Ήτανε παραμονή του Σταυρού, όταν ο Νικολής ο Κουτσουδάκης, ο έμπορας από το Μελί της Ερυθραίας ήρθε να αγοράσει σταφίδα από το Μποϊνάκι. Καβάλα στο άλογο, ηλιοψημένος κι αγέρωχος μπήκε στο χωριό και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Τζανή του Χατζηπαυλή. Δεν πρόλαβε να ξεκαβαλικέψει, όταν άνοιξε η αυλόπορτα και φάνηκε ο νοικοκύρης.

Χός γκελντίν[1] Νικολή! Έτοιμος είμαι, πάμε.

– Γιαβάς γιαβάς[2]. Δε βιάζομαι Τζανή.

Εκείνη την ώρα επρόβαλε από το παραθύρι του πάνω ορόφου ένα μελαχρινό κοριτσίστικο προσωπάκι, με ξέπλεκα μακριά μαλλιά, μα κοιτώντας τον ξένο, βιάστηκε να κρυφτεί πίσω από τις δαντελένιες κουρτίνες.

– Ωραίο σπίτι έχεις Τζανή, είπε αμήχανα ο Νικολής.

– Πάμε, μη χάνουμε χρόνο, απάντησε εκείνος.

Πήγαν στο χωράφι, είδε ο Νικολής τη σταφίδα, κανονίσανε την τιμή και τη μέρα της παραλαβής και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Γύρισε στο σπίτι του ο Τζανής, βγήκε από το χωριό ο Νικολής, μα ύστερα από μερικά μέτρα άλλαξε πορεία και έφτασε στην πίσω μεριά του αρχοντικού του Τζανή. Περίμενε κάμποση ώρα με τα μάτια κολλημένα στα σφαλιστά παραθύρια. Μια όμορφη κελαριστή φωνή τον έκανε να τεντώσει τα αυτιά. «Μπεγκλεντίμ ντε γκελμεντίν …»[3]. Έμεινε εκεί ούτε ξέρει πόση ώρα για να ακούσει αυτή την αγγελική φωνή και να δει πίσω από το φράχτη το μελαχρινό προσωπάκι με τα σγουρά μαύρα μαλλιά και την ελιά στο μάγουλο.

Ξημέρωσε η άλλη μέρα, του Σταυρού. Κανείς δεν πήγαινε στα χωράφια τούτη τη μέρα ούτε στα ζώα. Μόνο στην εκκλησιά το πρωί πήγαιναν για να λειτουργηθούνε και να πάρουν βασιλικό για να πιάσουν προζύμι οι κυράδες. Κατά το μεσημέρι ο Νικολής φάνηκε ξανά στο Μποϊνάκι. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Χατζηπαυλή και χτύπησε την πόρτα.

Δεν περίμενε τέτοια τύχη. Του άνοιξε το αγγελικό προσωπάκι και του είπε χαμογελώντας «Τον πατέρα θέτε; Μια στιγμούλα να τον φωνάξω». Παραξενεύτηκε ο Τζανής σαν τον είδε, μα δεν έβαλε κακό με το νου του όταν του ’πε ο Νικολής πως μπέρδεψε τη μέρα. «Μερσίνα, άμε[4] τράταρε[5] τον ξένο». Έφυγε το Μερσινιώ και γύρισε με ένα πιατελάκι με γλυκό τζάνερο[6] κι ένα ποτήρι κρυστάλλινο με νερό πάνω στον ασημένιο δίσκο. Της χαμογέλασε αμήχανα κι εκείνη του γέλασε αθώα πριν γυρίσει στον οντά[7] της.

– Πόσα παιδιά έχεις Τζανή;

– Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Το Μερσινιώ είναι η μεγαλύτερη, έκλεισε τα δώδεκα. Από κοντά πάνε και τ’ άλλα.

– Να σου ζήσουν, είπε με κρυφή χαρά ο Τζανής, αφού ο Νικολής του ’δωκε άθελά του όσες πληροφορίες ήθελε να μάθει.

