Η γονυκλισία είναι ένα ζήτημα γύρω από το οποίο έχουν αναπτυχθεί διάφορες απόψεις.
Τί όμως σημαίνει γονυκλισία και άραγε υπάρχει μόνο ένα είδος;
Ποιά η σχέση της γονυκλισίας με τη μετάνοια; Πότε επιτρέπονται και πότε όχι και ποια η άποψη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Τις απορίες στα ζητήματα αυτά, καθώς και σε πολλά άλλα αναφορικά με τη γονυκλισία, επιχειρεί να διαφωτίσει το ακόλουθο κείμενο του Κυρού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, διασκευασμένο από τον Πρωτοπρεσβύτερο Γεωργίου Διον. Δράγα.
Το ζήτημα της κατά τις Κυριακές γονυκλισίας εξακολουθεί να απασχολεί τους κληρικούς και τους πιστούς, επειδή για το θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις.
Υπάρχουν δηλ. εκείνοι που ισχυρίζονται ότι απαγορεύεται από τους Ι. Κανόνες, και ειδικά από τον 20όν της Α’ Οικουμενικής, οι γονυκλισίες κατά τις Κυριακές και κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου, διότι δεν συνάδουν προς τον χαρμόσυνο και αναστάσιμο χαρακτήρα των ημερών αυτών, μια και οι γονυκλισίες είναι εκδηλώσεις μετανοίας και του κατά Θεόν πένθους.
Υπάρχουν και άλλοι που ισχυρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλ. το γονάτισμα κατά την ώρα της ευλογίας του Άρτου και του Οίνου, στο «Τα σά εκ των σών…» δεν είναι γονάτισμα πένθους, αλλά λατρείας προ του θαύματος που η προσκυνητή Θεότης επιτελεί κατ’ εκείνη την ιερή στιγμή.
Υπάρχει επίσης και μία τρίτη κατηγορία θεολόγων που ισχυρίζεται ότι η γονυκλισία κατά τις Κυριακές ούτε συνιστάται, ούτε απαγορεύεται. Απλώς γίνεται ανεκτή, όπου ισχύει και τηρείται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσοι χριστιανοί μας γονατίζουν τις Κυριακές, δεν το κάνουν από ασέβεια, αλλά από μεγάλη ευλάβεια, επειδή έχουν διδαχθεί ότι κατά την ώρα του «Τα σά εκ των σών… » συμβαίνουν φρικτά μυστήρια, εφ’ όσον το ψωμί και το κρασί, με την επίκληση του Αγ. Πνεύματος μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Και είναι επίσης βέβαιο ότι οι πιστοί μας αυτοί δεν έχουν εντρυφήσει στους Ι. Κανόνες, δεν έχουν μελετήσει τους Αγ. Πατέρες και συμπεριφέρονται όπως τους επιβάλλει η χριστιανική τους συνείδηση, έστω κι αν η συμπεριφορά τους αυτή παραβιάζει την τάξη της Εκκλησίας.
Στη συνέχεια επιχειρούμε μια αναλυτική και αντικειμενική παρουσίαση των διαφόρων πτυχών του θέματος στην προσπάθειά μας να ορίσομε το ορθόν, που πρέπει οι πιστοί μας να ακολουθήσουν.
Α – ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΛΕΞΗ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ
Τι λένε οι ιεροί Κανόνες περί Γονυκλισίας, μικρής και μεγάλης: Πριν προχωρήσουμε στα επόμενα βήματα είναι χρήσιμο να δούμε τι εννοούν οι Ι. Κανόνες με την λέξη γονυκλισία. Η γονυκλισία κατ’ αρχήν είναι αρχαία ευλαβής συνήθεια, με την οποίαν οι προσευχόμενοι άνθρωποι εκδήλωναν την πίστη των. Η γονυκλισία διακρίνεται σε δύο είδη.
Πρώτον όταν ο προσευχόμενος άνθρωπος κάμπτει τα γόνατά του και κρατεί όρθιο και προς τα εμπρός το σώμα του. Συνήθως η στάση αυτή συνοδεύεται και από ταυτόχρονο σταυροκόπημα. Τη στάση αυτή τηρούμε κατά τον Εσπερινό της γονυκλισίας δηλ. της Πεντηκοστής. (Πρβλ. και τον υπαινιγμό της πρώτης ευχής του Εσπερινού της γονυκλισίας «δεήσεις προσφέρειν εν αυχένος και γονάτων κλίσεσιν»).
