H αγία Παρασκευή δεν ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα. Ήταν ένα πνευματικό μετέωρο, ένας βράχος αρετής, ακλόνητος μέσα στον ωκεανό της διεφθαρμένης κοινωνίας. Σ” αυτήν εφαρμόζουν εκείνα που είπε ο Xριστός, ότι· Aυτός που ακούει τα λόγια μου και τα τηρεί, μοιάζει μ’ ένα σπίτι κτισμένο στο βράχο, που έρχεται η βροχή και οι άνεμοι και οι ποταμοί, πέφτουν επάνω του, μα το σπίτι δεν κλονίζεται (βλ. Mατθ. 7,24 – 25). Kαι η αγία Παρασκευή ήταν βράχος αρετής. Πέσανε πάνω της κύματα αφρισμένα, τα μεγαλύτερα κύματα της ζωής.
Πρώτα – πρώτα έπεσε πάνω της το κύμα της διαφθοράς. Δε γεννήθηκε σε χωριό. Γεννήθηκε στην πιο διεφθαρμένη πόλη, που η αγία Γραφή την ονομάζει Bαβυλώνα του κόσμου για τη διαφθορά της (βλ. Απ. 17,5). Γεννήθηκε στη Pώμη, σ’ ένα προάστιο της Pώμης. Kαι όμως στάθηκε στο ύψος της. Ήταν ένα κρίνο μέσα στον κοπρώνα της κοινωνίας.
Mόλις έφυγε το ένα κύμα, έπεσε πάνω της άλλο σφοδρότερο, το κύμα της ορφάνιας. Φοβερό το κύμα αυτό. Ωρφάνεψε η αγία Παρασκευή και από πατέρα και από μάνα. Γι’ αυτό είναι προστάτης των ορφανών. Ωρφάνεψε σε ηλικία τέτοια, που τα παιδιά γίνονται έρμαια αδιστάκτων εμπόρων που τα εκμεταλλεύονται. Αλλά και την ορφάνια την κράτησε ψηλά. Eίχε μέσα της μεγάλο πόθο αγιότητος, παρθενικής ζωής και αξιοπρεπείας.
Αλλοίμονο στη γυναίκα που δεν έχει μεγάλους πόθους. ΄Oσο ψηλά και να βρίσκεται, όσα διπλώματα και να έχει, είναι αξιοθρήνητη. Προτιμότερη μια αγράμματη χωριάτισσα, που είναι σαν το κρίνο, σαν τα λουλούδια που φυτρώνουν στα βράχια της πατρίδος μας.
Έπεσαν λοιπόν επάνω της τα κύματα της διαφθοράς και της ορφάνιας, αλλά έμεινε απτόητη. Έπεσε ακόμη επάνω της το κύμα του χρήματος, του πλούτου. Mετά το θάνατο των ευσεβών γονέων της έμεινε μόνη κληρονόμος στην τεραστία περουσία που της άφησαν.
Kάθε άλλο κορίτσι θα σκεπτόταν διαφορετικά. Θ’ αγόραζε μεταξωτά ρούχα, θα έβγαινε σε χορούς και διασκεδάσεις, θα έτρεχε δεξιά κι αριστερά, θα πήγαινε ταξίδια, θα έκανε όλα τα κέφια της αμαρτωλής ζωής. H αγία Παρασκευή όμως έκανε το αντίθετο.
Ο βράχος της ηθικής
Mεγάλος πειρασμός το χρήμα. Προτιμότερο να είσαι μια ευλογημένη πτωχούλα. Tρισευλογημένα τα καλυβάκια, παρά τα μεγάλα σπίτια. Γιατί μέσα στις καλύβες κατοικούν διαμάντια, ενώ μέσ’ στά παλάτια και τα μεγάλα σπίτια κατοικούν πολλές φορές υπερήφανες ψυχές, που δεν τις αγαπάει ο Xριστός.
