Κατάκριση: Κάποιος Γέροντας, πού ερωτήθηκε από τους αδελφούς τί είναι καταλαλιά καί τί κατάκρισις, έδωσε τήν ακόλουθη εξήγησι.
Μέ τήν καταλαλιά φανερώνει κανείς τά κρυφά ελαττώματα του άδελφού του. Μέ τήν κατάκρισι καταδικάζει τά φανερά.
«Αν ειπή κανείς λόγου χάρι, πώς ο τάδε αδελφός είναι μέν καλοπροαίρετος καί αγαθός, άλλα του λείπει ή διάκρισι, αυτό είναι καταλαλιά. «Αν όμως ειπή ότι ο δείνα είναι πλεονέκτης καί φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκρισις, γιατί μέ τό λόγο αυτό καταδικάζει τίς πράξεις του πλησίον του.
Η κατάκρισις είναι χειρότερη από τήν καταλαλιά…
ΠΗΓΑΝ κάποτε αιρετικοί στον Όσιο Ποιμένα κι’ άρχισαν νά λέγουν κατηγορίες εναντίον τοΰ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ο Όσιος τότε σηκώθηκε επάνω, έδωσε εντολή στον υποτακτικό του νά τους ετοιμάση φαγητό καί βγήκε έξω από τό κελλί, γιά νά μή μολύνη τ’ αυτιά του.
Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στους εγκρατείς και νηστευτάς:
Φάγε κρέας και πιες κρασί και μη κατατρώγης με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου.
Καί πάλι:
Καταλαλώντας ο όφις τον Θεό, επέτυχε νά βγάλη τους πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Το ίδιο κάνει κι’ εκείνος που καταλαλεί τον πλησίον του• βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι’ όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε: «Αυτός έπεσε σήμερα κι’ εγώ εξάπαντος αύριο. Κι’ αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό».
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, αλήθεια, ν’ απορή και να εξίσταται ο άνθρωπος και να χάνη κυριολεκτικά το νου του – γράφει ο Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής – όταν σκέπτεται πως ο μεν Θεός και Πατήρ δεν κρίνει κανένα, όλη δε την κρίσι έχει παραδώσει στον Υιόν Του, ο δε Υιός διδάσκει «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» και ο Απόστολος Παύλος επίσης, «μη προ καιρού κρίνετε, έως αν έλθη ο Κύριος» και «εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις», οι δε άνθρωποι, αφήνοντας κατά μέρος τις δικές τους αμαρτίες, αφαιρούν το δικαίωμα του Υιού να κρίνη και, σαν άναμάρτητοι, κρίνουν οι ίδιοι και καταδικάζουν ο ένας τον άλλον; Ο Ουρανός έξίσταται γι’ αυτό κι’ η γη φρίττει, ενώ αυτοί, σαν αναίσθητοι, δε νοιώθουν καμμιά ντροπή.
ΕΝΑΣ μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι’ ήλθε η ώρα του να πεθάνη. Ο Ηγούμενος κι’ όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκρυζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία καί ψυχική γαλήνη.
– Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντα σου. Πώς πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;
– Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ενα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωή μου: Δέν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι’ αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιον Του: «Συ, Κύριε, είπες, μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε», κι’ ελπίζω ότι δεν θα με κρίνη αυστηρά.
– Πήγαινε ειρηνικά στα αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.
ΕΝΑΣ μοναχός έπεσε κάποτε σε μεγάλο σφάλμα κι’ ο προϊστάμενος της σκήτης τον έδιωξε. Όταν το έμαθε ο Αββάς Βενιαμίν, πήρε τα λίγα πράγματα του και σηκώθηκε να φύγη ξωπίσω του.
Κι’ εγώ αμαρτωλός είμαι, έλεγε στους αδελφούς που τον εμπόδιζαν.
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
– «Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γέροντας. Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
– Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Που ορίζεις να τον κατατάξω;
– Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γέροντας. Κι’από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό νά του συγχωρήση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνη άνθρωπο.
(Η απάντηση από το Γεροντικόν εκδ. Ρηγοπουλου 1983 σελ 360-362)