Δεύτερον, όταν ο πιστός, με τα γόνατά του στηρίζεται στο έδαφος, ακουμπά τα χέρια του σ’ αυτό και το μέτωπο του κατά γης η όταν ενώ είναι όρθιος, γονατίζει με τα δύο γόνατα και σκύβει μέχρις ότου το μέτωπό του ακουμπήσει το δάπεδο και πάλιν αμέσως ανίσταται. Τούτο επαναλαμβάνεται πλειστάκις.
Γονυκλισία και Μετάνοια: Το πρώτον είδος της γονυκλισίας καλείται και μικρή μετάνοια, το δεύτερον μεγάλη μετάνοια η πρόπτωση η υπόπτωση η εδαφιαία προσκύνησις. Τέτοιες μετάνοιες κάνουμε κατά την Θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων, όταν διέρχονται τα Άγια από εμπρός μας. Μεγάλη χρήση μεγάλων μετανοιών γίνεται από τους μοναχούς, ενώ και οι Πνευματικοί επιβάλλουν ενίοτε τις μεγάλες μετάνοιες ως επιτίμιο σε χριστιανούς που αμάρτησαν και μετανόησαν για τις αμαρτίες των. Ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής εισήγαγε αυτήν την συνήθεια των επιτιμίων, τις δε μεγάλες αυτές μετάνοιες ονομάζει απλώς γονυκλισίες. Ο Μ. Βασίλειος ταυτίζει τη μετάνοια με την υπόπτωση.
Πότε γίνονται καί πότε δεν γίνονται οι Γονικλισίες: Διαφοροποίηση ως προς την έννοια των μικρών και των μεγάλων μετανοιών παρατηρείται στο κολλυβαδικό Τυπικό του λογίου οικονόμου π. Γεωργίου Ρήγα από την Σκιάθο, όπου αναγράφονται τα εξής : «Αι μετάνοιαι είναι δύο ειδών, μικραί και μεγάλαι. Και αι μεν μικραί εισί τα προσκυνήματα δια του σημείου του σταυρού και της κλίσεως μόνον της κεφαλής γινόμενα χωρίς κλίση γονάτων. Αι μικραί μετάνοιαι γίνονται καθ’ εκάστην εν πάση ημέρα και ουδέποτε αργούσι. Μεγάλαι δε εισιν αι δια της κλίσεως των γονάτων… Αι μεγάλαι μετάνοιαι ουδέποτε επιτρέπεται να γίνονται εν Σαββάτω η Κυριακή (παρεκτός της εορτής του Τιμίου Σταυρού) γίνονται δε μόνον εν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθ’ εκάστην πλήν Σαββάτου και Κυριακής.»[1]
Οι γονικλισίες και τα τέσσερα είδη των μετανοούντων: Εκ των ολίγων αυτών στοιχείων συνάγεται πάντως ότι η προσευχή που γίνεται με γονυκλισίες έχει την έννοια της μετανοίας δηλ. της επιστροφής του αμαρτωλού. Είναι δε γνωστόν ότι στην αρχαία Εκκλησία οι μετανοούντες διακρίνονταν σε 4 τάξεις:
α) Πρώτα–πρώτα ήσαν οι προσκλαίοντες, που παρέμειναν έξω από το ναό και παρακαλούσαν τους άλλους πιστούς να προσευχηθούν γι’ αυτούς.
β) Έπειτα έρχονταν οι ακροώμενοι, δηλ. αυτοί που εισέρχονταν στο νάρθηκα μόνο, και από εκεί άκουγαν την ανάγνωση των Γραφών.
γ) Μετά έρχονταν οι γόνυ-κλίνοντες η υποπίπτοντες, που παρέμειναν γονατιστοί σε ένδειξη μετανοίας.
δ) Kαι τέλος υπήρχαν οι συνιστάμενοι (δηλ. εκείνοι που έμεναν όρθιοι).
