Η Καύση των Νεκρών: Μια Αντίθεση στην Ορθόδοξη Πίστη

Σε γραπτό κήρυγμά του για την Κυριακή ΣΤ’ Ματθαίου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος θίγει το καίριο ζήτημα της ταφής ή της καύσης των νεκρών, που κατά καιρούς ανακύπτει στο δημόσιο διάλογο.

Στα βάθη των αιώνων, η ανθρωπότητα αναζητά απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης. Ένα από αυτά είναι η μοίρα του ανθρώπου μετά τον θάνατο.

Η Εκκλησία μας, μέσα από αιώνες πίστης και παράδοσης, προσφέρει σαφείς απαντήσεις.

Σήμερα, θα εξετάσουμε τη σημασία της ταφής των νεκρών, μιας πρακτικής που απορρέει από την ίδια τη θεολογία μας και συνδέεται άρρηκτα με την ελπίδα της ανάστασης.

Αναλυτικά το κήρυγμα του Μητροπολίτη:

Αγαπητοί μου Αδελφοί,

Η μνήμη των Αγίων επτά Παίδων των εν Εφέσω, που ξύπνησαν μετά από ύπνο σχεδόν δύο αιώνων και απέδειξαν την αλήθεια της αναστάσεως των νεκρών, σε συνδυασμό με την σύναξη των Σαμίων Αγίων, των οποίων τα ιερά Λείψανα είναι αποθησαυρισμένα στους ιερούς Ναούς μας, μας ωθεί να αναφερθούμε σήμερα στη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας μας για την ταφή των νεκρών, η οποία δυστυχώς τείνει να αντικατασταθεί με την καύση, για λόγους, αγνοίας ίσως και ελλειπούς αγάπης προς τον κεκοιμημένο, αφού οικονομικώς είναι κατά πολύ ακριβότερη.

Η Εκκλησία μας τιμά ιδιαιτέρως τα ιερά λείψανα των Αγίων και των Μαρτύρων, που δεν θα τα είχαμε αν είχαν αποτεφρωθεί. Η Εκκλησία μας με ενάργεια φιλοσοφεί την ματαιότητα της ζωής στα Κοιμητήρια. Ακόμη κι η ονομασία κοιμητήριο δηλώνει την παροδική κατάπαυση. Το σώμα κοιμάται τον ύπνο του θανάτου, η ψυχή όμως συνεχίζει να ζει σε άλλη διάσταση μέχρι την Β΄ Παρουσία και την ανάσταση του σώματος.

Αρχικώς να τονίσουμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν επιτρέπει να κακοποιείται η να καταστρέφεται το ανθρώπινο σώμα, διότι είναι ο Ναός του Θεού. Ο απόστολος Παύλος τονίζει στους Κορινθίους με αυστηρότητα: “Δεν ξέρετε ότι είστε ναός του Θεού και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας; Αν κάποιος φθείρει το ναό του Θεού, θα φθείρει αυτόν ο Θεός. Γιατί ο ναός του Θεού είναι άγιος, οι οποίοι είστε εσείς” (Α’ Κορ. γ’ 16-17). Αφ’ ής στιμής λοιπόν η καύση των νεκρών ανθρωπίνων σωμάτων τα καταστρέφει, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διδασκαλία και την ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Εκτός τούτου για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας η ταφή των νεκρών αποτελεί απόρροια της δογματικής της διδασκαλίας, καθώς στην ταφή τα νεκρά σώματα παραδίδονται στη διαφθορά, αλλά δεν καταστρέφονται, όπως συμβαίνει με την καύση και τον θρυματισμό τους μετά από αυτήν και μέλλουν να αναστηθούν κατά την προσδοκώμενη ανάσταση των νεκρών, οπότε και θα ενωθούν με τις ψυχές.

Αρκεί να επισημάνουμε, ότι από την στιγμή κατά την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός απέθανε, ως προς την ανθρώπινη φύση Του, πάνω στον Τίμιο Σταυρό και ενταφιάσθηκε, καθιστώντας το κενό Του Μνημείο σημείο αναφοράς, έχουμε ηθική υποχρέωση να Τον μιμηθούμε. Εξάλλου ο Χριστός με την Ανάστασή Του έγινε πρωτότοκος των νεκρών (βλ. Κολοσ. α’ 18), δηλαδή αναστήθηκε πρώτος από όλους εμάς που θα ακολουθήσουμε την ίδια πορεία και πεθαίνοντας θα ενταφιασθούμε προσδοκώντας την ανάστασή μας. Επίσης το σώμα μας δημιουργήθηκε από το χώμα, σύμφωνα με την Αγία Γραφή και στο χώμα επιστρέφει προσωρινά σύμφωνα με την εντολή του Θεού (βλ. Γέν. Γ΄ 19).

Εκτός όμως από τα όσα αναφέρθηκαν, η καύση των νεκρών δεν είναι σύμφωνη, ούτε με το ήθος και τα έθιμά μας ως Ελλήνων. Από την αρχαιότητα γνωρίζουμε, ότι οι Έλληνες πρόγονοί μας ενεταφίαζαν τους νεκρούς και μάλιστα σώζονται και περίτεχνοι τάφοι, όπως ο τύμβος του Μαραθώνα. Οι Αρχαίοι μας πρόγονοι, ακόμη κι όταν αναγκάζονταν να καύσουν τα σώματα των νεκρών στρατιωτών στα πεδία των μαχών, φοβούμενοι τις επιδημίες, συγκέντρωναν τα οστά και την στάχτη μέσα σε μεγάλα πήλινα δοχεία, όπου τα ενεταφίαζαν κατά την επιστροφή τους, όπως μας διασώζει ο Θουκυδίδης στον μνημειώδη Επιτάφιο του Περικλέους καθώς τέτοιες λήκιθοι ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές του ΜΕΤΡΟ στον Κεραμεικό. Στον Επιτάφιο αυτό υπάρχει και το γνωστό ρητό το οποίο σύν τοις άλλοις κοσμεί και το ταφικό μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου: «Ανδρών γάρ επιφανών πάσα γη τάφος».

