Σήμερα Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022 τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ιτέας το 40νθήμερο ιερό μνημόσυνο του Μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Κυρού Ιερεμίου. Συμμετείχαν Χριστιανοί από διάφορα χωριά της επαρχίας που είχαν συνδεθεί πνευματικά με τον Μακαριστό Ιεράρχη όταν υπηρετούσε ως Ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη Φωκίδος.

40νθήμερο μνημόσυνο Μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμίου στη Φωκίδα

Στο τέλος του μνημοσύνου εκφωνήθηκε η ακόλουθη ομιλία.

Λιβανωτός εὐγνωμοσύνης ἀπό τήν Φωκίδα στήν μνήμη τοῦ Μητροπολίτου Γόρτυνος κυροῦ ΙΕΡΕΜΙΟΥ ἐπί τῷ τεσσαρακονθημέρῳ μνημοσύνῳ αὐτοῦ

«Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν (Ἑβρ. ιγ, 7).

«Ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχετε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλούς πατέρας ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α’ Κορ. δ᾽, 15). Τά ἀνωτέρω θεόπνευστα λόγια τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν βρίσκουν πλήρη ἀπήχηση «στόν μακαρίᾳ τῇ λήξει» γενόμενον ἀείμνηστον Μητροπολίτην Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κυρόν ΙΕΡΕΜΙΑΝ. Τά ὅσα θά ἀναφέρω στή συνέχεια ἄς λογισθοῦν ὡς ἕνα ἐλάχιστο «ἀντιπελάργημα πρός τόν μακαριστόν Ἱεράρχην, ὁ ὁποῖος καθ᾽ ὅλην τήν ἐπίγεια ζωή του ὑπῆρξε ἕνας πολύεδρος πνευματικός ἀδάμας.

Πιστεύω ὅτι σέ βάθος χρόνου θά βρεθοῦν πολλοί οἱ ὁποῖοι μέ τήν γραφίδα τους θά ἐκτιμήσουν καί θά ἀξιολογήσουν τό ἔργο καί τήν προσφορά του στήν ἐκκλησία καί τήν ἐπιστήμη τῆς θεολογίας καί θά μᾶς παρουσιάσουν ἐμπεριστατωμένες μελέτες καί συγγραφές.

Πατρίδα τοῦ ἀοιδίμου πατρός ὑπῆρξε ἡ περιάκουστη καί ἱστορική πόλις τῆς Ναυπάκτου, συμπατριώτης μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ τόν ὁποῖο εὐλαβεῖτο ὑπερβολικά καί ἀγωνιζόταν νά τόν μιμηθεῖ.

Γεννήθηκε στίς 10 Φεβρουαρίου, ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, τό 1941. Πατέρας του ἦταν ὁ Στέφανος Φούντας, καταγόμενος ἀπό τά Κράβαρα Ναυπακτίας καί μητέρα του ἡ Γιαννούλα (Ἰωάννα) Χαρακίδα, ὀρφανή ἀπό τήν γέννα της, διότι ὁ πατέρας της Ἰωάννης φονεύθηκε στόν Α’ Παγκόσμιο πόλεμο τό 1918 καί ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ πατέρα της. Ἀπό ὀκτώ χρονῶν λόγῳ ἀνέχειας καί φτώχειας ἐργάστηκε ὡς ψυχοκόρη στήν μεγάλη καί ἀρχοντική οἰκογένεια τοῦ Ξανάλατου στήν Ναύπακτο. Δούλεψε σκληρά στά κτήματα καί τό σπίτι. Τό 1939 νυμφεύεται τόν Στέφανο καί τό 1940 μένει ἔγκυος. Ὅταν κηρύχθηκε ὁ πόλεμος τοῦ 1940, ὁ ἀγαπημένος της σύζυγος ἔφυγε ἐμπνεόμενος ἀπό τό αἴσθημα τῆς φιλοπατρίας, γιά νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἐδαφική ἀκεραιότητα τῆς πατρίδας.