Οι μετάνοιες, κατά ταύτα ήσαν δείγμα ταπεινώσεως και εκζητήσεως του ελέους του Θεού, και είχαν τον συμβολισμό της πτώσεως κατά γης και της ανορθώσεως. Με την πτώση σημαινόταν και το πένθος και η κατάνυξη. Με την ανόρθωση η σωτηρία. Όπως γράφει ο Μ. Βασίλειος, «Και καθ’ εκάστην δε γονυκλισίαν και διανάστασιν έργω δείκνυμεν ότι δια της αμαρτίας εις γην κατερρύημεν και δια της φιλανθρωπίας του κτίσαντος ημάς εις ουρανόν ανεκλήθημεν.»[2]
Β – ΤΙ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ ΤΩΝ
Τι πρέπει να κάνουμε ή να μην κάνουμε τις Κυριακές: Η Κυριακή διακρινόταν ανέκαθεν ως ημέρα – χαράς και πανηγύρεως, λόγω της Αναστάσεως. Γι’ αυτό και την Κυριακή δεν νηστεύουμε, και όταν διανύουμε περίοδο νηστείας, που δεν καταλύομε λάδι, το Σάββατο και την Κυριακή γίνεται κατάλυση. Ο 66ος Κανών των Αγ. Αποστόλων ορίζει. «Ει τις κληρικός ευρεθή την Κυριακήν ημέραν νηστεύων, η το Σάββατον πλήν του ενός μόνου ( του Μ. Σαββάτου ) καθαιρείσθω. Ει δε λαϊκός αφοριζέσθω.” Ο 18ος της εν Γάγγρα ορίζει. «Ει τις δια νομιζομένην άσκησιν εν τη Κυριακή νηστεύει, ανάθεμα έστω.»[3]
Γιατί πρέπει να ακολουθούμε τους ιερούς Κανόνες: Μπορεί κάποιος να διερωτηθεί, γιατί οι Κανόνες ασχολούνται με τέτοια πράγματα και δεν αφήνουν ελεύθερο τον κόσμο να κάνει ό,τι του αρέσει και ό,τι θέλει; Εύλογος φαίνεται η απορία. Όμως σε όλα τα θέματα δεν πρέπει να ακολουθούμε το αρέσκον, αλλά το ορθόν. Αλλιώς δεν θα υπάρχει τάξη στην Εκκλησία και δεν θα τηρούνται οι συμβολισμοί, που ουσιαστικά έχουν δογματικό περιεχόμενο. Ο αείμνηστος καθηγητής Λειτουργικής Ι. Φουντούλης παρατηρεί: «Η στάση κατά τη θεία λατρεία δεν καθορίζεται από τη δική μας προσωπική ευλάβεια και διάθεση, αλλά από την παράδοση της Εκκλησίας, βάσει του νοήματος, που δίδει σε κάθε λειτουργική στάση και σε κάθε λατρευτική στιγμή.»[4]
Τις Κυριακές ούτε γονατίζουμε ούτε νηστεύουμε: Μαζί με τη νηστεία οι ι. Κανόνες απαγορεύουν και τη γονυκλισία τις Κυριακές.
Τι λέγουν οι Κανόνες: Ο Άγιος Ειρηναίος γράφει, «Το δε εν Κυριακή μη κλίνειν γόνυ σύμβολόν εστι της Αναστάσεως, δι’ ης τη του Χριστού χάριτι των τε αμαρτημάτων και του ἐπ’ αυτῶν τεθανατωμένου θανάτου ηλευθερώθημεν.”[5]
Συναφής είναι και η μαρτυρία του ψευδο -Ιουστίνου στην ΡΙΕ’ απάντησή του περί απαγορεύσεως της γονυκλισίας κατά τις Κυριακές. «Εκ των Αποστολικών δε χρόνων η τοιαύτη συνήθεια έλαβε την αρχήν, καθώς φησίν ο μακάριος Ειρηναίος, ο μάρτυς και επίσκοπος Λουγδούνου.»[6]
Βασική σημασία για το θέμα αυτό έχει ο 20ός ιερός Κανών της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ορίζει. «Επειδή τινες εισίν εν τη Κυριακή γόνυ κλίνοντες και εν ταις Πεντηκοστής ημέραις, υπέρ τα πάντα εν πάση παροικία φυλάττεσθαι, εστώτας έδοξε τη Αγία Συνόδω τας ευχάς αποδιδόναι τω Θεώ.”[7] Δηλ. η αγία Σύνοδος ορίζει τις Κυριακές και την περίοδο του Πεντηκοσταρίου όρθιοι να προσεύχωνται οι χριστιανοί.
