταξε αμέσως όλους να συγκεντρωθούν στην Νικομήδεια, για να θυσιάσουν στους θεούς του.

Έτσι κηρύχθηκε τότε εκείνος ο βαρύτατος και μέγιστος διωγμός κατά των χριστιανών, ο οποίος προχωρούσε καθημερινά σε όλη την γη.

Έτσι άλλοι μεν από τους Χριστιανούς έφευγαν στα όρη και στα σπήλαια άλλοι δε με διάφορους τρόπους εθανατώνοντο, και οι μεν Ιερές Μονές ερημώνοντο, τα δε Ησυχαστήρια των Παρθένων παντελώς κατεδαφίζοντο.

Η παρθένος Θεοφίλη

Τότε οι δήμιοι σαν άγρια θηρία άρπαξαν και μία παρθένο, και στην ψυχή και στο σώμα, που ονομαζόταν Θεοφίλη, την οποίαν οδήγησαν βίαια στο εργαστήριο της ντροπής. Αυτή δε η μακαρία, βλέπουσα προς τον ουρανό, φώναξε με δάκρυα.

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο έρως, το φως μου και ο φύλαξ της ζωής μου, ιδε την νυμφευθείσαν σοι, Νυμφίε μου άμωμε, και λύτρωσαί με από των θηρίων τούτων, φύλαξον δε την παρθενίαν μου άσπιλον εις δόξαν και αίνον του Παντοδυνά μου σου ονόματος».

Διάβαζε δε το Ιερό Ευαγγέλιο. Τότε ένας από τους ασεβείς μπήκε σε αυτό το σπίτι για να πράξη την επιθυμία του και αμέσως τρέμοντας απέθανε. Στη συνέχεια μπήκε άλλος και είδε φως υπέρλαμπρο και από την λαμπρότητα του φωτός έμεινε τυφλός.

Αυτό το έπαθαν πολλοί άλλοι. Όσοι όμως μπήκαν με σωφροσύνη στο σπίτι αυτό, είδαν έναν ωραίο και υπέρλαμπρο Άγγελο, να στέκεται στα δεξιά της, και τρόμαξαν, βλέποντας ένα τέτοιο παράδοξο θαύμα. Όταν δε βγήκαν έξω φώναξαν. «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών».

Ο θείος εκείνος Άγγελος πήρε την παρθένο εκείνη αμόλυντη από την αισχρή εκείνη οικία και βγήκε μαζί της και περπατώντας την οδήγησε στην Εκκλησία των πιστών, λέγοντάς της. «Ειρήνη σοι». Τότε η Θεοφίλη λάμπουσα και χαίρουσα κτύπησε την πόρτα και μπήκε στην Εκκλησία.

Την νύκτα εκείνη ο Ιεράρχης Άνθιμος εόρταζε μαζί με όλους τους χριστιανούς την Γέννησι του Χριστού.

Οι πιστοί, όταν είδαν χωρίς να το περιμένουν την Θεοφίλη, θαύμασαν. Αυτή δε μαζί με τους άλλους που πίστεψαν από αυτήν, διηγήθηκαν όσα ο Παντοδύναμος Θεός έκανε θαυμάσια, δοξάζοντες και ευχαριστούντες Αυτόν.

«Ιδού καιρός εύπρόσδεκτος ιδού καιρός σωτηρίας»

Όταν άκουσε αυτά ο Μαξιμιανός διέταξε να ανάψουν αμέσως ξύλα γύρω από την Εκκλησία, για να καούν όλοι οι χριστιανοί που ήσαν μέσα στην Εκκλησία.

Τότε κατάλαβε ο θείος Ιεράρχης Άνθιμος τι επρόκειτο να συμβεί και πλημμυρισμένος, από την θεία Χάρι στάθηκε στο θυσιαστήριο λέγοντας: «Θυμηθείτε αδελφοί μου φιλόχρηστοι και τέκνα εν Κυρίω, πόσες φορές θαυμάσαμε την ανδρεία των Αγίων Τριών Παίδων και την ευσέβεια τους, οι οποίοι στεκόμενοι στο μέσον της φωτιάς, καλούσαν όλη την κτίσι να υμνήση τον Κτίστη.