Στά βουνά τῆς Βορείου Ἠπείρου κοντά στό Τεπελένι μέ τηλεγράφημα πληροφορήθηκε τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ του καί ἀπό τήν ἄφατη χαρά του κέρασε τούς συστρατιῶτες του. Δυστυχῶς τήν χαρά καί τήν εὐφροσύνη τῆς γέννας ἐλάχιστες ἡμέρες μετά τήν διαδέχθηκε ἡ θλίψη καί ὁ πόνος, γιατί ὁ στρατιώτης Στέφανος Φούντας χάνει τήν ζωή του θυσιαζόμενος ὑπέρ πατρίδος. Τό γεγονός αὐτό ἔκανε τό παιδί του ἀργότερα ὅταν φόρεσε τό τίμιο ράσο τοῦ κληρικοῦ νά λέει καυχώμενο «εἶμαι τέκνον ἥρωος Ἀλβανικῶν ὀρέων».

Ἡ νεαρή Γιαννούλα ἔμεινε χήρα 23 ἐτῶν καί τά μαῦρα ροῦχα δέν τά ἀποχωρίστηκε μέχρι τόν θάνατό της. Δύο ἦταν οἱ ἐλπίδες της καί οἱ ἀπαντοχές της μετά τήν συμφορά. Πρῶτον ἡ προστάτις καί ἡ παρηγορία τῶν χρῶν καί τῶν ὀρφανῶν, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ γλυκειά Παναγία, γι᾽ αὐτό καί τό παιδί της ἀπό τά γενοφάσκια του τό ἔταξε στήν Παναγία τήν Βαρνάκωβα καί κατά τή βάπτιση τό ὀνόμασε Παναγιώτη, ἀντί τοῦ ὀνόματος τοῦ πατέρα του. Δεύτερον ἡ πολυβασανισμένη μητέρα της Καλλιόπη μέ τό σκληρό καί ἀνδρεῖο φρόνημα, ἡ ὁποία εἶχε ἐργασθεῖ προηγουμένως ὡς ἀγωγιάτισσα στά χωριά τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας κάνοντας διάφορες μεταφορές.

Ὁ Παναγιώτης Φούντας μεγάλωσε μαζί μέ δύο γυναῖκες, τήν μητέρα του καί τήν γιαγιά του. Ἡ μητέρα του ἐργάσθηκε ὡς καθαρίστρια στό Γυμνάσιο Ναυπάκτου. Καί οἱ δύο αὐτές γυναῖκες τοῦ πρόσφεραν ἀδειδώλευτη ἀγάπη, πολλή στοργή καί τρυφερότητα. Ἀπό μικρό τόν φώναζαν Τάκη καί φρόντιζαν νά μήν τοῦ λείπει τίποτα. Ἀσχολήθηκαν μέ ἐπιμέλεια γιά τήν διάπλαση τοῦ χαρακτήρα του, γι᾽ αὐτό στό σχολεῖο ὁ Τάκης ἦταν ἕνα παιδί εὐγενικό, ἔδειχνε σεβασμό, εἶχε καλούς τρόπους, ἀρκετά συναισθηματικός και ἰδιαίτερα ἐπιμελής μαθητής, ἀφοσιωμένος στό κυνήγι τῆς γνώσης. Εὐνοήθηκε ἀπό τόν Θεό νά μεγαλώση σέ ἕνα περιβάλλον καθαρά θρησκευτικό καί ἄκρως πνευματικό. Ἀπό τήν εὐλάβεια τῆς μητέρας καί τῆς γιαγιᾶς του ἐμποτίστηκε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἔδειχνε κλίση πρός τά θεῖα.