Την άλλη μέρα, τη συμφωνημένη ώρα ξανάρθε στο Μποϊνάκι ο Νικολής με το κάρο για να παραλάβει τη σταφίδα. Δεν ήρθε όμως μόνος του. Μαζί του ήταν όλη η παρέα του με άλογα. Την ώρα που οι δυο άντρες έκαναν την αγοραπωλησία, δυο γεροδεμένα παλικάρια από την παρέα του Νικολή πήδηξαν το μαντρότοιχο του σπιτιού. Χωρίς να το καταλάβει η Μερσινιώ, βρέθηκε μακριά από τους δικούς της, παρέα με τον άγνωστο ξένο που είχε δει χθες και δυο φίλους του με τις μπιστόλες στα χέρια καβάλα στα άλογα.

Τα πράγματα όμως, δεν γίνηκαν όπως τα υπολόγιζε ο Νικολής. Τα νέα διαδόθηκαν αμέσως στα γύρω χωριά. Γίνηκε μεγάλο σούσουρο. Δεν έφτανε που ο Νικολής ήτανε δεκαεπτά χρόνια μεγαλύτερος από το Μερσινιώ, ήτανε και αρραβωνιασμένος με τη συγχωριανή του τη Στάσα, μια πλούσια μεγαλοκοπέλα που του ’καμε προξενιό ο θειος του ο Δημητρός. Όχι μόνο το χωριό του, αλλά όλα τα γύρω χωριά, του μήνυσαν[8] πως δεν ήθελαν να στεφανωθεί στον τόπο τους. Κι ας είχαν την ανάγκη του. Κι ας έμεναν οι σταφίδες απούλητες στα αλώνια.

Ύστερα από δυο μερών περιπλάνηση, έφτασε στη Σκάλα, το παραθαλάσσιο χωριό της μάνας του. Πήγαν σ’ ένα παλιό έρημο σπίτι στην άκρη του χωριού, που ’ταν προίκα της θειας του της Αγλαΐας. Έμειναν εκεί μερικές μέρες. Έπρεπε όμως, κάποια στιγμή να φύγει, να μπαρκάρει για την Πόλη, να πουλήσει τη σταφίδα που ’χε μαζέψει. Απόμεινε μόνη η Μερσινιώ στο έρημο σπίτι. Στη βδομάδα γύρισε ο Νικολής, μα έπρεπε να ξαναφύγει. Τον κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια της και δεν είχε κουράγιο πια ούτε να του μιλήσει. Έτσι πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες, ο Νικολής πηγαινοερχόταν στην Πόλη και το Μερσινιώ μαράζωνε μόνο στο έρημο σπίτι.

Εφημέριος στη Σκάλα ήταν ένας αγαθός ιερέας, ο παπα Σταύρος. Έμαθε για το κλέψιμο της Μερσινιώς και μέρες τον τυραννούσε η σκέψη τι θα απογίνει με το ζευγάρι. Ένα βράδυ χτύπησε την πόρτα του Νικολή και της Μερσίνας. «Είναι κακό τούτο που ’καμες Νικολή, μα τώρα πια, ούτε μπορείς να γυρίσεις πίσω ούτε και να ζείτε έτσι» είπε. Και χωρίς περιστροφές και μισόλογα τους πρότεινε να τους παντρέψει.

– Παπά μου, θα ’χεις κόντρα όλο το χωριό, είπε ο Νικολής.

– Να μην έχω κόντρα το Θεό γιέ μου, μόνο αυτό φοβούμαι, οι άνθρωποι γρήγορα ξεχνούνε, είπε ο παπάς.

Μια βδομάδα μετά στο σπίτι του παπα Σταύρου έγινε το μυστήριο. Πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι ήταν εκεί. Ο παπα Σταύρος, ο Νικολής με τη Μερσινιώ, η παπαδιά η Καλουδιώ, που ήταν η κουμπάρα και η θυγατέρα της η Πινέλα που όλο τούτο τον καιρό πήγαινε να κάνει παρέα στη Μερσινιώ και όλο δώρα της έφερνε από την παπαδιά.

Η Μερσινιώ, όμορφη και μελαγχολική, φορούσε ένα δαντελένιο φουστανάκι και ένα γιορντάνι για το λαιμό. Όλα δώρα της παπαδιάς. «Πρέπει να είσαι έμμορφη στο γάμο σου» της είπε στολίζοντάς την.

