ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Η κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε χθες στα ανά την Ελλάδα Θεομητορικά προσκυνήματα δείχνει το πόσο η Παναγία είναι ριζωμένη στις καρδιές των Ελλήνων.
Είναι επίσης σημαντική εθνικά και ωφέλιμη ψυχικά η συνήθεια τέτοια ημέρα να συγκεντρωνόμαστε στις ιδιαίτερες πατρίδες μας και να ξανανιώνουμε κάτω από την προστασία Της.
Το αντάμωμά μας αποδεικνύει ότι ως λαός διατηρούμε τη συνέχεια και τη συνοχή μας και ακολουθούμε ευλαβικά την Πίστη και τα ιδανικά των προγόνων μας, Μαρτύρων, Ηρώων και Διδασκάλων, παρά τις
αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε και τις ποικίλες επιθέσεις που δεχόμαστε.
Γι’ αυτή τη συνέχεια και τη σύνδεση του λαού μας με την Παράδοσή του ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο σπουδαίο συνθετικό ποιητικό και θεατρικό του έργο «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», παρουσιάζει έξοχα τα βιώματά του από την ελληνική ιστορία και το ελληνικό πνεύμα.
Το έργο αρχίζει με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο κόσμος φωνάζει «Εάλω! Εάλω! Εάλω!» και οι τρεις Αναγνώστες παρατηρούν:
«Άλλο δεν ημπορέσαμε, μας πρόλαβε η φωτιά, σώσαμε τα Βαγγέλια του Έθνους μοναχά…». Και ο Αγγελιοφόρος τρέχοντας κραυγάζει: «Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων!» και προσθέτει:
«Εξαρθρώνονται οι πέτρες και το σίδερο καταλύεται` ερημώνουνε οι κορφές απ’ τα κάστρα που αφανίζονται, αλλά το χτισμένο φως δεν ξεχτίζεται…». Και ο Γέροντας εξηγεί:
«Απολιόρκητη όταν πολιορκείσαι` και όταν συλλαβαίνεσαι ασύλληπτη` κι όταν κουστωδίες σε πάνε και σε φέρνουνε στα πραιτώρια` κι όταν δένεσαι πάνω σε πασσάλους και μαστιγώνεσαι` κι όταν δένεσαι πίσω από άλογα κι άρματα και σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη την οδό προς τον Άδη…Κι όταν ενταφιάζεσαι, δεν μένεις εκεί, παρά μόνο για μια ή για δυό, το πολύ για τέσσερις νύχτες` οπότε “όρθρου βαθέος” γιομίζεις το φως με πίδακες της Ανάστασης!».
Προχωρώντας το έργο ο ποιητής εξηγεί το πώς ο Ελληνισμός διασώθηκε. Ο Αναγνώστης του έργου διαπιστώνει ότι εκεί που όλα έδειχναν ότι η Ελλάδα έγινε έρημος «με ολίγο χορτάρι» ακούγονταν ψίθυροι και κομμένα σφυρίγματα και ο Γέροντας του εξηγεί: « Ήτανε τα “Κρυφά Σχολειά”, όπου μέσα τους, “χιονισμένο, βρεγμένο” συνάζονταν όλο το Έθνος. Και το κιτρινισμένο ράσο του παπά, το υφασμένο πριν από την Άλωση, μύριζε σμύρνα από κείνη που οι μάγοι οδοιπορούντες επήγαν και φιλέψανε τον Ιησού».
