ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: «Συλλογίσου, αδελφέ, πόσα έπαθεν ο Κύριος διά την ιδικήν σου σωτηρίαν όστις δεν ευχαριστήθη να εξοδεύση μόνον τα έργα του και τα αγαθά του, αλλά ηθέλησεν ακόμη να μεταχειρισθή και τους ιδίους του πόνους και πάθη και θάνατον του, διά να εξαγοράση την σωτηρίαν σου, και με τα αγαθά μεν όπου εχάρισε διά να εύρης την σωτηρίαν σου, έδειξε πως προκρίνει την σωτηρίαν σου καλλίτερα από τα αγαθά του· με τους πόνους δε και τα πάθη και τον θάνατον όπου υπέμεινεν, έδειξε πως σχεδόν προκρίνει την σωτηρίαν σου, καλλίτερα από τον ίδιον εαυτόν του.
Και αντί να εκδικήση την τιμήν και αγάπην της θεότητός του, και να τιμωρήση εσένα τον αποστάτην όπου τόσον αναίσχυντα την ύβριοες με τας αμαρτίας σου, αυτός εκαταφρόνησε την τιμήν και αγάπην εκείνης, και απέθανε διά την τιμήν και αγά¬πην σου του αποστάτου και υβριστού της.
Και τι λέγω μόνον ότι εκαταφρόνη¬σε διά σε την τιμήν της θεότητος του; αν ήτο δυνατόν, επεθύμει να πάθη και κατά την θεότητα του, μόνον διά να σε σώση. Αλλ’ επειδή τούτο είναι πράγμα κατά φύσιν αδύνατον, διά τούτο εμεταχειρίσθη εκείνο το θαυμάσιον εφεύρεμα και ήνωσε μέε τον εαυτόν του την ανθρωπότητα, διά να υποφέρη εις αυτήν τόσα πάθη, και με τόσην υπερβολήν, όπου έγινεν από κεφα¬λης έως ποδών όλος μία πληγή, και εδοκίμασε πόνους περισσοτέρους από όλους τους ανθρώπους• καθώς λέγει περί αυτού ο προφήτης Ησαΐαας «άνθρωπος εν πλη¬γη ων, και ειδώς φέρειν μαλακίαν» (νγ’3).
Αυτός έπαθε κατά τα υπάρχοντα, διότι εγεννήθη πτωχικά μέσα εις ένα σπήλαιον έζησε πτωχικά, διότι δεν είχεν ουδέ παραμικράν κατοικίαν διά να κλίνη την κε¬φαλήν του· «αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκη¬νώσεις· ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη»• (Ματθ’ η’. 20) και απέθανεν εις εσχάτην πτωχείαν διότι δεν είχεν ουδέ ένα τρίπηχυν τόπον εις το να ενταφιασθή.
Έπαθε κατά την τιμήν, διότι υπέμεινε βαρύταταις βλασφημίαις, διότι επέρασε μίαν ζωήν γεμάτην από καταφρόνεσες, και διότι την ετελείωσε με ένα θάνατον τον πλέον άτιμον όπου ημπο¬ρούσε τότε να δοθή εις τον κόσμον τούτον «υπήκοος γενόμενος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β’, 8) έπα¬θε κατά το σώμα διότι υπέφερε πόνους ανεικάστους και διά την λεπτότητα των θείων μελών του, και διά την αυστηρότητα των βασάνων του, και διά την σκληρότητα των βασανιστών του, εις τρόπον όπου έβγαλεν εμπράκτως από όλας του τας φλέβας τόσον πλήθος αίμα όπου εβράχη η γη• έπαθε κατά την ψυχήν, διότι τόσην μεγάλην λύπην και αγωνίαν εδοκίμασεν όπου αυτή μόνη ήτο αρκετή διά να τον θανατώση.
«Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου». (Ματθ. κς’. 38) και διά να είπω με συντομίαν, αυτός έγεινεν ωσάν ένα πέλαγος βασάνων, μόνον διά να σβύση εκείνας τας φλόγας της κολάσεως όπου εσύ άναψες με τας αμαρτίας σου, και ούτω να σε αναβιβάση σεσωσμένον εις τον ουρανόν».