Έπειτα έκατσαν για να φάνε και να πιούνε στην υγειά των νεόνυμφων. Σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε ένα φαγητό να το έχει φτιάξει η νύφη με τα χεράκια της, για να δείξει τη νοικοκυροσύνη της. Μα εκείνη ως τα χθες πήγαινε σχολείο και από δουλειές δεν ήξερε πολλές. Στο πατρικό της είχαν δυο θειάδες ανύπαντρες που έκαναν όλη τη λάτρα[9]. Ντρεπόταν να ρωτήσει την παπαδιά για το φαγητό και ζήτησε τη γνώμη της Πινέλας. «Ου, πανεύκολο» είπε εκείνη, χωρίς να το σκεφτεί πολύ. «Να κάνουμε ντολμάδες γιαλαντζί».

Την παραμονή του γάμου ρίχτηκαν κι οι δυο στη δουλειά. Ζεμάτισαν τα κληματόφυλλα, έφτιαξαν τη γέμιση και ξεκίνησαν να τα τυλίγουν. Μα τούτη η συνταγή ήθελε έμπειρα χέρια κι όχι τα λεπτοκαμωμένα και άπειρα χεράκια της Μερσινιώς. Έτσι, όταν άνοιξε το χαρανί[10] για να καμαρώσει τους κόπους της, είδε με απογοήτευση όχι ντολμαδάκια, μα ένα πιλάφι ανακατεμένο με κληματόφυλλα.

– Πινέλα, φώναξε τρομαγμένη. Οι ντολμάδες άνοιξαν. Τι θα κάμωμε τώρα;

– Ου, την καθησύχασε η Πινέλα. Η γιαγιά μου η Δεσποινιώ έλεγε πως άμα ανοίξεις το χαρανί, πρέπει να πεις το «Πιστεύω» τρεις φορές και τότε είναι ώρα να τους κατεβάσεις από τη φωτιά.

Τι να κάνει η Μερσινιώ; Είπε με ευλάβεια τρεις φορές το «Πιστεύω» και με αγωνία κοίταξε ξανά το χαρανί. Το πιλάφι είχε πλέον απλώσει για τα καλά. «Μάλλον, πρέπει να ξαναπούμε το Πιστεύω» πρότεινε η Πινέλα. Το ’καναν κι αυτό, αλλά το ρύζι με τα μυρωδικά κόντευε να γίνει λαπάς.

Είχε βραδιάσει. Άλλα υλικά δεν είχαν κι έτσι, θέλοντας και μη, έβαλαν το χαρανί στο φανάρι που διατηρούσαν τα φαγητά. Την άλλη μέρα όταν ήρθε η ώρα να στρώσουν το γαμήλιο τραπέζι, η Μερσινιώ με καρδιοχτύπι παρακολουθούσε την Πινέλα να σερβίρει στην πορσελάνινη πιατέλα το νυφιάτικο φαγητό.

Ω! φώναξε ενθουσιασμένος ο παπα Σταύρος. «Το φαγητό της νύφης! Δώσε μου κόρη να δοκιμάσω». Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων γέμισε το πιάτο του και με την πρώτη μπουκιά είπε γελαστός «Μπράβο κόρη μου, για τη νοστιμιά του». Τα δυο κορίτσια κοιτάχτηκαν, αλλά δεν τόλμησε καμιά να δοκιμάσει. Αρκέστηκαν στις άλλες λιχουδιές που η αγάπη της παπαδιάς είχε ετοιμάσει: πιλάφι με κουραντί, ρόστο, σουρά και μπουρέκι. Ήρθε η ώρα του γλυκού. «Παπά, βάλε στο πιάτο σου κανταΐφι» είπε η παπαδιά. «Σε λίγο» απάντησε τάχα ανόρεχτα εκείνος. «Μόνο λίγους ντολμάδες ακόμα θα ήθελα». Και δεν δοκίμασε κανένα άλλο φαγητό ή γλυκό εκείνη τη μέρα, για να γλυκάνει την καρδιά του νιόπαντρου κοριτσιού.

