Η Αγία Θεοδώρα καταγόταν από την Αγιοτόκο και Ηρωοτόκο Πελοπόννησο γι’ αυτό και από κάποιους ονομάζεται Αγία Θεοδώρα η «Πελοποννήσια». Ως προς την καταγωγή της πιθανότερες περιοχές φαίνεται να είναι η Αρκαδία και η Μεσσηνία.
Έζησε κατά τον 9ον αιώνα μ.Χ. (κατά άλλους τον 10ο αιώνα μ.Χ.) δηλαδή στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι πτωχοί και άσημοι αλλά αγαπούσαν τον Θεό και μετέδωσαν στα παιδιά τους την πίστη στο Χριστό. Από μικρή ηλικία η Θεοδώρα, σε σχέση με τα άλλα της αδέλφια, είχε μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τα θεία. Αγαπούσε τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που επιθύμησε να αφιερώσει όλη της την ζωή Σ’ αυτόν. Αποκτούσε μέρα με τη μέρα αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «Ἔρωτα Χριστοῦ».
Μεγαλώνοντας αποφασίζει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι και εκεί να καλλιεργήσει τον έρωτά της για τον Χριστό. Το παράδοξο όμως είναι ότι δεν προτίμησε ένα γυναικείο μοναστήρι αλλά ένα ανδρικό! Παρουσιάστηκε στην μονή της «Παναΐτσας», μία μονή που βρίσκεται στα όρια των Νόμων Αρκαδίας – Μεσσηνίας, ως άνδρας με το όνομα «Θεόδωρος». Δεν μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε για πιο λόγο το έκανε αυτό. Πιθανόν ήθελε να εξαφανιστεί εντελώς από τους γνωστούς της.
Στην ανδρώα μονή που εγκαταβίωσε δεν άργησε να καταστεί παράδειγμα υπομονής, υπακοής και ταπείνωσης. Οι αρετές αυτές την οδηγούσαν σταδιακά σε μεγάλη πνευματική πρόοδο που αναγνωριζόταν από τον Ηγούμενο και τους συνμοναστές της. Οι Πατέρες της Μονής, θαυμάζοντας την προσωπικότητα και τα χαρίσματα που τον διέκριναν, του εμπιστεύτηκαν τις εξωτερικές εργασίες της Μονής. Πράγματι, στο διακόνημα αυτό βρίσκονται πάντα μοναχοί ή μοναχές με εμπειρία στην πνευματική ζωή.
Την ίδια χρονική περίοδο συνέβει στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου φοβερός λιμός, έτσι που ο κόσμος και η Μονή κινδύνευσαν από ασιτία. Όλοι οι Πατέρες έστρεψαν τα βλέμματά τους στον «Θεόδωρο» ως τον μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση. Πράγματι, ο «Θεόδωρος» επισκέφτηκε πολλά σπίτια Χριστιανών προκειμένου να τους στηρίξει και αν ήταν δυνατόν να εξοικονομήσει κάτι και για την μοναστική αδελφότητα.
Συνέβη όμως κάτι φοβερό! Μία γυναίκα ξεστόμισε εναντίον του μία βαριά κατηγορία. «Ο καλόγερος, είπε, με άφησε έγκυο!». Η είδηση αυτή διαδόθηκε γρήγορα! Μία δεινή συκοφαντία είχε ήδη στηθεί. Οι γονείς της εγκυμονούσας γυναίκας θυμωμένοι ανέβηκαν στο μοναστήρι και βίαια πρόσταξαν τον «Θεόδωρο» να τους ακολουθήσει. Ο «μοναχός» αν και αρνήθηκε την κατηγορία δεν αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τόν έκριναν ένοχο. Έλαβε την εσχάτη των ποινών, «θάνατον δια αποκεφαλισμού». Αν και μπορούσε με την αποκάλυψη του σώματός του να αποδείξει την αθωότητά του, προτίμησε να «σηκώσει» το βάρος της συκοφαντίας! Ως τόπος του μαρτυρίου ορίστηκε το χωριό Βάστα στην περιοχή της Αρκαδίας. Ο δήμιος τον οδήγησε μέχρι εκεί ενώ ο «Θεόδωρος» ακολουθούσε «ὡς ἀμνός ἄφωνος». Μετά από λίγη ώρα η ψυχή της Αγίας Θεοδώρας φτερούγισε προς τον ουρανό, στην ετοιμασμένη θέση των οσιοπαρθενομαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Ο δήμιος και οι συνεργάτες του, που αποκεφάλισαν την μάρτυρα, διέκριναν το σώμα της γυμνό και μεταμεληθέντες ζήτησαν συγχώρεση από τον Θεό.
Το θαυμαστό γεγονός έγινε γνωστό παντού! Ο Ηγούμενος και οι συμμοναστές θρηνολογώντας έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου και δοξάζοντας τον Θεό ενεταφίασαν το σώμα της στην Ιερά Μονή τους ή κατά την γνώμη άλλων στον ίδιο τόπο του μαρτυρίου της.
Λέγεται, ότι πριν τον αποκεφαλισμό της, η Αγία ζήτησε από τον Θεό το σώμα της να γίνει ναός, οι τρίχες της κεφαλής της να γίνουν δένδρα και το αίμα της ποτάμι. Πράγματι, στην στέγη του ιδρυθέντος ναού που βρίσκεται στη Βάστα της Αρκαδίας ανεφύησαν 17 δένδρα, τα οποία παραδόξως στέκονται στην στέγη και ομολογούν ότι «ὅπου ὁ Θεὸς δὲ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».