Εικόνα Παναγίας: -Μείνε ήσυχος, εγώ θα σε φευγατίσω, είπε ο Άρεφ.
– Ο Θεός να σ’ έχει καλά αδελφέ, ψιθύρισε ο παπα Σταύρος και κοίταξε τον Κούρδο στα μάτια. Του φάνηκαν υγρά. Τον πλησίασε και τον φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα.
Κοντά ένα χρόνο μένανε μαζί με τον πατέρα του στο σπίτι του Άρεφ. Ενάμισι χρόνο είναι που λείπουν από την πατρίδα. Τότε που τους μάζωξαν όλους τους άντρες και τους σήκωσαν για την εξορία. Κάπου οκτακόσιους…
Η ηλιαχτίδα που τρύπωσε από τη γρίλια του ξύλινου κεπεκιού, παιχνίδισε πάνω στα βλέφαρα του παπα Σταύρου. Κείνος τράβηξε την άκρια τον ράσου του, κάλυψε το πρόσωπό του να την αποφύγει.
Είχε πιαστεί κατάχαμα. Ήθελε να αλλάξει πλευρό, μα δεν κουνήθηκε μη ταράξει το γέρο πατέρα του που κοιμόταν δίπλα βαριανασαίνοντας. Ήταν η δεύτερη νύχτα που περνούσαν μέσα στην παλιά αποθήκη. Κοίταξε γύρω. Άλλοι με μάτια κλειστά και άλλοι μ’ ανοιχτά ακίνητοι, αποκαμωμένοι, άδειοι μπόγοι αραδιασμένοι στο πάτωμα. Σήμερα θα τούς πάρουν και θα τους πάνε ποιος ξέρει πού.
Δεν αφήκαν σερνικό στα σπίτια. Όλους τους άρπαξαν οι Τούρκοι. Άραγε να πρόλαβαν να κρυφτούν κάποιοι; Πώς θα τα βγάλούν πέρα τα γυναικόπαιδα; Η μητέρα του έμεινε πίσω με τ’ άλλα δυο ανήλικα αδέλφια του. Έχωσε τη δεξιά παλάμη του στον κόρφο. Στη φανέλα κατάσαρκα είχε καρφιτσωμένο φυλαχτό, το μικρό εικόνισμα της Παναγιάς, δώρο του νονού του σαν τον βάφτισε.
– Κύριε ελέησον, ψέλλισε, κι έκαμε το σταυρό του.
Ο ήλιος είχε βουτήξει κάπου δυο πιθαμές πίσω από τα βουνά της Κιουτάχειας.
Τον είδε από το μισάνοιχτο παράθυρο του τρένου που τους πήρε για το Εσκί Σεχίρ. Ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ πια τον τόπο τον, εδώ που έπεσε από την κοιλιά της μάνας του πριν τριάντα χρόνια.
Μπουλούκι τους κατέβασαν στο Εσκί Σεχίρ. Εκεί τους χώρισαν. Τους νέους από τη μια, τους γέρους από την άλλη.
– Ουστ Γκελ μπουρντά παπά.
Με μια σπρωξιά τον έριξε πάνω στους γέρους ο Τούρκος. Κι ας ήταν νέος.
Ήταν και ο παπα Γαβριήλ εκεί. Τους ρασοφόρους τους ήθελαν με τους γέρους.
– Κουράγιο πατέρα. Τουλάχιστον θα μαστε μαζί„ είπε στο γέρο Αριστείδη.
– Ανέμ (μανούλα μου δηλαδή), αναστέναξε ο πατέρας του, που βρέθηκε σιμά του.
Σα σμάρι κυνηγημένων πουλιών τα είδε τα παλικάρια που φευγαν ανατολικά.
Οι τούρκοι που τους συνόδευαν τους κύκλωναν από παντού. Η ματιά του, τους ακολουθούσε μέχρι που η κατηφοριά της μεγάλης δημοσιάς τους κατάπιε.
Αυτούς τους στρίμωξαν σε αμάξια. Μαζί με τον παπα Γαβριήλ τους κράτησαν τελευταίους. Με μανία κάποιος Τούρκος τους ξέσκισε τα ράσα και τα πέταξε σ’ ένα σωρό από σβουνιές. Κατόπι τους διέταξε ν’ ανεβούνε στην καρότσα της τελευταίας άμαξας. Και το καραβάνι κίνησε.