Παιδί τοῦ Γυμνασίου συμμετεῖχε ἀνελιπῶς στό Σαραλείτουργο τῶν Χριστουγέννων ἀπό τίς 5.00 τό πρωΐ μέχρι τίς 7.00 καί τρώγοντας τό ἀντίδωρο ἀντί γιά πρωϊνό κατευθείαν πήγαινε στό μάθημα. Ἀναπολώντας αὐτά τά ὡραῖα παιδικά χρόνια ἀργότερα ὡς ἀρχιερέας ἔλεγε «Ὁμολογῶ μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια ὅτι αὐτές οἱ καθημερινές νυκτερινές-πρωϊνές Θεῖες Λειτουργίες περισσότερο ἀπό τά κατηχητικά καί τά κηρύγματα μέ ἔθελξαν στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μοῦ ἔδωσαν νά νοήσω ἀπό μικρό παιδί ὅτι τό μεγαλεῖο τῆς πίστης μας τό ἐκφράζει ἡ Θεία Λειτουργία». Γυμνασιόπαιδο μέ τήν μητέρα του καί κάποιους γειτόνους πῆγε μέ τά πόδια ἀπό τήν Ναύπακτο στήν Παναγία τήν Προυσιώτισσα. Τό προσκύνημα αὐτό τόν συγκλόνισε καί τόν ἐνθουσίασε. Ἡ μορφή τῆς Προυσιώτισσας χαράχθηκε ἀνεξίτηλα μέσα στήν καρδιά του, γι᾽ αὐτό καί στήν μετέπειτα ζωή του τήν εὐλαβεῖτο πολύ καί κατά τακτά διαστήματα ἐπισκεπτόταν τήν Μονή ὡς ταπεινός προσκυνητής.

Βασικός καί ἰσόβιος πνευματικός του πατέρας ὑπῆρξε ὁ ὁσιώτατος Γέροντας Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κουμπούγιας, κτήτωρ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Γοργοϋπηκόου Ναυπάκτου. Τόν π. Ἀρσένιο τόν γνώρισε στά πρῶτα γυμνασιακά του χρόνια καί τόν ὁδήγησε σέ αὐτόν ἡ φιλόθεη μητέρα του.

Εὑρισκόμενος στήν ΣΤ’ Γυμνασίου κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Ναυπακτίου θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου γνώρισε τόν Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνο Καντιώτη, μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης. Δίνοντας ἐξετάσεις τό 1959 είσήχθη στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Καθ᾽ ὅλην τήν φοιτητική του ζωή φιλοξενήθηκε στό οἰκοτροφεῖο τοῦ πατρός Αὐγουστίνου, τό ὁποῖο ἔφερε τήν ὀνομασία «ΣΤΑΥΡΟΣ». Ὁ π. Αὐγουστῖνος τόν Τάκη Φούντα τόν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα καί τόν θαύμαζε γιά τήν εὐστροφία καί γιά τήν ἀγάπη, πού εἶχε στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μεταγενέστερα προσκεκλημένος ὡς Μητροπολίτης Γόρτυνος σέ ἑορταστική ἐκδήλωση στήν Φλώρινα εἶπε γιά τόν Γέροντα Αὐγουστῖνο «Πίπτω γονατιστός ἐνώπιόν του καί τόν εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας, γιά ὅσα ἐκοπίασε γιά τήν προόδόν μου… ὅ,τι εἶχα τήν δύναμη νά κρατήσω ἀπό τόν πατέρα Αὐγουστῖνο τό κράτησα καί τό ἐφήρμοσα στήν ταπεινή μου διακονία».

Ὁ Καθηγητής πού τόν ἐνέπνευσε στήν Θεολογική Σχολή ἦταν ὁ Βασίλειος Βέλλας Παλαιοδιαθηκολόγος. Ὁ Βέλλας διαπιστώνοντας τά χαρίσματα τοῦ φοιτητοῦ του, τόν ὤθησε πρός τήν ἀγάπη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί μετά ἀπό ἐνδελεχῆ μελέτη ὁ ὁραματιστής φοιτητής αἰσθανόταν γιά τήν Παλαιά Διαθήκη μία ἀνερμήνευτη ἕλξη καί ἕναν ἔρωτα πρός αὐτήν. Μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν ἀναπτύχθηκε μία διαχρονική σχέση ἀγάπης, ἐκτίμησης καί ἀλληλοσεβασμοῦ.

