Ο π. Παναγιώτης Τσιώλης διάβασε εξορκισμό σε δαιμονισμένο άντρα και ήρθε η Παναγία μας, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ολόκληρη στρατιά Αγίων!
Γράφει ο Διονύσης Μακρής
“Ενα καλοκαιρινό πρωινό ο γέροντας των Αγράφων δέχθηκε ένα περίεργο τηλεφώνημα από μία γυναίκα που έμενε στη Λάρισα, την Κατερίνα Π.. Ήταν πλήρως απεγνωσμένη και απογοητευμένη και του ζήτησε έπειγόντως βοήθεια.
Ο γάμπρος της παρουσίαζε μία άλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και φοβόταν για την κόρη της και τα εγγόνια της. Ο π. Παναγιώτης αμέσως μετά το τηλεφώνημα μετέβη από το σπίτι του στο Βαλάρι, στο Αρχονταρίκι που απείχε μόλις 100 μέτρα και είπε στον Κίμωνα να ετοιμασθεί γιατί έπρεπε να μεταβούν επειγόντως στη Λάρισα.
Ξαφνιάστηκε η γυναίκα μόλις είδε έπειτα από δύο σχεδόν ώρες τον γέροντα στο σπίτι της. Δεν περίμενε τόσο ταχεία άνταπόκριση.
-Πάτερ μου δεν μού είπατε πως θα έρθετε; Δεν σας περίμενα. Περάστε να ετοιμάσω ένα καφέ και ένα γλυκό.
-Καλή μου γυναίκα είχα κάποια έργασία στη Λάρισα και το συνδύασα, απάντησε ο γέροντας.
Διακριτικά ο Κίμωνας μετά τον καφέ άφησε μόνους τον παππούλη με τη κ. Κατερίνα να μιλήσουν. Δεν πέρασαν 15 λεπτά όταν πέρασε το κατώφλι της πόρτας ένας άνδρας.
-Είναι μέσα η πεθερά μου; είπε στον Κίμωνα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα.
-Ναι, είναι με τον γέροντα, απάντησε ασυναίσθητα ο Κίμων και του άνοιξε την πόρτα.
Τη συνομιλία τους άκουσε η κ. Κατερίνα και βγήκε να προϋπαντήσει τον γαμπρό της Λάμπρο Κ. στον οποίο με προτροπή του παππούλη είχε προηγουμένως τηλεφωνήσει.
-Έλα Λάμπρο μέσα να σου γνωρίσω τον πάτερ. Πέρασε και εσύ Κίμωνα, είπε.
Ο Λάμπρος κάθισε ακριβώς απέναντι από τον γέροντα. Εκεί όπως λέει ο ίδιος ένιωσε για πρώτη φορά το διεισδυτικό βλέμμα του παππούλη.
-Πως σε λένε παλικάρι μου;
-Λάμπρο, παπά.
-Τι δουλειά κάνεις;
– Δουλεύω σε ένα έργοστάσιο, έξω από τη Λάρισα, που φτιάχνει…
-Καλή μου γυναίκα φέρε στο γαμπρό σου ένα ποτήρι νερό να πιεί. Φαίνεται διψασμένος.
-Όχι, όχι νερό. Βάλε μου να πιώ λίγη κόκα-κόλα… αν έχεις, είπε ο Λάμπρος.
-Δεν έχω παιδάκι μου κόκα-κόλα, είπε η πεθερά βάζοντας μπροστά του ένα κρύο ποτήρι νερό.
Ο παππούλης άπευθυνόμενος στο Λάμπρο του ζήτησε να πιεί λίγο νερό αλλά εκείνος κατηγορηματικά άρνιόταν λέγοντας πως δεν διψάει καθόλου.
-Λάμπρο πιές έστω μία γουλιά, αφού το λέει ο παππούλης, τον παρότρυνε η πεθερά του.