Τον είχε πάρει ένας ύπνος βαθύς, όμοιος με θάνατο. Φωνές και το γερό τράνταγμα της καρότσας τον ξύπνησαν. Είδε το μακελειό. Αντικεμαλικοί κατά της φρουράς των κεμαλικών που τους συνόδευε. Άρπαξε τον παπα Γαβριήλ. Πήδησαν στο χωματόδρομο. Αναζήτησε με τα μάτια τον πατέρα. Μαζί με άλλους πατριώτες είχαν στριμωχτεί πίσω από ένα μισογκρεμισμένο τοίχο. Με δυο δρασκελιές βρέθηκαν κοντά τους.
Είχε πάρει να σουρουπώνει όταν σώπασε και η τελευταία κλαγγή, όταν ξεθύμανε και ο τελευταίος κανίβαλος. Μετρούσαν κορμιά σκοτωμένων οι Τούρκοι.
Οι λαβωμένοι πολλοί. Οι κεμαλικοί, είχαν εκδιωχθεί και τώρα βρίσκονταν στα χέρια των ανταρτών. Ανάμεσα στα θύματα και Έλληνες, που βρέθηκαν άθελά τους στη μέση, την ώρα που οι Τούρκοι πετσοκόβονταν αναμεταξύ τους. Μ’ ένα μάτσο ξεράγκαθα, μια φούχτα χώμα κι ένα ψιθυριστό: «Μακαρία η οδός… », τους αποχαιρέτησαν.
Τον Τόκλη, τον Τοντό, τον Ιστεφάν, τον Μποδό, τον Μηνά, τον Παυλή, τον Όμηρο, τον Λεωνίδα, τον Κλέαρχο. Κι ευχήθηκαν να ταν κι αυτοί μαζί τους στο αγύριστο ταξίδι. Θα ταν λύτρωση γιατί πλέον ήταν ζωντανοί νεκροί και η τύχη τους αβέβαιη.
Στη Χάιμανα, κάπου κοντά στην Άγκυρα, τους παράτησαν όσους είχαν απομείνει.
Κι ήταν ούτε οι μισοί. Υπήρχαν κάμποσες ελληνικές οικογένειες εκεί, που τους περιποιήθηκαν όσο έμειναν, κοντά εννέα μήνες. Κάνανε δουλειές του ποδαριού, έτσι κονομούσαν ένα πιάτο φαγητό.
Ο παπα Σταύρος με τον πατέρα του ζούσαν σε μια χαμοκέλα. Τα βράδια σμίγανε με τους συμπατριώτες πότε σε κάνα ξέφωτο, πότε σε καμιά από τις παράγκες που μένανε. Θυμόντουσαν την πατρίδα. Ήταν και ο μπάρμπα Γιάννης ο Σεβδαλής, που φτιαχνε τραγούδια που μιλούσαν για την εξορία και τους καημούς της. Για το σκληρό αποχωρισμό από την πατρίδα και τους δικούς τους.
Τα τραγουδάγανε όλοι μαζί και μαλάκωνε ο πόνος και γλύκαινε ο καημός τους.
Η άνοιξη ήταν στα σπάργανα σαν τους μάζωξαν πάλι. Μια αμερικάνικη αποστολή τους παρέλαβε. Τους έδωκε τρόφιμα και χρήματα. Ταξίδεψαν μ’ αμάξια πέρα στην Αρμενία. Εκεί σκορπίστηκαν σε διάφορα χωριά. Με τον πατέρα του ο παπα Σταύρος και με μερικούς άλλους πήγαν στο κουρδικό χωριό Πάλο. Εκεί γύριζαν λεύτεροι μέχρι το 1921.
Μαθαίνανε και νέα από την Κιουτάχεια. Μένανε στο σπίτι του Άρεφ. Καλός άνθρωπος ήτανε, μοναχός του έμενε. Τους έδωκε και δουλειά. Τσαγκάρης, τεχνίτης με πείρα ο ίδιος. Ο γερο Αριστείδης τον βοηθούσε στα κολλήματα. Ο παπα Σταύρος έβγαινε στα γύρω χωριά. Μάζευε τα χαλασμένα παπούτσια ο’ ένα τσουβάλι. Πουλούσε και καινούργια.