Ας γίνουμε λοιπόν και μεις συγκοινωνοί της δόξας τους. Εκείνοι μεν ήσαν Τρεις και δεν είχαν άλλο προηγούμενο παράδειγμα, εμείς όμως είμαστε τόσοι πολλοί και έχουμε για παράδειγμα όχι μόνον εκείνους, αλλά και τον Κύριο της δόξης, που κρεμμάστηκε επί του ξύλου για την σωτηρία μας.

Πως και μεις από αυτό να μη γίνουμε συγκοινωνοί στο Άγιο Πάθος Του; Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός σωτηρίας. Ας διώξουμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας ενδυθούμε τα όπλα του φωτός, για να αξιωθούμε της αιωνίου Βασιλείας».

Οι δισμύριοι Μάρτυρες

Αυτά αφού είπε ο αείμνηστος Άνθιμος και συναγωνιζόμενος μαζί τους, βαπτίζει τους κατηχούμενους και αφού έκαμε την θεία Λειτουργία, μετέδωσε σε όλους τα θεία και Άχραντα Μυστήρια.

Εν τω μεταξύ άναψαν από έξω όλα τα φρύγανα, οι δε Άγιοι από μέσα έψαλλαν την υμνωδία των Αγίων Τριών Παίδων, επικαλούμενοι όλη την Κτίσι προς υμνωδία και δοξολογία του Θεού.

Και έτσι κατεκάησαν όλοι όσοι βρέθηκαν στην Εκκλησία οι οποίοι ήσαν είκοσι χιλιάδες. Ο Άγιος Άνθιμος όμως δεν κάηκε, αλλά διαφυλάχθηκε αβλαβής από την θείαν χάρι, για να ωφελήσει και άλλους από την διδασκαλία του, και να βαπτίσει και προσφέρη αυτούς σεσωσμένους στον Χριστό.

Έτσι ανεχώρησε σε κάποια κωμόπολη, για να φροντίσει για το υπόλοιπο ποίμνιο σαν καλός ποιμένας, σπέρνοντας τον λόγο της αληθείας και πολλαπλασιάζοντας το τάλαντο της πίστεως, επιστρέφοντας πολλούς στην γνώση του Θεού και στηρίζοντας τους στην ορθή πίστη.

Ο Άγιος φιλοξενεί τους διώκτες του

Και πάλι καταγγέλλεται στον βασιλέα εκείνος, ο οποίος τότε μεν ήταν πολύ σπουδαίος μεταξύ των Ιεραρχών, μετά δε από λίγο ήταν πολύ μεγάλος και μεταξύ των Μαρτύρων. Τότε ο Μαξιμιανός στέλνει είκοσι έφιππους στρατιώτες για να τον συλλάβουν και να τον φέρουν ενώπιόν του.

Οι ιππείς οι οποίοι στάλθηκαν στην Σμύρνη, αυτό ήταν το όνομα της κωμοπόλεως, ευρίσκουν εκεί τον Άγιο και χωρίς να τον γνωρίζουν, ρωτούσαν τον ίδιο τον Άνθιμο περί του Ανθίμου, ποιος είναι και σε ποιο μέρος της κωμοπόλεως κατοικούσε.

Ο αγαθός, φιλόξενος και φιλαλήθης πατέρας, πρώτα μεν τους φιλοξένησε και παρέθεσε σε αυτούς δείπνο, έπειτα τους λέγει, ότι ο ίδιος είναι ο Άνθιμος.

Όταν εκείνοι το άκουσαν έμειναν εκστατικοί, και καθόλου δεν μπορούσαν να αντικρύσουν το λευκό του κεφάλι, σκεπτόμενοι βαθειά αφ’ ενός μεν την τράπεζα, το δείπνο και την φιλοξενία, αφ’ ετέρου δε για ποιο σκοπό στάλθηκαν και για ποιο σκοπό πρόκειται να τον φέρουν ενώπιον του Μαξιμιανού. Πάντως για κακό σκοπό και για σίγουρη τιμωρία.