Τό 2000 ὁ π. Ἱερεμίας ἀναγορεύθηκε καθηγητής καί ἔλαβε τήν ἕδρα τοῦ καθηγητοῦ του «Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη» καί «Ἑρμηνεία ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα Ο’». Κάθε φορά πού μιλοῦσε γιά τόν καθηγητή του κόμπιαζε καί ἀναλυόταν σέ λυγμούς. Ἀπό τόν Βασίλειο Βέλλα ὁ ἀφοσιωμένος του μαθητής ἔλαβε καί διατήρησε στήν ὑπόλοιπη ζωή του τήν εὐγένεια, τήν ἀρχοντιά καί τήν ἐπιστημοσύνη, ἀπό δέ τόν πατέρα Αὐγουστῖνο μιμήθηκε τήν μαχητικότητα, τήν ὁρμητικότητα καί τήν ἀνδρεία. Παρόλο τόν σεβασμό καί θαυμασμό, πού ἔτρεφε πρός τόν πατέρα Αὐγουστῖνο, δέν τόν ἀκολούθησε στή Φλώρινα. Ἀκολούθησε ἄλλη πορεία, ὅμως τό ἔτος 1969 ἀπό τά τίμια καί σεπτά χέρια τοῦ εὐεργέτη του Μητροπολίτου Αὐγουστίνου ἔλαβε τήν μοναχική κουρά καί τήν εἰς διάκονον χειροτονία του.

Τό ὄνομα Ἱερεμίας τό ἔλαβε λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀγάπης πρός τόν Προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στό βιβλίο τῆς ὁποίας εἶχε ἰδιαίτερα ἐντρυφήση. Γιά τό ὄνομά του καυχόταν, τό θεωροῦσε δῶρο Θεοῦ καί ἀγωνιζόταν νά ὁμοιάση στόν ὁμώνυμό του Ἅγιο. Τό καλοκαίρι τοῦ 1969 τόν προσέλαβε ὡς Ἱεροκήρυκα ὁ Μητροπολίτης Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικόδημος. Διακόνησε για μία πενταετία ὡς ἱεροκήρυκας τῆς περιφέρειας Μάνδρας – Βιλλίων – Ἐρυθρῶν – Οἰνόης – Ἐλευσίνος – Μαγούλας -Ἀσπροπύργου. Ἀπό τό 1974 ἕως τό 1983 ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Φωκίδος. Τό διάστημα 1983-1987 βρίσκεται ὡς ἱεροκήρυκας στήν Μητρόπολη Πειραιῶς. Ἐπιστρέφει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ξεκίνησε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς καί παραμένει ὡς κήρυκας τοῦ Θείου Λόγου ἕως τό 1999. Ἀπό τό 2000 ἕως τό 2006 διακονεῖ στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν. Τήν 10ην ᾽Οκτωβρίου 2006 ἐκλέγεται ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως. Χειροτονεῖται ἐπίσκοπος τήν 14η Ὀκτωβρίου 2006 στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν καί ἐνθρονίζεται στήν ἱστορική Δημητσάνα τήν 25ην Νοεμβρίου 2006.

Ὁ Σεβ. Γόρτυνος Ἱερεμίας σέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική του πορεία διέπρεψε ὡς διαπρύσιος ἱεροκήρυξ, ὡς εὐλαβής, ἱεροπρεπής καί κατανυκτικός λειτουργός, ὡς στοργικός, διακριτικός καί φωτισμένος πνευματικός πατέρας καί ὡς ἐπιτυχημένος καί ἀποτελεσματικός ἀκαδημαϊκός διδάσκαλος.