Πιο σαφής είναι ο 90ός ι. Κανών της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου.’Ιδού τι ορίζει. «Ταις Κυριακαίς μη κλίνειν εκ των θεοφόρων ημών Πατέρων κανονικώς παρελάβομεν, την του Χριστού τιμώντες ανάστασιν. Ως αν ουν μη αγνοώμεν το σαφές της τούτου παρατηρήσεως δήλον τοις πιστοίς καθιστώμεν, ώστε μετά την εν Σαββάτω εσπερινήν των ιερωμένων προς το θυσιαστήριον είσοδον, κατά το κρατούν έθος, μηδένα γόνυ κλίνειν μέχρι της εφεξής κατά την Κυριακήν εσπέρας, καθ’ ην μετά την εν τω λυχνικώ είσοδον αύθις τα γόνατα κάμπτοντες, ούτω τας ευχάς τω Κυρίω προσάγομεν.” Δηλ. από το βράδυ του Σαββάτου, μετά τον Εσπερινό, μέχρι τον Εσπερινό της Κυριακής οφείλουμε να μη γονατίζουμε όταν προσευχώμεθα. Ιδού πως σχολιάζει τον Κανόνα αυτόν ο Βαλσαμών. «Και η Ανάστασις του Χριστού κατά την εσπέραν του Σαββάτου τουτέστι προς της ημέρας της Κυριακής γέγονεν, ίνα από του σκότους τα της εορτής καταλήξωσι προς φως και η πανήγυρις της Αναστάσεως γίνηται δια ολοκλήρου νυχθημέρου.»[8] Άλλωστε είναι γνωστόν ότι Θ. Λειτουργία δεν τελείται κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής, παρά μόνον Σάββατον και Κυριακήν. Και τούτο διότι η Θ. Λειτουργία είναι προτύπωση της Αναστάσεως και της Βασιλείας του Θεού.
Τί λέγουν οι Πατέρες: Ας δούμε τώρα τι λέγουν οι Πατέρες σχετικά. Ο Αλεξανδρείας Πέτρος στον 15ον Κανόνα του γράφει. «Την δε Κυριακήν χαρμοσύνης ημέρας άγομεν δια τον Αναστάντα εν αυτή, εν η ουδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν.»[9]
Ο Άγιος Νικηφόρος ο ομολογητής στον 10ον Κανόνα του ορίζει. «Χρή χάριν ασπασμού κλίνειν γόνυ εν Κυριακή και εν όλη τη Πεντηκοστή ου μην τας εξ έθους γονυκλισίας ποιείν.»[10]
Ο Μ. Βασίλειος. «Και ορθοί μεν ποιούμεν τας ευχάς εν τη μια του Σαββάτου» (91ος Κανών).[11] Και στη συνέχεια εξηγεί και τους λόγους ένεκα των οποίων δεν πρέπει να γονατίζουμε την Κυριακή και την περίοδο του Πεντηκοσταρίου.
Οι λόγοι για τις θέσεις αυτές είναι βασικά το γεγονός ότι η Κυριακή είναι ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου μας και επομένως και εμείς οφείλουμε να παραμένουμε όρθιοι σε θέση ανορθώσεως – αναστάσεως. Επίσης η κάθε Κυριακή είναι σύμβολο της ογδόης ημέρας δηλ. του μέλλοντος αιώνος και γι’ αυτό η ‘Εκκλησία παιδαγωγεί και διδάσκει τους πιστούς να θυμούνται τον μέλλοντα αιώνα και να προετοιμάζονται να τον υποδεχθούν σε στάση ορθία που δείχνει την ετοιμότητα. «Εν η (Κυριακή) το όρθιον σχήμα της προσευχής προτιμάν οι θεσμοί της Εκκλησίας ημάς εξεπαίδευσαν εκ της ενεργούς υπομνήσεως οιονεί μετοικίζοντες ημών τον νουν από των παρόντων επί τα μέλλοντα.»[12]
Η λατρευτική μικρή γονυκλισία ή μετάνοια: Εκ των νεωτέρων Πατέρων ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης διευκρινίζει ότι η απαγόρευση δεν περιλαμβάνει τις λεγόμενες μικρές μετάνοιες που κάνουμε όταν προσκυνούμε τις άγιες εικόνες. Η ‘Εκκλησία δεν απαγορεύει τις Κυριακές τη λατρευτική προσκύνηση. Γι’ αυτό και ακούεται το «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ…»[13] Αυτές οι προσκυνήσεις γίνονται χάριν ασπασμού και δεν απαγορεύονται. Οι γονυκλισίες όμως είναι οι λεγόμενες «στρωτές μετάνοιες» δηλ. με το μέτωπο να ακουμπά στο έδαφος. Αυτές απαγορεύονται, διότι αντιβαίνουν στον αναστάσιμο και εσχατολογικό χαρακτήρα της Κυριακής, δηλ. τον χαρμόσυνο και πανηγυρικό, που, ως εκ τούτου, είναι ασυμβίβαστος με κάθε έννοια πένθους, που οι μεγάλες μετάνοιες υποδηλώνουν. Δια τούτο ψάλλει η Εκκλησία: «Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή.”[14]