Ως εκ τούτου περισσότερο ελυπούντο ψυχικά και από εντροπή δεν μπορούσαν να αντικρύσουν τον Άνθιμο διότι τους είπε την αλήθεια για τον σεβάσμιο άνδρα, τον οποίον ζητούσαν, και από το στόμα του άκουσαν και από την γλώσσα του έμαθαν, ότι αυτός είναι ο Άνθιμος. Θαύμαζαν δε την φιλαλήθειά του και τον προέτρεπαν μάλιστα να φύγει από εκεί.

Διότι γνώριζαν ότι κανένα καλό δεν θα απολαύσει όταν παρουσιασθεί στον Μαξιμιανό. Έτσι είπαν: «Σε μας είναι αρκετό να απολογηθούμε και να πούμε, ότι σε όλη την Νικομήδεια τον ζητήσαμε, αλλά δεν μπορέσαμε να τον βρούμε».

Κατηχεί και βαπτίζει τους διώκτες του

Ο Ιερός όμως Άνθιμος, που πάντα μελετούσε τις εντολές του Θεού, και διδάσκοντας και προτρέποντας όλους να έχουν την αλήθεια στην καρδιά τους, ούτε και ανεχόταν με τα χείλη τους να πούνε ψέμα γι αυτόν, άλλωστε και επειδή διψούσε τον θάνατο υπέρ του Χριστού, ανεχώρησε από εκεί μαζί τους.

Ενώ δε βάδιζαν στο δρόμο τους έδωσε πολλές ευσεβείς συμβουλές και τους δίδαξε περί των μελλόντων αγαθών, και κάθε ασεβή λογισμό εξαφάνισε και αφού τους προετοίμασε την ψυχή τους για να δεχθούν τις θείες επαγγελίες του Ιερού Ευαγγελίου, διαβάζει τις ευχές και όταν έφθασαν σε κάποιο ποτάμι τους βαπτίζει, και κατόπιν πάλι συνέχισαν την οδοιπορία τους, μέχρις ότου έφθασαν στην πόλι.

Μπροστά στον τύραννο

Το έτος 288 έφθασε ο Άγιος στο τυραννικό βήμα, με δεμένα πίσω τα χέρια σύμφωνα με την διαταγή του βασιλέως, έχοντας όμως τον νου του στον ουρανό, ζητώντας δε και την εξ ύψους βοήθεια.

Ο βασιλεύς θέλοντας να επιδείξει στον μακάριο Άνθιμο από υψηλή θέα το πικρό της δοκιμασίας των βασάνων, στην αρχή μεν του συμπεριφέρθηκε, με ήπιο τρόπο αφού προηγουμένως έδειξε δημόσια τα όργανα των βασανιστηρίων, έπειτα δε τον κάλεσε και του είπε: «Συ είσαι ο λεγόμενος Άνθιμος, ο οποίος έχει πλανηθεί στην πίστη του Χριστού, που ως απλός και ευκολόπιστος άνθρωπος απατήθηκες, και εκτοξεύεις χιλιάδες ύβρεις εναντίον των δικών μας θεών;»

Ο γενναίος του Χριστού αθλητής, ο οποίος και για τα όργανα των βασανιστηρίων και για τα λόγια του τυράννου γέλαγε, του είπε: «Γνώριζε, βασιλιά, δεν θα ήθελα να σου απαντήσω σε αυτά, εάν δεν με έπειθε ο ιερός διδάσκαλος Παύλος διδάσκοντας: «Έτοιμους ημάς είναι παντί τω αιτούντι λόγον διδόναι.

Επηγγείλατο γαρ ημίν ο Θεός στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι ημίν», διότι εγώ και πιο μπροστά γνώριζα καλά την πολλή σου παχύτητα εξ αιτίας της πλάνης των ειδώλων.