Ὅσα θά ἀναφερθοῦν στή συνέχεια εἶναι πολυετές καταστάλαγμα καρδιᾶς, βιώματα καί ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν καί νεανικῶν χρόνων ἀπό τήν πολύτιμη καί θεοφιλῆ διακονία τοῦ π. Ἱερεμίου ὡς ἱεροκήρυκος τῆς Μητροπόλεως Φωκίδος. Πέρασε περίπου μία τεσσαρακονταετία ἀπό τότε πού ἀναχώρησε ἀπό τήν Φωκίδα, ἀρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα καί ἐντούτοις ἡ μνήμη καί ἡ ἀγάπη τῶν Φωκέων κατοίκων γιά τόν δυναμικό καί ζηλωτή ἱεροκήρυκα παραμένει νωπή καί ἱσχυρἠ. Ὅλοι ὅσοι τόν γνώρισαν, τόν ἐνθυμοῦνται μέ περισσή εὐλάβεια καί ἀγάπη, μέ ἱερή νοσταλγία καί βαθύτατο σεβασμό. Χωρίς ὑπερβολή ἦταν ὁ ἱεροκήρυκας, πού ἄγγιξε τήν καρδιά τους καί σηματοδότησε τήν ζωή τους, διότι τούς βοήθησε νά γνωρίσουν τόν Θεό, τούς ἀναζωπύρωσε τό θρησκευτικό συναίσθημα, τούς μύησε στήν ὀρθόδοξη βιωματική λειτουργική ζωή καί τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά ἀποκτήσουν ὅραμα καί νόημα ζωῆς. Ὁ π. Ἱερεμίας διακόνησε τήν Φωκίδα στά πρῶτα νεανικά χρόνια τῆς ἱερωσύνης του καί τῆς ἀφιερώσεώς του στόν Χριστό. Ἀγάπησε τήν Φωκίδα μέ πάθος. Μέχρι τά ἔσχατά του ὁμολογοῦσε ὅτι τά καλύτερα χρόνια τῆς ζωῆς του τά ἔζησε στήν ἡρωοτόκο καί εὐσεβέστατη Φωκίδα. Ὅταν μιλοῦσε γιά τήν διακονία του στή Φωκίδα, ἀναστέναζε βαθειά καί νοσταλγικά, θυμόταν γεγονότα πού ἔζησε, βιώματα πού ἀπέκτησε καί ἀνθρώπους πού συνάντησε καί συνδέθηκε μέ ἄρρηκτους πνευματικούς δεσμούς.

Ὁ π. Ἱερεμίας δέν ὑπῆρξε ὁ ἀτσαλάκωτος παπάς τοῦ γραφείου, οὔτε ὁ κληρικός πού κρατοῦσε ἀποστάσεις λόγῳ ὑπεροχῆς καί ἐξουσίας ἐξ αἰτίας τῆς θέσεώς του ὡς ἱεροκήρυκος καί μάλιστα σέ ἐποχές, πού ὁ ἱεροκήρυκας εἶχε κῦρος καί ὁ λαός τόν ὑπολόγιζε καί τόν ἐκτιμοῦσε. Ἐπίσης δέν ἦταν ὁ ἱεροκήρυκας τῆς τρυφῆς, τῆς καλοπέρασης, τῶν ἀνέσεων καί τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, ἀλλά ὁ μαχητής καί ὁ ἀγωνιστής παραδοσιακός κληρικός. Τό ἰσόβιο σύνθημα πού τόν ἐνέπνεε, ἦταν «ὅλα γιά τήν δὀξα τοῦ Χριστοῦ». Τό ρᾶσο πού ἐνδύθηκε γενόμενος κληρικός, τό διατήρησε ἄσπιλο καί ἀμόλυντο. Διακονώντας τήν ἐκκλησία τῆς Φωκίδας κακοπάθησε σωματικά καί ψυχικά. Διῆλθε τήν Φωκίδα ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον «εὐεργετῶν καί ἰώμενος» τόν λαόν της. «Ἐν ἑσπέρᾳ καί πρωΐᾳ καί μεσημβρίᾳ» κήρυττε μέ ζῆλο καί δύναμη ψυχῆς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, παιδαγωγοῦσε τήν νεότητα, στήριζε τούς ὀλιγοψύχους, παραμυθοῦσε και παρηγοροῦσε τούς θλιβομένους, ἐγκαρδίωνε τούς ἀσθενεῖς καί μέ πνεῦμα θυσιαστικό ἀναλωνόταν νά θεραπεύει τίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος.

Ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ «πάλιν καί πολλάκις» δοκιμάστηκε καί πειράστηκε «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ». Ὡς γνήσιος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἔτρεξε μέχρι τίς ἐσχατιές τῆς Μητροπόλεως, γιά νά συναντήσει τά λογικά πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Ἀνεδείχθη ἀεικίνητος καἰ ἀκούραστος διδάσκαλος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Ἔφθασε ἕως τίς ταπεινές καλύβες τῶν φτωχῶν χωρικῶν τῶν ἐπαρχιῶν Παρνασσίδας καί Δωρίδας. Ἀκόμη καί στά ἀπομακρυσμένα μαντριά τῶν βοσκῶν μετέφερε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τό σωτήριο μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας. Πολλές φορές λασπώθηκε, βράχηκε, ὑπερθερμάνθηκε ἀπό τόν βασανιστικό καλοκαιρινό καύσωνα καί ταλαιπωρήθηκε ὑπερβαλλόντως ἀπό τίς δυσμενεῖς καί ἀπρόβλεπτες καιρικές συνθῆκες.

Τόν γάβγισαν τά σκυλιά τῶν χωριῶν καί τοῦ ξέσχισαν τά ρᾶσα. Περπατοῦσε μέ τά πόδια γιά νά ἐπισκεφθεῖ τά χωριά, ἔκανε οτο-στοπ καί μέσα στά αὐτοκίνητα, πού τόν μετέφεραν ἐκεῖνος μέ διάκριση καί σοφία ἔστηνε τόν ἄμβωνα καί ἔσωζε ψυχές. Πολλούς ἄνδρες πού δέν εἶχαν καμμία σχέση μέ τόν χῶρο τῆς ἐκκλησίας, κατάφερε νά τούς ἐξομολογήσει, ἐνῶ αὐτοί ὁδηγοῦσαν. Τόν πολέμησαν μέ μανία καί τόν φοβέρισαν αἱρετικοί καί τόν ἔσυραν κατηγορούμενο στά δικαστήρια. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά τά παθήματα ἐξερχόταν πιό λαμπρός καί περισσότερο δυναμικός.

Ἔστεκε πάντοτε ἀγέρωχος καί ἔχαιρε, διότι ἔπασχε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐντυπωσίαζε τούς πάντες μέ τήν μεγάλη, βαθειά καί ἀκλόνητη πίστη του καί μέ τόν πόθο, πού εἶχε νά θυσιάση ἀκόμη καί αὐτή τήν ζωή του γιά τόν ἀγαπημένο του Κύριο.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ π. Ἱερεμίας ἐνέπνεε τούς Χριστιανούς τῆς Φωκίδας τόσο μέ τόν φλογερό χριστοκεντρικό του λόγο ὅσο καί μέ τόν ἀκηλίδωτο καί ἐναρμονισμένο μέ τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου βίο του. Αὐτός ὁ παπᾶς, ἔλεγαν οἱ χωρικοί, ἀλλά καί οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων «πιστεύει στόν Θεό» καί εἶναι διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους. Ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἡλικιῶν σαγηνεύθηκαν ἀπό τό κήρυγμά του, περισσότερο ὅμως ὠφελήθηκαν καί συνδέθηκαν μέ τόν Χριστό βλέποντας τήν κρυστάλλινη αὐθεντική του ζωή, τήν ἀπεριόριστη ἀγάπη, πού σκορποῦσε καί τήν ἀνιδιοτελῆ του εὐγένεια.