Γ – ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Εκ των θεολόγων δεν συμφωνούν όλοι με όσα γράψαμε ανωτέρω. Ιδού τα κυριότερα επιχειρήματά των. Όταν οι Μυροφόρες συνάντησαν τον αναστημένο Κύριο έπεσαν στα πόδια Του και τον προσκύνησαν. Και ήταν ημέρα Κυριακή όταν έγινε αυτό. Στο όρος της Γαλιλαίας οι ένδεκα Μαθητές προσκύνησαν τον Κύριο μετά την Ανάστασή Του. Ο Απ. Παύλος γράφων προς τους Κορινθίους περιγράφει την λατρευτική σύναξη όπου ο κάθε πιστός «πεσών επί πρόσωπον προσκυνήσει τω Θεώ.»[15] Εδώ βέβαια δεν διευκρινίζεται αν ο Απόστολος αναφέρεται σε λατρευτική σύναξη που γίνεται ημέρα Κυριακή.
Σοβαρά επιχειρήματα υπέρ του γονατίσματος κατά τις Κυριακές προσάγει, βιβλικά, ιστορικά, και κανονικά ο καθηγητής Π. Τρεμπέλας στο βιβλίο του «Η γονυκλισία εν ταις Κυριακαίς.»[16] Στο βιβλίο αυτό ο σοφός καθηγητής επικαλείται την μαρτυρία των κωδίκων 865 και 2055 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος περί του Αρχιερέως ο οποίος «βάλλει τρεις μετανοίας.” Όμως η λεπτομέρεια αυτή δεν είναι τόσο σοβαρή ώστε να δικαιολογήσει τη γονυκλισία κατά την Κυριακή. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για το Τυπικό του 12ου – 13ου αιώνα το οποίο δημοσιεύει ο Δημητριέφσκυ και στο οποίο μαρτυρείται «τριπλή γονυκλισία του ιερέως.»[17] Όμως περί αυτών ισχύει η παρατήρηση του Βλαστάρεως στο Πηδάλιο, ότι «τα γινόμενα παρά των κτιτόρων εν τοις μοναστηρίοις, τυπικά στέργειν οφείλουσιν, ει μη που τοις κανόσιν εναντιούνται.» Ο ίδιος καθηγητής προσπαθεί, επικαλούμενος τον κανόνα 91ον του Μεγ. Βασιλείου, να σχετικοποιήσει την περί ορθίας στάσεως κατά τις Κυριακές προσευχή γράφων ότι η γνώμη του ιερού Πατρός προέρχεται «εκ της αγράφου παραδόσεως,»[18] ενώ είχε προηγηθεί ο 20ός Κανών της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Παράλληλα ο αείμνηστος καθηγητής επικαλείται την μαρτυρία του Τυπικού του Αγ. Σάββα λέγων ότι αυτό προβλέπει για τις Κυριακές «και ημών γόνυ κλινόντων και επί γης κεκυφότων.»[19] Όμως στην έκδοση του Τυπικού αυτού του έτους 1771 στη Βενετία από τον ιεροδιάκονο Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο, το ακριβές κείμενο έχει ως εξής. «Και ημών κλινόντων και επί γης κεκυφότων.»[20] Άλλωστε είναι γνωστόν ότι εναντίον των επιχειρημάτων του Π. Τρεμπέλα υπέρ της γονυκλισίας αντέταξαν άλλα αντίθετα σε ειδική μελέτη του ο Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ στο περιοδικό Εκκλησία.[21] Τέλος το επιχείρημα ότι κατά τις χειροτονίες που συνήθως τελούνται τις Κυριακές γονατίζομε, πρέπει να προσεχθεί, διότι οι σημαντικότεροι αρχαίοι κώδικες δεν αναφέρονται σε γονυκλισία ούτε του χειροτονούμενου, ούτε του λαού. Η μεταγενέστερη λειτουργική πράξη αναφέρει γονυκλισία μόνον του υποψηφίου και όχι του λαού.
