Η πτώση μας στην αμαρτία οφείλεται στο εγωιστικό μας φρόνημα, αφού θεωρούμε ότι είμαστε παντοδύναμοι και προσπαθούμε να αυτονομηθούμε παραβλέποντας την θεϊκή συνέργεια.
Πέφτουμε στην αμαρτία, γιατί νομίζουμε ότι τα πάντα μπορούμε μόνοι μας να τα καταφέρουμε, νομίζουμε ότι μπορούμε να διαχειριστούμε την ζωή μας χωρίς την βοήθεια του Θεού και πέφτουμε στην χειρότερη, στην πιο ασυλλόγιστη απάτη, ξεχνώντας τα λόγια του Δημιουργού μας: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε΄ 5). Μας αφήνει, όμως, ο Θεός μας να αυτονομηθούμε μη εμποδίζοντας την ελευθερία κινήσεων και αποφάσεών μας, αφού μας έπλασε ελεύθερους και μας θέλει ελεύθερους από τα δεσμά της φθοράς και της αμαρτίας. Θλίβεται, όμως, όταν μας βλέπει να αυτονομούμαστε και κλαίει για τις αποφάσεις μας, αλλά δεν μας εμποδίζει να τις πραγματοποιήσουμε. Μόνο μακροθυμεί και περιμένει το ξύπνημά μας, την επίγνωση των πράξεών μας, την επιστροφή μας. Είναι ο πατέρας ο εύσπλαγχνος, ο φιλόστοργος, ο ευσυμπάθητος και μας περιμένει με την αγκαλιά ανοιχτή, να χωθούμε μέσα της και να απολαύσουμε τη ζεστασιά της καρδιάς Του.
Η αυτονόμηση στηρίζεται στον εγωισμό, σε αντίθεση με την επίγνωση και την μετάνοια που στηρίζονται στο ταπεινό φρόνημα. Να γιατί ο Θεός μας αγαπά τους ταπεινούς «τη καρδία» (Ματθ. ια΄ 29), και παραβλέπει τις αμαρτίες μας. Τι ζητά από εμάς ο Θεός; Ταπείνωση. Ο άσωτος μόλις σκέφθηκε να αλλάξει τρόπο ζωής και με ταπείνωση πρόφερε το όνομα «πάτερ», ο Θεός μας τον ευεργέτησε. Όσες αμαρτίες και αν είχε του τις συγχώρησε, και όταν τον είδε να έρχεται από μακριά, Εκείνος πρώτος έτρεξε να τον προϋπαντήσει, όπως ο Χριστός μας, ενώ εμείς του πταίσαμε, Εκείνος σαρκώθηκε και σταυρώθηκε για εμάς. Δεν περίμενε το γιό του να γυρίσει και να του βάλει μετάνοια. Του αρκούσε ο λογισμός της μεταμέλειας και η απόφασή του να αλλάξει τρόπο ζωής. Αυτήν με την ταπεινή φράση «Πάτερ, ήμαρτον» (Λουκ. ιε΄ 18) δέχθηκε με χαρά ουράνια ο Θεός μας και του έδωσε το δαχτυλίδι της αιωνιότητος, τον έπλυνε από τον μολυσμό της αμαρτίας, τον ενέδυσε «ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης» (Ησ. ξα΄ 10) και για χάρη του έσφαξε «τον μόσχον τον σιτευτόν» (Λουκ. ιε΄ 23). Τι βράβευσε στον άσωτο ο Χριστός μας; Βράβευσε το «Πάτερ, ήμαρτον», όπως βράβευσε και το «μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. κγ΄ 42) του ευγνώμονος Ληστού, τον οποίο αξίωσε να γίνει ο πρώτος πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών, λέγοντάς του «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω» (Λουκ. κγ΄ 43).
Το ότι αγαπά ο Θεός τους ταπεινούς μάς το βεβαιώνει και ο Απόστολος Πέτρος, λέγοντάς μας ότι ο Θεός «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν. (Α΄ Πετρ. ε΄ 5). Από το ύψος της μεγαλωσύνης Του επιβλέπει επί τους ταπεινούς, όπως λέει και ο Προφητάναξ Δαβίδ, «Ο Θεός τα ταπεινά εφορά» (Ψαλμ. 137, 6), για να τους οδηγήσει από την ταπείνωση στην δόξα, αφού «προπορεύεται ταπεινοίς δόξα» (Παρ. 16, 1). Αυτός μας βοηθεί, «ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα» (Ψαλμ. 112, 7), και βλέπουμε να ανυψώνει τον φτωχό από τα σκύβαλα και την κοινωνική αθλιότητα και καταφρόνηση σε θέσεις περίλαμπρες, ολοκάθαρες, κοινωνικά καταξιωμένες και περιζήτητες. Αυτός μας ανυψώνει από την κοπριά των παθών και των αμαρτιών μας στην απάθεια και την θέωση, όταν θέττουμε στόχο μας την πνευματική πρόοδο και την κατάκτηση της αρετής.
Την αγάπη του Θεού μας προς τους ταπεινούς την εκφράζει για μια ακόμη φορά ο Δαβίδ λέγοντας «ο Θεός τους ταπεινούς τω πνεύματι σώσει». (Ψαλμ. 33, 18) και μη λησμονούμε την αξία που έχει η προσευχή του ταπεινού, η οποία γίνεται ευμενώς ευπρόσδεκτη από τον Κύριό μας, αφού «Προσευχή ταπεινού νεφέλας διήλθε» (Σοφ. Σειρ. 32, 17). Και είναι ευπρόσδεκτη η προσευχή του ταπεινού, γιατί αυτός που ταπεινώνεται πάντοτε ενώπιον του Θεού, σκύβει το κεφάλι στο ουράνιο θέλημα σιγοψελλίζοντας: «Γενηθήτω το θέλημά Σου» (Ματθ. στ΄ 10), και δέχεται με χαρά όλα τα δώρα του ουρανού είτε αυτά του αρέσουν είτε όχι, γνωρίζοντας ότι τίποτα κακό δεν έρχεται από τον Θεό μας, αφού Αυτός θέλει πάντα την σωτηρία μας. Αυτός στέλνει άμετρο το έλεός Του σε όλους μας και σκύβει να αφουγκρασθεί πάντοτε τους κτύπους της καρδιάς μας και των επιθυμιών μας, λέγοντας μέσα από το στόμα του προφήτου: «Επί τινα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τας εντολάς μου» (Ησ. 66, 2).
Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια,
Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας