Παλιά στήν πατρίδα μου, στά Φάρασα, ἔλεγαν: «Ἄν ἔχης καμμιά δουλειά, μήν τήν ἀφήνης γιά αὔριο. Ἄν ἔχης καλό φαγητό, ἄσ’ το γιά αὔριο, μήπως ἔρθη κανένας μουσαφίρης».
Τώρα σκέφτονται: «Νά ἀφήσουμε τήν δουλειά, μήπως ἔρθη κανείς αὔριο καί μᾶς βοηθήση. Τό καλό φαγητό, ἄς τό φᾶμε ἐμεῖς ἀπόψε!».
Οἱ περισσότεροι σήμερα γυρίζουν γύρω ἀπό τόν ἑαυτό τους. Μόνον τόν ἑαυτό τους σκέφτονται.
Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι βρέχει, γίνεται κατακλυσμός. Ἤ πέφτουν κεραυνοί. Ζήτημα πέντε-ἕξι ψυχές νά θυμηθοῦν τούς καημένους τούς γεωργούς ἤ αὐτούς πού ἔχουν θερμοκήπια.
Δέν σκέφτεται δηλαδή τόν ἄλλον ὁ ἄνθρωπος, δέν βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά γυρίζει συνέχεια γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του.
Ὅταν ὅμως γυρίζη γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του, κέντρο ἔχει τόν ἑαυτό του, δέν ἔχει τόν Χριστό. Εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἄξονα πού εἶναι ὁ Χριστός. Γιά νά φθάση νά σκέφτεται τόν ἄλλον, πρέπει ὁ νοῦς του πρῶτα νά εἶναι στόν Χριστό.
Τότε σκέφτεται καί τόν πλησίον καί μετά σκέφτεται καί τά ζῶα καί ὅλη τήν φύση. Ἔχει τόν σταθμό του ἀνοιχτό καί μόλις πάρη τό μήνυμα, τρέχει νά βοηθήση.
Ἄν ὁ νοῦς του δέν εἶναι στόν Χριστό, δέν δουλεύει ἡ καρδιά του, γι’ αὐτό δέν ἀγαπάει οὔτε τόν Χριστό οὔτε τόν συνάνθρωπό του, πόσο μᾶλλον τήν φύση, τά ζῶα, τά δένδρα, τά φυτά.