Ἕνα ἀπό τά πολλά ἰχθύδια, πού συνέλαβε ἡ σαγήνη τοῦ πατρός Ἱερεμίου στήν Μητρόπολη Φωκίδος ὑπῆρξε καί ἡ ἐλαχιστότητά μου. Ἡ εὐδοκία τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ μέ ἀξίωσε νά τόν γνωρίσω ὅταν κατ᾽ ἐπανάληψιν ἐπισκεπτόταν τόν τόπο καταγωγῆς μου τόν Ἐλαιώνα (Τοπόλια) Παρνασσίδας. Ἤμουν τότε 12 ἐτῶν καί ἔδινα ἐξετάσεις ἀπό τό Δημοτικό γιά τό Γυμνάσιο. Μέ ἐντυπωσίασαν δύο πράγματα, ὁ παλμός πού εἶχε στό κήρυγμα καί ἡ βιωματική του εὐλάβεια στήν Θεία Λειτουργία, ὅπου «τά ἔδινε ὅλα» καί γινόταν μετάρσιος. Ἀπό τότε πού τόν γνώρισα «κόλλησα» κοντά του. Τόν θαύμαζα καί τόν ἀγαποῦσα ὅπως τούς κατά σάρκα γονεῖς μου καί ἀκόμη περισσότερο.

Ἔκτοτε μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς συνδέθηκα μαζί του μέ βαθύτατη πνευματική σχέση. Ὑπῆρξε ὁ μοναδικός πνευματικός μου πατέρας καί ἰσόβιος γέροντάς μου. Τοῦ ὀφείλω τό «εὖ ζῆν» γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή μου, τόν βηματισμό μου στήν ἐκκλησία καί τήν συμμαρτυρία του γιά τήν εἴσοδό μου στήν ἱερωσύνη.

Γιά τήν ἐλαχιστότητά μου ἀποτελεῖ τιμή καί καύχημα, ἀλλά ταυτόχρονα καί εὐθύνη, διότι διετέλεσα πνευματικό τέκνο τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιερέως. Εὐγνώμων πρός τόν Ἅγιο Θεό γι᾽ αὐτή του τήν δωρεά, δέν μπορῶ νά διανοηθῶ τό πέρασμά μου ἀπό τόν κόσμο αὐτό, χωρίς τη σύνδεσή μου μέ τόν πολυσέβαστο, πολυφίλητο καί πολυαγαπημένο μου γέροντα πατέρα Ἱερεμία. Γιά ἐμένα ὅπως καί γιά ἀμέτρητους ἀδελφούς Χριστιανούς ὁ μακαριστός Ἱεράρχης ὑπῆρξε μία δροσερή αὔρα, μία ἰσχυρή βακτηρία καί ἕνα δυνατό ἄρωμα εὐωδίας πνευματικῆς.

Σεβασμιώτατε Γέροντα

Εἴμαστε μικρά παιδιά μέ ἁγνή καί ἄδολη ψυχή, ὅταν σέ ἀκούσαμε πρώτη φορά νά μᾶς λές ὅτι ὁ Θεός ἀκούει τίς προσευχές μας καί μέ ἀγάπη πάντοτε ἀνταποκρίνεται. Τώρα πού ἔφυγες ἀπό τήν «κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος» ἡ προσευχή μας εἶναι μία.

Νά ἀναπαύη ὁ καλός Θεός τήν ἁγιασμένη σου ψυχή στήν ἐπουράνια βασιλεία σου ὅπως μᾶς ἀνέπαυες καί ἐσύ καί σέ κάθε μας συνάντηση. Ἡ μορφή σου, ἡ ἀγάπη σου καί ἡ διδαχή σου ὡς ὁ πολυτιμότερος θησαυρός ἀναπαύονται καί ἀνακλίνονται στά μύχια τῆς καρδιᾶς μας καί τῆς χοϊκῆς μας ὑπάρξεως.

Αἰωνία Σου ἡ μνήμη

Ἀρχιμ. Νεκτάριος Καλύβας
Ἐφημέριος Ἰτέας, Ἱεροκήρυξ
Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος

40νθήμερο μνημόσυνο Μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμίου

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σουΣχόλια (-1)

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.