Τώρα εσένα και τους δικούς σου, όπως λέγεις, θεούς θα αποδείξω φανερά αναίσθητους, διότι ήλπιζες να με προσυλητήσεις και να με πάρεις από τον Δημιουργό των απάντων, ο οποίος και σένα το αχάριστο πλάσμα τίμησε με την δική του εικόνα.

Αλλά γιατί με έφερες δεμένο σε αυτό το βήμα και παρέταξες τα όργανα των βασάνων; Ελπίζεις ότι με αυτά θα με πείσεις ή ότι με αυτά θα με καταπλήξεις; Σε άλλους αγενείς πρόσφερε αυτά, στους οποίους ο παρών βίος είναι ηδονή και η στέρησις τους είναι μεγάλη τιμωρία.

Σε μένα όμως και αυτό το χωματένιο σώμα είναι χειρότερο από κάθε φυλακή διότι εμποδίζει την ψυχή μου να διαβεί προς τον Θεό που ποθώ. Ώστε απειλές, τιμωρίες και βάσανα είναι πιο επιθυμητά σε μένα από κάθε τρόπο ζωής, τον οποίον κατόπιν ακολουθεί ο θάνατος, ο οποίος όταν με ελευθερώσει από τα δεσμά της σάρκας θα με οδηγήσει σε αυτά που ποθώ».

Αρχίζουν τα βασανιστήρια

Αυτά αφού απολογήθηκε ο μεγάλος κατά την αρχιερωσύνη και ακόμη μεγαλύτερος κατά την άθληση, του είπε ο βασιλεύς: «Αυτά είναι μεγάλη φλυαρία, θα δεις δε μετά από λίγο». Αμέσως τότε διατάζει να τον κτυπούν με πέτρες.

Ο γενναίος Άνθιμος επειδή από την αρχή ποθούσε την άθληση για τον Χριστό και ήλπιζε να λάβει από την θεία πρόνοια το στεφάνι της αθλήσεως, γι αυτό με πραότητα δεχόταν και τις παρούσες πληγές για να πετύχει δε λαμπρότερα έπαθλα, χλευάζει τον τύραννο, και κατάκαιε την ψυχή του με την φλόγα της μανίας και τον προκαλούσε για πιο βαριές τιμωρίες, λέγοντας: «Θεοί, οι οποίοι τον ουρανό και την γη δεν έφτιαξαν, ας χαθούν».

Ο λόγος αυτός του Μάρτυρα κατατρυπούσε το κέντρο της καρδιάς του Μαξιμιανού και αμέσως διατάζει, με πυρωμένες περόνες να τρυπήσουν τους αστραγάλους του.

Στον Μάρτυρα όμως το βασανιστήριο αυτό ήταν μεγάλη ευχαρίστηση, διότι πετύχαινε αυτά που ποθούσε και απέδιδε μικρή χάρι στον Μαξιμιανό για τις τιμωρίες, διότι με αυτόν τον τρόπο διψούσε ο Άνθιμος, να ενωθεί με τον Χριστό λέγοντας το προφητικό ρητό: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ισχυρόν, τον ζώντα, πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού μου;»

Μεγάλα μαρτύρια

Ο Μαξιμιανός έχοντας πνεύμα τυραννικό νόμιζε, ότι εξ αιτίας των μεγάλων βασανιστηρίων θα νικήσει την γενναία σταθερότητα του Μάρτυρα.

Έτσι διατάζει να στρωθεί στο έδαφος όστρακο, και έπειτα να τον απλώσουν γυμνό επάνω σε αυτό και να δέρνουν τον αθλητή με ράβδους όσο πιο πολύ μπορούσαν, ώστε, με τις πληγές από τα ραβδίσματα από πάνω, και με στρωμένα από κάτω όστρακα να αισθανθεί η ψυχή του διπλάσιο πόνο.

Ο Άνθιμος όμως ούτε και με το βασανιστήριο αυτό απελπίσθηκε για την νίκη, αλλά παρακαλούσε τον Κύριο λέγοντας. «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Βασιλεύ των αιώνων, ότι περιέζωσάς με δύναμιν εξ ύψους, και τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον, και τους μισούντας με εξωλόθρευσας, και συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ’ εμέ υποκάτω μου».