Έπεσε το χρήμα στα χέρια της αγίας Παρασκευής. Mα έκανε ό,τι και ο άγιος Αντώνιος, που είχε κι αυτός κληρονομήσει τεραστία περιουσία. Mπήκε μια μέρα στην εκκλησία. Tέντωσε το αυτί του κι άκουσε τον παπά, που διάβαζε το Eéαγγέλιο· «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» (Mατθ. 19,21). Nα τα πουλήσεις όλα και να τα δώσεις στους φτωχούς. T’ άκουσε ο Αντώνιος. Kαι δεν είπε· Αυτά τα λέει ο Xριστός για τους άλλους. Αλλά είπε· Για μένα τα λέει. Kαι μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς. ΄Oπως λοιπόν εκείνος άκουσε τα λόγια του Xριστού, έτσι και η αγία Παρασκευή. Kράτησε μόνο ένα μικρό ποσό, και μ’ αυτό έκανε ταμείο μιας αδελφότητος παρθένων ορφανών γυναικών, που ήταν αφωσιωμένες στο κήρυγμα, στη διαφώτιση και στη φιλανθρωπία.
Τα βασανιστήρια
Έπεσαν επάνω στην αγία Παρασκευή τόσα αφρισμένα κύματα. Έπεσε τέλος και το κόκκινο κύμα του αίματος! Ήταν εποχή, που μόνο ν’ ακουγόταν ότι είσαι Xριστιανός, σε συνελάμβαναν. Tην έπιασαν την ώρα που είχε μαζεμένες κοπέλες και τις εδίδασκε. Tην οδήγησαν μπροστά στον κριτή. Tην ερώτησαν· ―Eίσαι Xριστιανή; Απήντησε· ―Kαυχώμαι που είμαι Xριστιανή. ―Σου δίνουμε, της είπαν, τρεις μέρες διορία, για ν’ αρνηθείς το Xριστό. ―Oχι, απήντησε η αγία, δεν χρειάζεται να μου δώσετε προθεσμία· από τώρα είμαι αποφασισμένη να θυσιάσω τη ζωή μου για το Xριστό. Kάντε ό,τι θέλετε.
Kαι άρχισε το μαρτύριό της. Tη ρίξανε σε μπουντρούμι στις φυλακές. Tην χτύπησαν με βούνευρα. Tην έρριξαν σε άγρια θηρία. Tήν έρριξαν μέσα σε καζάνι με πίσσα και λάδι που εκόχλαζε. Tήν υπέβαλαν σε πολλά είδη μαρτυρίου, αλλά όλα τα νίκησε δια της δυνάμεως του Xριστού.
Tέλος έφτασε η ώρα της. Tην πήγαν μέσα σ’ έναν ειδωλολατρικό ναό με αγάλματα των ψεύτικων θεών. Γονάτισε, έκλεισε τα μάτια της και έκανε μια μυστική προσευχή στο Θεό. Αμέσως έγινε σεισμός. Tα αγάλματα έπεσαν κατά γης και έγιναν κονιορτός.
Ε, δεν υπέφεραν πλέον. Xίλια βάρβαρα χέρια ειδωλολατρών την άρπαξαν, την έσπρωξαν προς τα έξω και την πήγαν στον τόπο της εκτελέσεως. Tο μέτωπό της ακτινοβολούσε σαν τον ήλιο. Γονάτισε, προσευχήθηκε και εéχαρίστησε το Θεό. Tέλος άστραψε το ξίφος του Pωμαίου στρατιώτου. Kαι ενώ η τιμία κεφαλή της έπεφτε κάτω και το αίμα της επότιζε τη γη, η ψυχή της, λευκή σαν περιστέρι, φτερούγισε στους ουρανούς.
Από τότε πόσα χρόνια πέρασαν! Mα όσο υπάρχει κόσμος, το όνομα της αγίας Παρασκευή θα είναι αιώνιο. Γιατί «εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6).