Από τη μία η ζωηρότητα της νιότης, από την άλλη η ζωή μέσα στον κόσμο και τους πειρασμούς του, φαίνεται πως είχαν δημιουργήσει κάποια σύγχυση στο Ζαχαρία –τον μετέπειτα γέροντα Ζωσιμά– και του έφερναν λογισμούς για γάμο. Όπως διηγόταν όμως αργότερα ο ίδιος, κάποια μυστική φωνή τον σταματούσε, υποβάλλοντάς του τις παρακάτω σκέψεις:
«Αν ακολουθήσω τον έγγαμο βίο, θα έχω να φροντίζω για τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Αν μάλιστα η γυναίκα μου έχει δύσκολο χαρακτήρα ή τα παιδιά μου δεν βγουν καλά, θα σηκώνω διπλό σταυρό. Ύστερα θα πρέπει να φροντίζω για τα κτήματα και τους χωρικούς, που δημιουργούν ένα σωρό προβλήματα. Αλλά και οι συγγενείς και οι γνωστοί και οι γείτονες συχνά θα με ταράζουν με τις απαιτήσεις και τα καμώματά τους».
Ο Ζαχαρίας, λες κι όλα αυτά είχαν συμβεί στην πραγματικότητα, κυριευόταν από αφόρητη θλίψη. Έβλεπε πως τέτοια ζωή δεν τον ανέπαυε. Και η θλίψη μεταβαλλόταν σε τρόμο, όταν σκεφτόταν πως έτσι θα ζούσε μέχρι το θάνατό του.
Στην αρχή, ωστόσο, ήταν ανίκανος να εγκαταλείψει τη σκέψη του γάμου, που, όπως ήταν φυσικό, τον τραβούσε πολύ. Αγωνιούσε λοιπόν και βασανιζόταν, δίνοντας αυτή τη νοερή μάχη και μη ξέροντας τι να κάνει.
Ένα πρωτοχρονιάτικο βράδυ είδε νέους και νέες να παίζουν χαρτιά και να προσπαθούν με την τράπουλα να μαντέψουν το μέλλον. Θέλοντας κι εκείνος να μάθει τη δική του εξέλιξη, πήγε και κλείστηκε μόνος στο δωμάτιό του, προσευχήθηκε με φλογερή πίστη για πολλή ώρα, σχημάτισε το σημείο του σταυρού στο σώμα του, στο παράθυρο, στην πόρτα και στο κρεβάτι, κι έπειτα ξάπλωσε, περιμένοντας κάποια πληροφορία από το Θεό. Είχε αποφασίσει σταθερά, ότι εκείνη τη νύχτα θα καθοριζόταν η πορεία του για την υπόλοιπη ζωή του.
«Μόλις αποκοιμήθηκα – διηγείται ο ίδιος – είδα μπροστά μου, δίπλα στο κρεβάτι μου, μια νέα γυναίκα. Ήταν ντυμένη μ’ ένα μακρύ λευκό χιτώνα και χαμογελούσε με σεμνότητα. Το κεφάλι της ήταν εντελώς καλυμμένο μ’ ένα λευκό ύφασμα, τόσο λεπτό και διάφανο, που το πρόσωπό της διακρινόταν μες απ’ αυτό να λάμπει με παραδείσια ομορφιά. Στεκόταν από πάνω μου γεμάτη στοργή και αγάπη. Τα μάτια της ήταν χαμηλωμένα με συστολή, κάποτε όμως έριχνε ένα ταπεινό κι ευγενικό βλέμμα σε μένα.
» Μ’ εκείνο το όραμα ξύπνησα. Ήμουν πλημμυρισμένος από μια πρωτόγνωρη, ακατανόητη και ιερή αγαλλίαση. Ένιωσα σαν να είχα αναγεννηθεί. Στην ψυχή μου δεν υπήρχε πια σύγχυση ή κατάθλιψη, ούτε αισθανόμουν έλξη για καμιά γυναίκα. Η ουράνια εκείνη κόρη γέμισε όλο μου το είναι. Μα η έλξη μου γι’ αυτήν δεν ήταν αισθησιακή. Ήταν, άγνωστο πώς, αγνή, πνευματική και ανείπωτα παρηγορητική. Συνειδητοποιούσα πως δεν είχα αντικρύσει μια γήινη παρθένα, αλλά ένα ουράνιο πλάσμα, την ίδια την ενσάρκωση της αγνείας και της καθαρότητος.
» Από τη στιγμή εκείνη τα επίγεια δεν με τραβούσαν πια. Η ψυχή μου φτερούγιζε κάπου πέρα από τα σύνορα του αισθητού κόσμου, σε κάτι που κι εγώ δεν μπορούσα να προσδιορίσω, αλλά ήταν σπουδαίο και ιερό. Και επειδή ακριβώς δεν το καταλάβαινα, εμπιστεύθηκα και εγκατέλειψα ολοκληρωτικά τον εαυτό μου στα χέρια του Θεού».