Τότε ο Μαξιμιανός επινοεί και άλλα βασανιστήρια και διατάζει να καύσουν χάλκινες περικνημίδες και να τις βάλουν στον Μάρτυρα.

Η θεία Χάρις τον ενισχύει

Όσο όμως χρόνο οι μακάριοι εκείνοι πόδες υπέφεραν τα σφοδρότατα και αφόρητα βασανιστήρια των πυρακτωμένων περικνημίδων, θεία Χάρις ήλθε από ψηλά στον γενναίο Μάρτυρα και φωνή ακούσθηκε που τον ενίσχυε περισσότερο και του υποσχόταν μεγάλα βραβεία, η οποία έλεγε. «Εντός ολίγου δια λαμπρώς ακτινοβολούντος στεφάνου εξ ανθέων αθλοφορεί».

Η φωνή αυτή χαροποιεί αμέσως την ψυχή του και κάνει το πρόσωπό του χαρούμενο στα δε χείλη του φαίνεται χαριτωμένο μειδίαμα, που μαρτυρούσε την εσωτερική γαλήνη της καρδιάς του.

Βλέποντας αυτά ο Μαξιμιανός απορούσε, όπως ήταν φυσικό, και θαύμαζε για αυτά. Αλλά από την απιστία του ονόμαζε αυτά μαγικά και ρωτούσε να μάθει την αιτία.

Ο δε δίκαιος είπε: «Βασιλιά, τα παρόντα θαυμάσια, τα οποία βλέπεις, είναι προοίμνια μόνο καλά και αληθινή επαγγελία των μελλόντων, σε λίγο δε θα καταλάβεις, ότι μάταια κομπάζεις, και εκείνους τους οποίους ονομάζεις θεούς θα αποδείξω ότι είναι πολύ κατώτεροι της ανθρωπίνης δυνάμεως, ώστε να μετανοήσεις για την εμπειρία των βασάνων, την οποίαν επιδεικνύεις σε μένα».

Οι δήμιοι παρέλυσαν

Εξ αιτίας αυτού οργίσθηκε ο βασιλεύς και διατάζει να δέσουν τον Μάρτυρα πάνω σε τροχό και να τον περιστρέφουν συνεχώς, συγχρόνως δε με λαμπάδες και φωτιά να κατακαίουν τις σάρκες του και έτσι να διαλύωνται. Η διαταγή αυτή του Μαξιμιανού έγινε αμέσως έργο και οι δήμιοι που κρατούσαν τις λαμπάδες στα χέρια τους πλησίασαν την φωτιά στον τροχό.

Οι δε ψυχές τους οι οποίες ήσαν θερμότερες από την φωτιά που κρατούσαν στα χέρια τους, επιθυμούσαν να μεταβάλουν ολόκληρο τον Αθλητή σε φλόγα. Αλλά ω του θαύματος!

Σταμάτησε αμέσως να κινείται ο τροχός, οι δε δήμιοι έπεσαν κάτω, έπεσαν δε από τα χέρια τους οι λαμπάδες, επειδή τα χέρια τους έμειναν σαν νεκρά και παράλυτα και ναρκώθηκαν σαν από κάποιο ύπνο.

Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος θύμωσε ο βασιλεύς και κατέκρινε τους δημίους, ως αμελείς των διαταγών του και ανίκανους στα χέρια τους.

Ο δε τύραννος αγνοώντας ότι θεία δύναμη έσβησε την δύναμη τους, νόμιζε ότι η οκνηρία τους ήταν η αιτία. Γι αυτό έλεγε: «πως, αφού με τόση τόλμη ήλθατε, τώρα σας έχει καταβάλει η οκνηρία;

Αυτόν λοιπόν προτιμήσατε από τις διαταγές μου, ώστε αυτά που έχουμε πετύχει να τα εγκαταλείψουμε ημιτελή, στο έδαφος δε ξαπλώσατε για να ευχαριστηθείτε, καταβεβλημένοι δήθεν από την κούραση και θέλετε δήθεν να ξεκουρασθείτε;».