– Μόλις ήπιε μία γουλιά νερό ο Λάμπρος άρχισε να σιγοψιθυρίζει. «Έβριζε χωρίς κανένα λόγο, τον γέροντα. Φοβήθηκα πως θα του επιτεθεί και είχα το νού μου να επέμβω» εξιστορεί ο Κίμωνας!
– Κίμωνα φέρε από τη τσάντα το πετραχήλι μου και τα γεροντάκια (Λείψανα Αγίων).
– Δεν σου ‘φθανε το χωριό σου ήρθες και στη Λάρισα τραγόπαπα να απλώσεις τα πλοκάμια σου, πετάχτηκε και είπε με αλλοιωμένη φωνή ο Λάμπρος!
-Τι είσαι εσύ ρέ; Τσιράκι του τραγόπαπα, κάτσε κάτω και μην πάς πουθενά, συμπλήρωσε απευθυνόμενος προς τον Κίμωνα.
Ο π. Παναγιώτης έγνεψε στον Κίμωνα να μην του απαντήσει. Έφερε γρήγορα τη τσάντα του γέροντα και τον βοήθησε να βγάλει το πετραχήλι του και το ευχολόγιό του.
Ο γέροντας φόρεσε το πετραχήλι του και άνοιξε το ευχολόγιο. Άρχισε να διαβάζει δυνατά. Η κ. Κατερίνα στεκόταν εμβρόντητη σε όλο αυτό το σκηνικό που για πρώτη φορά βίωνε. Έβλεπε τον γαμπρό της να χτυπά με δύναμη το κεφάλι του στα πλακάκια και να ξεστομίζει τέτοιες βρισιές που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. Έκρυβε από ντροπή το πρόσωπό της, όταν έβριζε αυτήν και την κόρη της. Ενώ ο γέροντας συνέχιζε να διαβάζει τον εξορκισμό άκουσε τον γαμπρό της με χοντρή αλλοιωμένη φωνή να λέει στον παππούλη:
-Ρέ τραγί όλους τους κουβάλησες μαζί σου. Φοβήθηκες και έφερες μαζί σου ολόκληρη στρατιά, τον Κοσμά (Άγιο Κοσμά), «ααα με καίς παλιόγερε», τον Χαράλαμπο (Άγιο Χαράλαμπο), «εγώ τον έγδαρα ζωντανό τον παλιόγερο και θα γδάρω και σένα… άαα φύγε-φύγε παλιόγερε», φύγε άαα, από κοντά και ο Σεραφείμ (Άγιος Σεραφείμ Φαναρίου)! Ώχ! Ώχ ήρθαν και ο Γεώργιος με τον Δημήτριο και ο Αναστάσης (Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, άγιος Αναστάσιος ο Γόρδιος) άαααα!
Ο Γέροντας κρατώντας ένα ξύλινο χειροποίητο σταυρό, συνέχιζε να τον σταυρώνει ενώ ο Κίμωνας έκανε άπεγνωσμένες προσπάθειες να τον συγκρατήσει για να μην χτυπάει το κεφάλι του στο πάτωμα.
– Φεύγω φεύγω άααχ έρχεται και η Μαρία (η Παναγία μας) με τον Μιχάλη (Αρχάγγελο Μιχαήλ), είπε ο Λάμπρος και έπεσε φαρδιά – πλατιά στο πάτωμα αναίσθητος! Χτυπιόταν σαν το χταπόδι.
Η κ. Κατερίνα φοβήθηκε. Τον είδε λιπόθυμο και νόμιζε πως πέθανε. Έτρεξε να φέρει λίγο νερό. Με ένα νεύμα ο παππούλης την καθησύχασε. Ολοκλήρωσε τις ευχές. Έκανε το σταυρό του και έγνεψε στον Κίμωνα να βοηθήσει τον Λάμπρο να κάτσει στην καρέκλα. «Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα σαν να κοίταζε στο υπέρπέραν και αρχικά δεν όριζε το σώμα του. Φαινόταν πως πονούσε φρικτά. Αγκομαχούσε. Σιγά-σιγά επανερχόταν. Μού έκανε εντύπωση πως ο παππούλης τον βοήθησε και ήπιε όλο το ποτήρι με νερό», είπε ο Κίμων!
-Αυτή ήταν η πρώτη επαφή-γνωριμία με τον γέροντα των Αγράφων, τονίζει ο Λάμπρος. Από τότε, πήγαινα σε τακτά χρονικά διαστήματα στα Άγραφα και ο παππούλης πάντα με έβαζε στο ναό και με διάβαζε. Μακρυά από περίεγα βλέμματα.
Προερχόμουν –συνεχίζει- από μία οικογένεια παντελώς απομακρυσμένη από το Θεό με πολλά -πολλά σοβαρά προβλήματα. Μία οικογένεια που χρησιμοποιούσε τη μαγεία. Κυριολεκτικά οφείλω πολλές ευχαριστίες στον παππούλη μου, ο οποίος με έμαθε να ζώ χριστιανικά και με βοήθησε να απαλλαγώ όχι από ένα αλλά από λεγεώνα δαιμονίων, που μού στερούσαν το χαμόγελο και την ευτυχία. Άλλαξε η ζωή μου και έζησα πολλά θαύματα κοντά στον γέροντα. Γνώρισα φίλους άληθινούς, που μαζί με τον γέροντα με στήριζαν στο διάβα της ζωής μου. Και κυρίως μεγάλωσα χριστιανικά και ορθόδοξα τα παιδιά μου. Η γυναίκα μου είχε πολλή υπομονή και άντεχε όλα αυτά που προκαλούσε ο Αντίδικος. Έτσι τον ονόμαζε ο παππούλης.
– Λάμπρο, στα χρόνια που πέρασαν έτυχε αρκετές φορές να σε συναντήσω στα Άγραφα και να βιώσω ίσως σε μικρότερο βαθμό τα όσα μού εξιστορήσατε σήμερα με τον Κίμωνα. Θυμάμαι που μας είπες ότι ο σατανάς σε είχε δεμένο χειροπόδαρα στην κόλαση και σου επέβαλλε ακόμη τι θα τρώς και τι θα πίνεις.
-Έτσι είναι Διονύση! Όπως ο διάολος αποφεύγει το λιβάνι, απέφευγα να πιώ νερό επτά ολόκληρα χρόνια. Έπινα μόνο κόκα-κόλα. Είχα φθάσει στο σημείο να πιώ και τέσσερα και πέντε λίτρα την ημέρα. Τετάρτη και Παρασκευή μού έλεγε να τρώω κρέας. Μού μιλούσε και μού έδειχνε πράγματα σε άλλους. Μού σύστηνε με λίγα λόγια τους δικούς του… Είχα φθάσει στο σημείο να βλέπω τα δαιμόνια που είχαν παγιδεύσει τους ανθρώπους.
-Γι’ αυτό επέμεινε ο γέροντας να πιείς νερό;
– Ο γέροντας έβλεπε. Τα μάτια του έβλεπαν την ψυχή μου. Από την πρώτη στιγμή που με είδε με πέρασε ακτινογραφία και διαπίστωσε τη ζημιά που μού είχε κάνει ο έξω από εδώ. Η κόκα-κόλα είναι το ποτό του Αντιδίκου. Μόνο κακό προκαλεί στον άνθρωπο. Πολλές φορές πήγε να με σκοτώσει με το αυτοκίνητο. Στη δουλειά όταν μιλούσα για πνευματικά θέματα ο Άντίδικος μού ψιθύριζε. «Δεν σου είπα να το βουλώσεις και να μην μεταφέρεις αυτά που σε διδάσκει ο τραγόπαπας; Τώρα θα δείς τι θα σου κάνω». Δεν περνούσαν δύο-τρία λεπτά και ερχόταν ο προϊστάμενος να με επιπλήξει η γινόταν καυγάς με άλλους συναδέλφους μου. Μία φορά θυμάμαι ήρθε στο εργοστάσιο μία όμορφη νεαρή πωλήτρια. Κοιτούσα τη δουλειά μου και δεν έδωσα σημασία.