Στο χρόνο πάνω ήρθε το μωρό. Σαν εμαθεύτηκε πως θα το βγάζανε Τζανή, λύγισε ο πεθερός και τους μήνυσε να έρθουν να μείνουν στο Μποϊνάκι. Σβηστήκανε με μιας οι έχθρες, ξεχάστηκαν τα πικρά λόγια που ’χανε ειπωθεί.

Τώρα έμεναν στο πατρικό της και τίποτα πια δεν έλειπε από τη Μερσίνα. Τίποτα, μέχρι εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου. Ήταν μόνη στο σπίτι με το μικρό, όταν μπήκαν αλαφιασμένοι οι γονείς της με το Νικολή και τα παιδιά. «Οι Τσέτες, έρχονται οι Τσέτες». Ο τελώνης ο Αχμέτ, ο μοναδικός Τούρκος που ζούσε στη Σκάλα, μόλις είχε γυρίσει από τη Σμύρνη και είδε με τα μάτια του το μεγάλο κακό. «Φύγετε να γλιτώσετε. Οι Τσέτες έκαψαν τη Σμύρνη. Πάει η γκιουζέλ Ιζμίρ[11]. Δε θ’ αργήσουν να φτάσουν κι εδώ» τους είπε με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του.

Ο Αχμέτ δεν ξεχώριζε από τους Ρωμιούς. Ούτε στα φερσίματα ούτε σε τίποτα. Ήταν Τούρκος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε κάθε χρόνο του Αη Γιωργιού να έρχεται στο εκκλησάκι και να ανάβει μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του.

Ούτε που κατάλαβε η Μερσινιώ πότε ετοίμασαν τους μπόγους με τα εικονίσματα, τα ασημικά, τα ρούχα. Κατέβηκαν στη Σκάλα και μπήκαν όλοι μαζί στη μπλατσέρα[12] του Νικολή. Σε μια ώρα βγήκαν στην Χίο. Ο Νικολής γύρισε αμέσως πίσω. Στην προκυμαία εκατοντάδες άνθρωποι είχαν φτάσει από τα πιο μακρινά χωριά και με τον τρόμο στα μάτια περίμεναν τη σωτηρία από τη θάλασσα. Μπροστά μπροστά ο παπα Σταύρος !

– Γιε μου !

– Παπά μου!

– Πού είναι η παπαδιά με την Πινέλα; Μπείτε γρήγορα μέσα, να βγούμε απέναντι.

– Όχι γιε μου, ας μπούνε οι άλλοι. Εγώ θα κάτσω εδωδά, μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος Χριστιανός και μετά θα φύγω.

– Μα παπά μου, όλοι αυτοί δεν είναι από την ενορία σου.

– Είναι από τη μεγάλη ενορία του Χριστού παιδί μου, μην επιμένεις, θα μείνω.

Τρία μερόνυχτα ο Νικολής με τη μπλατσέρα πήγαινε κι έφερνε κόσμο. Κι όλο έφταναν Χριστιανοί τρομαγμένοι σαν τα κυνηγημένα πουλάκια. Ο παπα Σταύρος εκεί, βράχος. Στήριζε, προσευχόταν, καθοδηγούσε. Την τρίτη μέρα το απόγευμα δεν υπήρχε πια κανείς Χριστιανός στην προκυμαία.

Ήταν έτοιμος να μπει ο παπα Σταύρος στη μπλατσέρα. Στην προκυμαία είχαν μείνει μόνο ο Αχμέτ, η Αϊσέ, η γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους. Έκλαιγαν. «Θα μας σκοτώσουν οι Τσέτες» έλεγε μέσα στα αναφιλητά της η Αϊσέ. «Ξέρουν πως συμπαθάμε τους Ρωμιούς». «Παπα Σταύρο, πάρε μας μαζί σου, να γλιτώσουμε» είπε ικετευτικά ο Αχμέτ. «Πάρε μας» είπαν τα δυο μικρά. «Τι θα απογίνουν τέσσερις Τούρκοι στην Ελλάδα;» συλλογίστηκε προς στιγμήν ο παπάς, αλλά δεν είχε καιρό για άλλες σκέψεις. «Αμέτε[13]» είπε αποφασιστικά και τους έγνεψε να πάνε στο πλοίο. Μπήκαν μέσα μόνο με τα ρούχα τους και την ελπίδα της σωτηρίας. Στη Χίο κόσμος πολύς από τη Σμύρνη και τα γύρω χωριά περίμενε στο λιμάνι. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι σταυροκοπιόντουσαν, άλλοι ήταν αμίλητοι. Μικρά παιδιά τρομαγμένα πιάνονταν σφιχτά από το φουστάνι της μάνας. Παντού πόνος και θλίψη.