Αλλά και ο αείμνηστος Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Περίοδος Πεντηκοσταρίου,» επιμένει στη διάκριση των διαφόρων μορφών γονυκλισίας. Αποφαίνεται σχετικά ο π. Επιφάνιος ότι «αυτός ο τρόπος -(του συγκερασμού της ορθίας στάσεως και της λατρευτικής προσκυνήσεως) και τους θεσμούς της Εκκλησίας δεν αθετεί και μίαν βαθείαν ψυχικήν ανάγκην ικανοποιεί. Την ανάγκην δηλαδή της λατρευτικής προσκυνήσεως του ενώπιόν μας ήδη ευρισκομένου, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, Βασιλέως και Σωτήρος μας.»[22] Και φαίνεται ότι στο σημείο αυτό κρύβεται και η λύση του όλου προβλήματος.
Ο Καθηγητής της Θεολ. Σχολής της Χάλκης κ. Β. Αναγνωστόπουλος στη μονογραφία του «Η γονυκλισία κατά τον καθαγιασμό των αχράντων του Κυρίου μυστηρίων κατά τας Κυριακάς. Η παράδοσι της Θεολογικής Σχολής Χάλκης» καταθέτει τις ζωντανές του αναμνήσεις εκ της Σχολής, όπου όλοι οι Πατριάρχες και οι Σχολάρχες των τελευταίων δεκαετιών, ως λ.χ. οι Πατριάρχες Μάξιμος και Αθηναγόρας, ο Χαλκηδόνος Μελίτων, ο Θυατείρων Γερμανός, ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, ο Αμερικής ΜΙχαήλ καθώς και οι δύο Σχολάρχες κατά τους χρόνους της μαθητείας του, και οι δύο κατά την περίοδο της καθηγεσίας του, γονάτιζαν τις Κυριακές. Όμως ο Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ παραθέτει τη μαρτυρία του Τρίκκης και Σταγών Πολυκάρπου (ως διακόνου του Πατριάρχου Ανθίμου Ζ´) σύμφωνα με την οποίαν στο Πατριαρχείο «ουδείς ποτέ έκλινε γόνυ εν ημέρα Κυριακή, εθεώρουν δε την συνήθειαν ως αλλοτρίαν και ξένην προς την Ελληνικήν Ορθοδοξίαν»[23] Και ο Αρχιμ. Ευσέβιος Ματθόπουλος, ιδρυτής της Αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή», τιμούσε το έθος της γονυκλισίας, έχοντάς το παραλάβει από τον Γέροντά του π. Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο.
Σοβαρό επιχείρημα υπέρ της μη απολύτου απαγορεύσεως της γονυκλισίας κατά τις Κυριακές προσάγεται εκ της πράξεως της Εκκλησίας, η οποία με την εξουσιαστική αρμοδιότητά της μετακίνησε τον Εσπερινό της Κυριακής της Πεντηκοστής, κατά τον οποίον γονατίζουν οι πιστοί, από τις εσπερινές ώρες της Κυριακής – όπου δεν υπάρχει απαγόρευση γονυκλισίας σύμφωνα με τον 90όν Κανόνα της Στ´ Οικουμενικής – στην πρωία της Κυριακής της Πεντηκοστής, ασφαλώς για λόγους ποιμαντικούς. Επομένως, κατά την άποψη αυτή η απαγόρευση της γονυκλισίας κατά τις Κυριακές δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, αλλά δύναται να παροράται χάριν άλλου πνευματικού-ποιμαντικού συμφέροντος. Η θέση του Τρεμπέλα είναι όντως ότι «εφ’ όσον επετράπη η μετάθεσις του Εσπερινού εις την πρωΐαν, η απαγόρευσις της γονυκλισίας είναι σχετική και επιδέχεται εξαιρέσεις και ελαστικότητα.” Και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει ότι οι ευχές της γονυκλισίας δεν πρέπει να αναπέμπονται την πρωΐαν διότι τοιουτοτρόπως καταστρατηγείται η απαγόρευση της γονυκλισίας. «Διο οι τας ευχάς ταύτας αναγινώσκοντες το πρωΐ, κακώς και ημαρτημένως και παρά τους ι. Κανόνας ποιούσιν.»[24] Επί πλέον είναι γνωστόν ότι η Εκκλησία έχει αποδεχθή τις προσκυνηματικές μετάνοιες κατά τις Κυριακές. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσωμε ότι θεωρούμε αξιοσημείωτη την παρατήρηση του καθηγ. Τρεμπέλα ότι οι ιεροί Κανόνες που απαγορεύουν την γονυκλισία κατά τις Κυριακές δεν επιβάλλουν κυρώσεις για τυχόν παραβίαση της συγκεκριμένης διατάξεως.