Ο μεγάλος τραγικός μας ποιητής επίσης ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Αντιγόνη» της οποίας το περιεχόμενο ερείδεται πάνω ακριβώς στην επιχείριση ταφής του νεκρού αδελφού της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη διαταγή του βασιλιά Κρέοντα, η Αντιγόνη θυσιάζει την ζωή της για να ενταφιάσει τον αδελφό της λέγοντας μάλιστα «καλόν μοι τούτο ποιούση θανείν» το οποίο σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση σημαίνει, είναι καλό να ενταφιάσω τον Αδελφό μου κι άς πεθάνω γι’αυτό.

Όμως και στη νεώτερη Ιστορία μας από τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 μαθαίνουμε, πως αποφασιζόταν ανακωχή του πολέμου για να ενταφιαστούν οι εκατέρωθεν νεκροί. Όσοι επίσης διώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες της Μικράς Ασίας το 1922, μαζί τους έφεραν ιερές εικόνες και ιερά λείψανα, ως τα πολύτιμα κειμήλια της ζωής τους. Στον Εθνικό μας Ύμνο επίσης η ελευθερία έρχεται “απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά” και όχι από την στάχτη τους!

Η καύση των νεκρών στερείται της πίστεως της αιώνιας ζωής και της βεβαιότατης ελπίδας της απολαύσεως των αιωνίων αγαθών. Μπορεί η καύση των νεκρών να περιβάλλεται από διάφορα λογικοφανή επιχειρήματα, αλλά δεν έχει βάσεις και ερείσματα ούτε στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, ούτε όμως στην αρχαία και νεώτερη πολιτισμική μας κληρονομιά.

Αγαπητοί μου Αδελφοί,

Η καύση των νεκρών αποτελεί στυγνή έκφραση μηδενισμού, διότι καταστρέφει και εξαφανίζει με αυθάδεια το ανθρώπινο σώμα, κόντρα στο θέλημα του Θεού. Είναι μεγάλο κρίμα στο όνομα μιάς απροσδιόριστης ελευθερίας η ακόμη κι ένεκα του σεβασμού της τελευταίας επιθυμίας του αποθανόντος, ο οποίος είχε ζητήσει να αποτεφρωθεί, να τηρείται από τους συγγενείς μια αφιλάνθρωπη στάση και να τον παραδίδουν όχι απλά στην καύση, αλλά στην αποτέφρωση και τον αφανισμό, στερώντας του όλες τις προσευχές της Εκκλησίας.

Η καύση των νεκρών στερείται του συναισθήματος και της ζεστασιάς του προσωρινού αποχαιρετισμού του κεκοιμημένου. Αντί αγάπης προς τον κεκοιμημένο εκφράζει μια αδικαιολόγητη αντιπάθεια, ένα μίσος προς τον άνθρωπο, το σώμα του και την ψυχή του. Στερείται της φροντίδας του, ως εποφειλομένης τιμής και ευγνωμοσύνης στο πρόσωπο του προσφιλών συγγενών η και των εχθρών ακόμη, με όλη την ιερότητα που τους συνοδεύει. Κυρίως όμως στερεί την φιλότιμη έκφραση της συνοδείας του κεκοιμημένου στην τελευταία επί γης προσωρινή κατοικία μέχρι την ανάσταση των νεκρών.

Το αποτεφρωτήριο έναντι του κοιμητηρίου στερείται όλης αυτής της εμπειρίας, την οποία οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί την ονομάζουμε κηδεία, από το ρήμα κήδομαι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που σημαίνει φροντίζω. Μια φροντίδα που δεν σταματά στην ταφή, αλλά συνεχίζεται διά βίου, διότι επιστρατεύει την αγάπη μέσα από την προσευχή, την λειτουργική μνημόνευση, τον ευτρεπισμό του μνήματος, το άναμμα του καντηλιού, τα άνθη που ανάγουν στον χλοερό τόπο της ανάπαυσης της ψυχής και τον σταυρό στο προσκεφάλι του Ορθόδοξου Χριστιανού, που κοιμάται τον ύπνο του θανάτου, βλέποντας προς την ανατολή, έτοιμος να σηκωθεί, στο εγερτήριο σάλπισμα της Δευτέρας Παρουσίας!

Ο Θεός καταδέχθηκε να πεθάνει και να αναστηθεί για να ζει ο άνθρωπος αιωνίως κι ο άνθρωπος τώρα να επιθυμεί να καεί για να είναι αιωνίως νεκρός; Να θέλει ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο, κι εκείνος να θέλει να χαθεί!

Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, από αρχαιοτάτων χρόνων, απαιτεί την τιμή του ενταφιασμού στους κεκοιμημένους και την απαραίτητη πνευματική συμπαράστασή μας για την ανάπαυσή τους, εν αναμονή και της δικής μας μεταστάσεως, όταν θελήσει ο Θεός, και της αναστάσεώς μας εκείνη την ημέρα για την ζωή του μέλλοντος αιώνος. Αμήν.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.