Τότε οι δήμιοι του είπαν: «Ώ βασιλεύ, ούτε αμελείς είμαστε στις δικές σου διαταγές, ούτε τολμήσαμε κάτι τέτοιο, ούτε από οκνηρία καταληφθήκαμε, ούτε από τον πολύ κόπο απέκαμαν τα χέρια μας, αλλά κάποια φοβερά όψι που φανερώθηκε σε μας, παρέλυσε τα χέρια μας και ολόκληροι είμαστε διαλελυμένοι και έχομε ατονία.

Διότι τρεις άνδρες, λαμπροί μεν στην όψι, με λευκά ενδύματα, φοβεροί δε στην εμφάνιση, φανερώθηκαν σε μας με άγριο βλέμμα και έστρεψαν την φωτιά με τις αναμένες λαμπάδες εναντίον μας, και αμέσως διέταξαν να απομακρυνθούμε από τον Άνθιμο, και χαρούμενοι τον αποκαλούσαν υπηρέτη του Θεού.

Έτσι αφού μας κατενίκησαν μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση, που μας βλέπεις». Όσο δε αυτοί έλεγαν αυτά, και ο τροχός δεν έρχονταν γύρω, ο Μάρτυρας θερμότερα ευχαριστούσε τον Θεό και απελάμβανε μεγαλύτερη χάρι.

Ο Μαξιμιανός θέλοντας να αποδείξει, ότι αυτό συνέβη από αμέλεια των δημίων και όχι από την μαρτυρική παρρησία του προς τον Θεό, τον απειλούσε να τον θανατώσει με ξίφος εάν δεν θυσιάσει στους θεούς.

Ο θείος Άνθιμος την απειλή την δεχόταν με μεγάλη ευχαρίστηση, παρακαλώντας τον Θεό με όλη την καρδιά του, να αξιωθεί του χορού των Δισμυρίων Μαρτύρων συγχρόνως δε τον ευχαριστούσε να λέγει: «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός».

Ο δε Μαξιμιανός, επειδή έβλεπε, ότι το τέλος του Ανθίμου θα αποβεί μάλλον κατά την επιθυμία του είπε: «Γνωρίζω την δοξομανία και το φιλότιμο εσάς των Χριστιανών και ότι για την ανταπόδοση αυτού του τολμήματος, που κάνετε και για να πετύχετε το όνομα που επιθυμείτε, προτιμάτε και αυτό το έσχατο όλων των κακών τον βίαιο θάνατο.

Αλλά συ τίποτα δεν θα πετύχεις αλλά αφού πρώτα σε τιμωρήσω πολύ, έπειτα και του παρόντος φωτός θα σε στερήσω, διότι δεν σου αξίζει να απολαμβάνεις τέτοια ηδονή και τέτοια μεγάλα αγαθά».

Ο δε Μάρτυρας είπε: «Αλήθεια δεν μου είναι άξια η παρούσα ηδονή ούτε το φως. Έτσι τύφλωσε τους οφθαλμούς μου για να μη σε βλέπω εσένα το αχάριστο πλάσμα».

Οδηγείται στη φυλακή

Κατόπιν πήραν εκείνοι οι κακούργοι τον Άγιο και τον οδηγούσαν σύμφωνα με την διαταγή του βασιλέως στην φυλακή. Αλλά η θεοφθόγγος γλώσσα του πάλι έψαλλε προς τον Θεό όπως συνήθιζε και ξαφνικά ελευθερώνεται ο Άγιος από τις αλυσίδες και τα δεσμά.

Το θαύμα αυτό δεν άφησε ασυγκίνητους τους δήμιους που τον πήγαιναν στη φυλακή, αλλά πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη έμειναν εκεί βλέποντες ένα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο.