«Ένας Τούρκος» φώναξε κάποιος δείχνοντας τον Αχμέτ. Μονομιάς το πονεμένο πλήθος γίνηκε αγριεμένος όχλος που ζητούσε εκδίκηση για τις απίστευτες φρικαλεότητες που είχε ζήσει. «Αδέρφια μου, για το Θεό» φώναξε τρομαγμένος ο παπα Σταύρος. Έκανε το σώμα του ασπίδα, για να προστατέψει τον έρημο τον Αχμέτ που νόμισε πως ήρθε το τέλος του.

Το βραδάκι, όταν ηρέμησαν τα πράγματα έσμιξαν στο σπίτι ενός εμπόρου, γνωστού του Νικολή η οικογένεια του Χατζηπαυλή, η Μερσινιώ με το Νικολή και το μωρό κι η οικογένεια του παπα Σταύρου. Εκεί βρήκε καταφύγιο και η οικογένεια του Αχμέτ.

«Παπά μου», είπε ο Αχμέτ κάποια στιγμή «ο πόλεμος κάνει θεριά τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Εκεί που ήμασταν, κινδύνευα από τους Τσέτες. Μα κι εδώ φοβούμαι. Θα γυρίσω πίσω κι ο Αη Γιώργης θα μας φυλάξει».

Δύσκολες ώρες για όλους. Άλλα προστάζει ο νους κι άλλα θέλει η καρδιά. Μίλησαν όλοι, τελευταίος ο παπα Σταύρος. Συμφώνησαν να τους φυγαδεύσουν τα ξημερώματα. Αποχαιρετίστηκαν με δάκρυα και πριν ανατείλει ο ήλιος, ο Νικολής με τη μπλατσέρα τούς πήγε στα νότια παράλια της Ιωνίας, μακριά από τη Σμύρνη και τους άφησε σε μια έρημη ακτή.

***

Σαράντα χρόνια μετά, ένα Κυριακάτικο πρωινό ένα παλικάρι φτάνει βιαστικά στα σκαλιά του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά στη Χώρα. Κάνει το σταυρό του και χωρίς να ανάψει κερί, πάει κατευθείαν στη βορεινή πόρτα του ιερού και ανοίγει διστακτικά. Ο παπα Αγαπητός του κάνει νεύμα να μπει.

– Πού είναι ο Δεσπότης; ρωτά με αγωνία.

– Σε λίγο έρχεται, απαντά ο παπάς.

– Πείτε του, τον ζητά ο παππούς μου, ο παπα Σταύρος. Είναι ανήσυχος από χθες βράδυ.

Όταν τέλειωσε η Λειτουργία δεν έκατσε ο Δεσπότης για καφέ όπως συνήθιζε. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπα Σταύρου. Τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι. «Δέσποτα, συγχώρεσέ με που σε ενοχλώ και πάλι. Μα να, τις προάλλες που εξομολογήθηκα, ξέχασα τούτο να σε ρωτήσω: είναι αμαρτία που μνημονεύω Τούρκους;» Απόρησε ο Δεσπότης, αλλά δεν μίλησε.

«… Στην αρχή τους έβαζα στους ζωντανούς, μα δεν ήξερα αν ζήσανε … Και τους είχα και στα δυο χαρτιά … Μετά των τέκνων … Ούτε που θυμούμαι πώς τα λέγανε τα μικράκια … Ο Αη Γιώργης να τους έχει κοντά Του …».

Ούτε τώρα μίλησε ο Δεσπότης. Μόνο πήρε αργά-αργά τα λιπόσαρκα χέρια του παπα Σταύρου και τα φίλησε με περισσή συγκίνηση και αγάπη.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.