Ο Άρεφ τα μερεμετούσε και φτιαγμένα ο παπα Σταύρος τα πισωγύριζε στα χωριά. Κάπως έτσι τα κουτσοβολεύανε και οι άλλοι πατριώτες. Άλλοτε σαν εργάτες, άλλοτε σαν τεχνίτες. Ήρθε όμως διαταγή μια μέρα, να πάρουν τους νέους φαντάρους στο Κεμαλικό στρατό. Ζητούσαν την κλάση του παπα Σταύρου. Να ναι καλά ο Άρεφ, κείνο τον καιρό τον έκρυβε στο υπόγειο του σπιτιού του.
Στο μεταξύ τους άλλους Έλληνες τους πήγαν στη Χαρμπούτ. Εκεί ήταν και ο τελευταίος σταθμός συγκέντρωσης.
Η Κιουτάχεια ήταν πια λεύτερη.
– Βοήθα με να φύγω από δω. Πρέπει να συναντήσω τους δικούς μου, παρεκάλεσε τον Κούρδο, όταν ο κίνδυνος της επιστράτευσης είχε πια περάσει.
– Μείνε ήσυχος παπα εφέντη, εγώ θα σε φευγατίσω.
Λίγες μέρες αργότερα, ένα πρωινό κίνησαν οι τρεις άντρες. Ακροπατώντας, πήραν το δρόμο για το ποτάμι. Εκεί Κούρδοι εργάτες φορτώνανε ξύλα. Τους κορμούς των δέντρων τους έκαναν σχεδίες κι επάνω τους τα φόρτωναν. Ο Άρεφ αναζήτησε δυο συγγενείς του.
– Ο παπάς εφέντης, πρέπει να φτάσει σώος στον προορισμό του. Αν πάθει τίποτα θα σας σφάξω. Όταν γυρίσετε πίσω θα μου φέρετε σημάδι πως έφτασε καλά.
Όρθιος ο ένας πάνω στη σχεδία με το κοντάρι στο χέρι για κουπί, τους οδήγησε κατά μήκος του ποταμού.
Καθρέφτης που λαμπύριζε το νερό. Καθώς το ξύλο του Κούρδου έσπαγε, ο παπα Σταύρος μάζευε λες τα κομμάτια κι έφτιαχνε εικόνες παλιές. Ξεπεταρούδι στην Κιουτάχεια, τα καλοκαίρια μαζί μ’ άλλους συνομήλικούς του, ξέφευγαν στην εξοχή.
Κατεβαίνουνε στο Πορσούκ Τσάι, παραπόταμο του Σαγγάριου, λίγο έξω από την πόλη. Εκεί φτιάχνανε σχεδίες από ξύλα, κράταγαν κι ένα για κουπί,. Παρίστανε ο πιο τολμηρός της παρέας τον καπετάνιο. Οι άλλοι καθισμένοι ανακούρκουδα κάθονταν γύρω του. Βουτούσαν τα χέρια στο νερό, το ζωγράφιζαν με τα δάχτυλα. Να τους πιτσιλά και να γελούν.
Σταμάτησαν εκεί που το ποτάμι έκαμε διχάλα. Οι Κούρδοι αναζήτησαν δυο γυναίκες. Κατεβήκανε πατέρας και γιος και παραδόθηκαν στις ηλικιωμένες γυναίκες που ταν καλά ορμηνευμένες.
Πριν αποχαιρετίσουν τους Κούρδους ο παπα Σταύρος τους έδωκε το κορδόνι του παπουτσιού του, αφού του κανε τρεις κόμπους. Ήταν το σημάδι που χαν συμφωνήσει με τον Άρεφ. Μπροστά πήγαιναν τα δυο θηλυκά και σε απόσταση για να μη δίνουν στόχο ακολουθούσαν οι δυο άντρες. Φτάσαν σ’ ένα διώροφο σπίτι. Εκεί ήταν το νέο κατάλυμά τους. Τους περιποιήθηκαν οι δυο μοναχικές αδελφές.
Ζεστό νερό να πλυθούν, ρούχα καθαρά ν’ αλλάξουν, ζεστό φαΐ. Πιάσανε την κουβέντα. Ξεθάρρεψαν κείνες σαν τους είπε πως ήταν Έλληνας παπάς. Άστραψαν τα μάτια τους. Είπαν πως ήταν Αρμένισσες. Θέλησαν να μοιραστούν το μεγάλο τους μυστικό με τούτους τους άντρες, που ταν οι πιο κατάλληλοι.