Ο καθηγητής κ. Ι. Φουντούλης αποδίδει την εισαγωγή του εθίμου της γονυκλισίας σε ρωσική επιρροή, η οποία ασκήθηκε στα καθ’ ημάς, πιθανότατα από την βασίλισσα Όλγα με την πρακτική που επεκράτησε στο παρεκκλήσιο των Ανακτόρων και από εκεί διαδόθηκε στις ενορίες. Στην Ρωσία το έθιμο αυτό εισήχθη επί Μεγάλου Πέτρου από ευρωπαϊκή επίδραση. Ο ίδιος επιφανής έλληνας λειτουργιολόγος ψέγων την υποστήριξη του εθίμου αυτού γράφει. «Το τραγικότερο στην περίπτωση αυτή είναι όχι ότι κλίνουν τα γόνατα μερικοί πιστοί, ακόμη και λειτουργοί, κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, αλλά ότι αυτό διδάσκεται και ενθαρρύνεται από διδασκάλους της Εκκλησίας παρά τους ιερούς Κανόνες και τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση και πράξη. Η ευλάβειά μας κατά τη λατρεία δεσμεύεται από τη λειτουργική τάξη και συνίσταται στο να συντονιζόμαστε στο ρυθμό και στον τρόπο της κοινής προσευχής. Άλλως προξενούμε αταξία και αυθαιρετούμε μη υπακούοντας στους εκκλησιαστικούς θεσμούς και μη προσπαθώντας να κατανοήσουμε το πνεύμα τους, αλλά εισάγοντας προσωπικές μας ευσεβείς και ευσεβοφανείς ξένες προς την εκκλησιαστική μας παράδοση πρακτικές.»[25]
Δ – Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας μας κατά την σύναξή της του Οκτωβρίου 1999 συμπεριέλαβε μεταξύ των θεμάτων της και το υπό τον τίτλο «Λειτουργική ακρίβεια, ευταξία και ενότης και ψήφισις Κανονισμού συστάσεως Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως» με εισηγητή τον Σεβ. Μητροπολίτην Πατρών κ. Νικόδημον εγκρατή γνώστη των τελετουργικών ζητημάτων. Ο Σεβ. εισηγητής μετέφερε στο ιερό Σώμα τα πορίσματα στα οποία κατέληξε ειδική 10μελής υπό την προεδρία του Επιτροπή που ερεύνησε το θέμα. Στο ζήτημα της γονυκλισίας επρότεινε: «Η γονυκλισία εν Κυριακή κατά τον «καθαγιασμόν» δεν απαιτείται, ουδέ επιβάλλεται. Θεωρείται απλώς ανεκτή.”
Η άποψη αυτή στηρίχθηκε στον συνδυασμό των δύο αντιθέτων κατά τα άνω αντιλήψεων, επειδή εκρίθη ότι ούτε οι υπερτονίζοντες τον απόλυτο χαρακτήρα της απαγορεύσεως της γονυκλισίας κατά τις Κυριακές έχουν δίκαιο, αλλ’ ούτε και οι κλίνοντες τα γόνατα κατά την φρικτήν ώραν του καθαγιασμού αγνοούν «τι το Πνεύμα (των ιερών Κανόνων) λέγει ταις Εκκλησίαις.” Δηλ. η ΙΣΙ κατέληξε στην άποψη ότι κανών είναι να μη γονατίζουν οι χριστιανοί κατά την ώρα του «Τα σά εκ των σών…» τις Κυριακές, επειδή αυτό συνιστούν οι ι. Κανόνες αποβλέποντες στον αναστάσιμο χαρακτήρα της ημέρας. Όμως κατ’ οικονομίαν μπορεί να γίνεται ανεκτή και η γονυκλισία, επειδή δεν προδίδει ασέβεια, αλλ’ αντιθέτως προδίδει μέγα σεβασμό και συνειδητή αναγνώριση της φρικώδους θυσίας η οποία συντελείται επί της Αγ. Τραπέζης με την επίκληση και χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Τι λέγει ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης: Εμείς προτιμούμε να βασίσομε την άποψή μας όχι τόσον επί της ασκήσεως οικονομίας υπέρ των γόνυ κλινόντων, η