Ο Βρεττάκος με το εμπνευσμένο ποιητικό του ύφος προχωρεί την ιστορία στον Σαμουήλ. στον Μακρυγιάννη, στο Ζάλογγο, στον Ρήγα, στα Ψαρά, στον Σολωμό, στον Δικαίο, στον Ησαΐα, στα Ψαρά, στη Χίο, στο
Αρκάδι. Και ο Χορός του έργου συμπληρώνει:
« Και Κοσμάδες Αιτωλοί ανεβαίνουν και μιλούν απ’ το βήμα των ορέων ανεμίζοντας τα ράσα τους σύννεφα μέσα στα σύννεφα΄ ενώ πάνω απ’ όλες τις κορφές ακούγονται κρόταλα: “Ίτε και Ίτε και Ίτε!..” Γιατί όσοι πέσαν εδώ ζουν ακόμη, και κάθε που ακούν τηνπαμπάλαιη σάλπιγγα να σημαίνει εγερτήριο, σηκώνονται΄ ξαναβγαίνουν στο φως και βαδίζουνε σε παράταξη: “Ίτε, και Ίτε και ΄’Ιτε!..”».
Η τραγωδία της Ελλάδας, κατά τον Βρεττάκο, είναι πως σε κάθε εποχή υπάρχει ένας Ιούδας ο δόλιος, «που έχει την κρύπτη του πλάι στις Κερκόπορτες». Και ενώ νικούσε η Πατρίδα μας στη μάχη, αντί άλλης δάφνης «λάβαινε τους προστάτες που δεν νοιάζονταν άλλο, εξόν να σκεπάσουν τις ζώσες Της κρίνες με αγκάθια και αγριόχορτα. Να σφραγίσουν το στόμα Της, να μην έβγει το φως, τι δεν ήταν προς κέρδος τους».
Αλλά πέραν των κάθε εποχής προδοτών και προστατών τοπρόβλημά σε αυτόν τον τόπο είναι ότι όσοι έπαιρναν την εξουσία «άνοιγαν εύκολα τις πόρτες στους προστάτες και ζητούσαν την καλοπιστία των ταπεινών και την έβρισκαν». Και εξηγεί ο Γέροντας: «Τους παραπλάναγαν την ψυχή με πανουργίες, τους θόλωναν το μυαλό ώσπου βλέπαν αλλαντάλλω τα μάτια τους. Και τους ρίχναν στον αλληλοσκοτωμό. Τι αδελφός με αδελφό μετά δεν γνωρίζονταν». Αυτοί όλοι που δεν ήξεραν τίποτε για την ταυτότητα των Ελλήνων, δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία. Ομογνωμόνως οι εξουσιαστές τα πετούν όλα
αυτά στον Καιάδα, εν ονόματι του «εκσυγχρονισμού» και του «προοδευτισμού»…
Μετά από τόσες περιπέτειες, μετά από τα τόσα βάσανα, μετά από τέτοια συμπεριφορά των ισχυρών, ντόπιων και ξένων, ορθώς ο Γέροντας του Βρεττάκου απορεί: «Πώς απόμεινε μήτρα, πώς απόμεινε μάτι, πώς
απόμεινε πόδι, πώς απόμεινε χέρι, να σηκώνει του Έθνους τη σημαία ανάμεσα στις άλλες σημαίες των Ενωμένων Εθνών;». Ο χορός απαντά ότι ήταν και είναι η προστασία του Ενός, του Πατρός και του Υιού και
του Πνεύματος του Αγίου και ο κόσμος – λαός επικροτεί με το «Αλληλούια» τρεις φορές.
Ο ποιητής φτάνει στον επίλογο, που είναι και επίλογος της ζωής του. Γράφει: «Εγώ, ο σε λίγο απερχόμενος, ο βαθιά ευτυχής, ο τιμημένος να είμαι από το χώμα σου…και που ο λόγος σου ο άφατος μου δίδαξε το
άπαντο… και είναι εδώ όπου πίνοντας το νερό σου το έκαμα αιώνια πόσιμο», λόγος που θυμίζει το «ύδωρ το ζών και αιώνιο», που προσέφερε ο Ιησούς στη Σαμαρείτιδα.
Στο τέλος και με το φιλί του αποχαιρετισμού εύχεται στην Ελλάδα «Ζωή εσαεί, Φως εσαεί και Λόγο εσαεί»,
πιστεύοντας ότι ποτέ δεν θα αλωθεί η «Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων», ό, τι κι αν απεργάζονται δικοί και ξένοι.