Κατέβηκαν και οι τέσσερίς τους στο κατώγι. Σε μια γωνιά υπήρχε μια παλιά ξύλινη κασέλα σκεπασμένη μ’ ένα κουρελιασμένο υφαντό. Η μια άνοιξε το καπάκι.
Ανασήκωσε κάμποσα σκουτιά και ξέχωσε δυο παλιές εικόνες. Η μια παρίστανε τη Σταύρωση του Ιησού. Η άλλη γιομάτες τρύπες από το σαράκι, ίσα που άφηνε να μαντέψεις τον Αη Γιώργη. Κοιτάχτηκαν, κάναν όλοι το σταυρό τους. Οι εικόνες φυλάχτηκαν πάλι στην κρυψώνα τους. Σαν τούτες τις Αρμένισσες υπήρχαν πολλοί στην Ανατολή, να φυλάγουν τέτοια μεγάλα μυστικά. Μουσουλμάνοι, κρυπτοχριστιανοί.
Ξεκουράστηκαν. Την άλλη μέρα συναντήθηκαν με τους συμπατριώτες τους.
Στη Χαρμπούτ είχαν συγκεντρωθεί πολλοί εξόριστοι Έλληνες από διάφορα μέρη της Μικρασίας. Βρήκανε εκεί και τον μπάρμπα Γιάννη τον τραγουδοποιό. Τριγύριζε μ’ ένα ούτι μπροστά στις πόρτες των πλουσίων μουσουλμάνων και τραγουδούσε. Τα χρήματα που μάζευε, καμιά φορά, 20-25 μεζίτια, τα μοίραζε ο ίδιος στα γυναικόπαιδα των Αρμενίων που τα μάστιζε η πείνα και οι στερήσεις. Παρηγοριότανε έτσι ο δύστυχος, γιατί μοιραζότανε τον πόνο του με τον δικό τους.
Τον καιρό εκείνο μάθανε από τούρκικες εφημερίδες την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού. Πως έπεσε η Κιουτάχεια. Σε λίγο, ήρθε και το πιο φοβερό μαντάτο. Έπεσε η Σμύρνη. Τους μήνυσαν εν τω μεταξύ, σ’ ένα μήνα να φύγουν από τη Χαρμπούτ. Θα πήγαιναν στη Συρία που ήταν υπό την κατοχή των Γάλλων και βρισκόταν κοντά τους. Αγόρασαν ένα γάιδαρο από τις Αρμένισσες.
Φτιάξαν, με τη βοήθειά τους, ένα καρβέλι ψωμί. Όχι για να το φάνε. Το καμαν κρυψώνα. Βγάλαν την ψίχα και βάλαν στην καρδιά του μερικές χρυσές λίρες και το εικόνισμα της Παναγιάς που πάντα είχε στον κόρφο του ο παπα Σταύρος, αφού πρώτα τα δίπλωσαν καλά σ’ ένα κομμάτι μαύρο πανί. Ήταν ό,τι γλίτωσε από το ράσο του, τότε που το ξέσκισε με μανία ο Τούρκος, στο Εσκί Σεχίρ. Σ’ ένα σακί βάλαν το ψωμί, μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Εφτά μέρες κάμανε να φτάσουν στη Συρία.
Στα σύνορα Τουρκίας προς Συρία, τους όρμησαν Τούρκοι ληστές. Ευτυχώς τους ξεγέλασαν σκορπώντας όσα ρούχα είχαν μέσα στο μπόγο. Οι Τούρκοι πέσαν σαν τ’ αρπαχτικά στα απλωμένα ρούχα. Έτσι το σκασαν με μια δύναμη που μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει. Γλίτωσαν τα κορμιά τους μα και το καρβέλι το ψωμί, με τις χρυσές τις λίρες, το κομμάτι το ράσο και το εικόνισμα της Παναγιάς.Στα σύνορα οι Γαλλικές Αρχές υποδέχονταν τους εξόριστους. Τους βάλανε στο τρένο. Τον παπα Σταύρο ως ιερωμένο τον οδήγησαν σε βαγόνι πρώτης θέσης.
… Χαλέπι, Βηρυτός, Τρίπολη. Οι Άραβες Χριστιανοί της Συρίας τους περιποιηθήκανε. Στα τέλη του 1922 με πλοίο φύγανε για την Ελλάδα. Μετά από χίλια βάσανα σμίξανε με την οικογένειά τους, που είχε μετοικήσει μ’ όλη την προσφυγιά, στη Σαλονίκη.