ολιγότερο επί της απολύτου ισχύος της απαγορεύσεως, αλλά κυρίως επί του διαχωρισμού της εννοίας των «γονυκλισιών» όπως αυτή ανεπτύχθη ανωτέρω, και όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έχει ερμηνεύσει τον Κανόνα. Ιδού τι γράφει στην ερμηνεία του 20ού Κανόνος της Α´ Οικουμενικής. «Σημειώνει δε ότι ο παρών Κανών δεν λέγει δια τας γονυκλισίας τας παρ’ ημών κοινότερον ονομαζομένας μεγάλας μετανοίας, αίτινες και προσπτώσεις κυρίως ονομάζονται, τας οποίας όταν χάριν ασπασμού γίνονται αγίων εικόνων θετέον και μάλιστα των φρικτών μυστηρίων δεν εμποδίζει τόσον ο 10ος Κανών του Αγίου Νικηφόρου, ούτε εν Κυριακή, ούτε εν όλη τη Πεντηκοστή, όσον και τα ιερά άσματα λέγοντα ποτέ μεν «Σοί προσπίπτομεν τω αναστάντι εκ τάφου» ποτέ δε «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ τω αναστάντι…»και άλλα τοιαύτα πολλά…»[26] Και συνεχίζει., «Δεν λέγει, λέγω, ο κανών δια τας τοιαύτας γονυκλισίας, αλλά δια την γονυκλισίαν, καθ’ ην επάνω εις τα γόνατα κείμενοι, προσευχόμεθα, ό,τι λογής δηλ. κάμνομεν κατά το εσπέρας της αγίας Πεντηκοστής.»[27]
Δηλ. φρονούμε ότι ναι μεν η κατά κυριολεξία γονυκλισία, η επαφή των γονάτων με το έδαφος πρέπει να αποφεύγεται κατά τις Κυριακές, επειδή οι ι. Κανόνες είναι σαφώς απαγορευτικοί, οι λειτουργοί δε και οι πιστοί κατά τον καθαγιασμό να κύπτουν το σώμα των βαθέως σε εκδήλωση προσκυνηματικής και λατρευτικής στάσεως ενώπιον του μυστηρίου. Με τον τρόπον αυτόν ούτε οι ι. Κανόνες παραβιάζονται, αλλ’ ούτε και η ευλαβής διάθεση των πιστών παραθεωρείται και κατακρίνεται.
Βεβαίως γνωρίζομε ότι η λύση αυτή θα προκαλέσει την αντίδραση εκείνων που συνηθίζουν να γονατίζουν τις Κυριακές. Είναι όμως θέμα ποιμαντικής και λειτουργικής αγωγής να διδαχθούν ορθά πως και γιατί οι ι. Κανόνες απαγορεύουν τις γονυκλισίες την Κυριακή. Τούτο είναι χρέος των κληρικών μας, οι οποίοι οφείλουν να αναλάβουν αγώνα για να διδάξουν σωστά τους πιστούς και για να χρησιμοποιήσουν το λειτουργικό κήρυγμα προς επιμόρφωση των ενοριτών τους. Δεν υπάρχει λόγος να παρεισάγονται στη θεία λατρεία προσωπικά συναισθηματικά στοιχεία που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της. Και δεν χρειάζεται επίσης να αναζητούνται κάθε φορά σχήματα η και προσχήματα για να δικαιολογηθούν αποκλίσεις, που δεν φέρουν την έγκριση της Εκκλησίας. Η θ. λατρεία δεν είναι υπόθεση προσωπική. Η Εκκλησία καθορίζει και αυτή καθόρισε τον αναστάσιμο χαρακτήρα της θείας λειτουργίας, η οποία από την αρχή συνδέθηκε με την Κυριακή. Το ότι η θ. λειτουργία έχει αναστάσιμο και εσχατολογικό χαρακτήρα δεν χρειάζεται να το αποδείξουμε. Άλλωστε η Εκκλησία απαγόρευσε την τέλεση θείας Ευχαριστίας σε ημέρες νηστείας, και βέβαια σήμερα αυτό έχει περιοριστεί στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά το νόημα παραμένει, ότι η Ευχαριστία είναι γεγονός εσχατολογικό και δεν μπορεί παρά να είναι πανηγυρική, χαρμόσυνη και λαμπρή.[28]