Διότι η θεία Χάρις ήλθε από τον ουρανό και φως εξαστράπτουσα περιεκύκλωσε τον Μάρτυρα, τους δε δημίους, που τον οδηγούσαν με τα σιδερένια εκείνα δεσμά, με τα οποία ήταν δεμένος ο Άγιος ρίχνει κάτω στην γη χωρίς να μπορούν να πούνε κάτι ούτε και αυτά τα μάτια τους δεν μπόρεσαν να καλύψουν.

Ο Μάρτυρας αφού τους σήκωσε τους είπε να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους. Τέλος ο Άνθιμος μπήκε στη φυλακή χαρούμενος σα να έμπαινε σε πλούσιο τραπέζι και αφού πρόσφερε σε όσους βρισκότανε εκεί τον άρτο της πίστεως, με πολλή αγάπη τους δίδαξε την αληθινή πίστη του Χριστού και τους βάπτισε.

Ο Μαξιμιανός, όταν έμαθε αυτό το γεγονός επειδή φοβήθηκε μήπως χάσει εξ αιτίας του και άλλους πολλούς, φέρνει και πάλι τον Αθλητή μπροστά του και τον παροτρύνει πάλι να θυσιάσει στους θεούς του, υποσχόμενος ως ανταμοιβή αν συμφωνήσει, να τον κάνη ιερέα των ειδώλων.

Ιερεύς Χριστού

Ο θείος Άνθιμος με πολλή παρρησία του λέγει: «Εγώ και προτού μου υποσχεθείς είμαι Ιερεύς του πρώτου καλού ποιμένος και Αρχιερέως Χριστού του Θεού, ο οποίος από την μεγάλη του φιλανθρωπία και την άκρα συγκατάβαση, ενώ είναι άϋλος και απερίληπτος, όχι μόνον έγινε άνθρωπος παίρνοντας την δική μας σάρκα, αφού κατέβηκε μέχρι εμάς, και για εμάς πράττοντας αυτά, αλλά και τον εαυτόν του προσέφερε θυσία, για τις αμαρτίες μας, σταυρωθείς και υπομένοντας οδυνηρό θάνατο και αφού μετά τρεις μέρες αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς, πάλι μετέφερε εμάς εκεί από όπου με τον παρακοή μας είχαμε πέσει.

Αυτού είμαι Ιερεύς και σε αυτόν προτιμώ να προσφέρω τον εαυτόν μου θυσίαν, τα δε δικά σου και οι δικοί σου λεγόμενοι θεοί είναι άξιοι μόνον του σκότους και των θρήνων μάλλον δε είναι άξιοι χλευασμού εξ αιτίας της δικής σας απώλειας και συμφοράς».

Το τέλος του Αγίου

Τότε πολύ ογίσθηκε ο Μαξιμιανός και διατάζει να θανατώσουν τον γενναίο Άνθιμο. Οδηγείται λοιπόν ο Αθλητής, προς τον θάνατο με μεγάλη ευχαρίστηση, ένεκα της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών, διότι επρόκειτο να περάσει με τον θάνατο στην ζωή, ευχαριστούμενος μαζί με τους Αγίους Αγγέλους και τους Μάρτυρες στις αιώνιες σκηνές.

Αφού δε ζήτησε λίγο χρόνο να προσευχηθεί, προσευχήθηκε για τελευταία φορά, και έτσι ενώ προσευχόταν στο Θεό του έκοψαν την μακαρία του κεφαλή την τρίτη του μηνός Σεπτεμβρίου, και στον τρισήλιο Θεό παραδίδει τον αγία και μακαρία ψυχή του κατά το έτος 304 μ.Χ.

Το απόγευμα ήλθαν μερικοί πιστοί οι οποίοι με σεβασμό και λαμπρότητα πήραν το τίμιο εκείνο σώμα και με μεγάλο σεβασμό το ενταφίασαν στον ίδιο εκείνο τόπο, δοξάζοντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Φωστὴρ Νικομηδείας ἀνεδείχθης πολύφωτος, καὶ πάσης Ἐκκλησίας Πάτερ Ἄνθιμε πρόβολος· ἀθλήσας γὰρ στεῤῥῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, πλουσίων ἠξιώθης δωρεῶν· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ἀσματικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες: Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.