Ο διπλανός μου με σκούντηξε και μού λέει: «Δές ρε τι μπήκε μέσα»! Έριξα μία κλεφτή ματιά. Η κοπέλλα είχε έρθει σχεδόν ημίγυμνη. Συνέχισα να κάνω τη δουλειά μου. Τότε άκουσα πάλι τον Αντίδικο να μού λέει: «Αυτή είναι δικιά μου και αρνείσαι να τη δείς. Γιά σένα την έφερα βλάκα». Πήρα τότε αμέσως το κομποσχοίνι και άρχισα να προσεύχομαι, όπως μού είχε υποδείξει ο γέροντας. Έλεγα συνεχώς την ευχή, γιατί διαισθανόμουν ότι ο πονηρός κάτι θα ετοίμαζε. Έτσι και έγινε. Σε λίγο είδα τον προϊστάμενο με τη νεαρή κοπέλα να έρχονται προς το μέρος μας. Η κοπέ- λα έδειξε ανάμεσα σε τρείς συναδέλφους εμένα. «Αυτός Γιάννη με κοιτούσε λές και ήμουν καμιά ξετσίπωτη»! «Ζήτα συγγνώμη ρέ Λάμπρο από την κοπέλα. Τι να πώ καημένε είσαι και παντρεμένος. Έχεις και παιδιά»! Δάγκωσα τη γλώσσα μου και χαμηλώνοντας τα μάτια ζήτησα συγγνώμη σφίγγοντας κρυφά στη χούφτα μου το κομποσχοίνι. «Γιάννη απαιτώ να τηλεφωνήσεις στη γυναίκα του και να της πείς τι φρούτο έχει δίπλα της» συνέχιζε να λέει φωναχτά η κοπέλα. Πήγα κάτι να της πώ αλλά ο προϊστάμενος αύστηρά μού είπε να μην μιλήσω. Μόλις απομακρύνθηκαν, οι συνάδελφοί μου άρχισαν τα πειράγματα.
«Αυτή η σε πάει με χίλια η είναι τρελή» είπε ο Παντελής. «Ρέ μήπως τη πείραξες και δεν σε πήραμε είδηση; Σιγανοπαπαδίτσα μας βγήκες Λάμπρο…», πρόσθεσε ο Κώστας χαμογελώντας. Επέλεξα να μην μιλήσω. Με κάθε λεπτομέρεια τα είπα όλα στον παππούλη στο τηλέφωνο. Τέτοια έπεισόδια είχα πολλά κατά τη διάρκεια που ο παππούλης με διάβαζε.
-Λάμπρο πές μας τι έβλεπες και ούρλιαζες τότε που πηγαίναμε οι τρείς μας στο Βαλάρι, είπε ο Κίμων.
-Δεν θυμάμαι! Τι έλεγα;
-Θυμάμαι εγώ που σε είχα δίπλα μου άδελφέ μου και φοβόμουν μη τυχόν και μού αστράψεις καμία, είπα τότε χαμογελώντας!
– Τι έλεγα;
-Μόλις πλησιάζαμε το ναό του Αγίου Κοσμά άρχισες να βρίζεις τον Χριστό, την Παναγιά και τους Αγίους. Έβριζες και τον γέροντα λέγοντας πως εκείνος τους έστειλε για να σε κάψουν… Τα άλλα δεν μπορώ καν να τα ξεστομίσω! Σταμάτησες μόνο όταν ο Κίμων μού έδωσε λίγο άγιασμό, που μας είχε δώσει η γυναίκα σου και σου έριξα στο πρόσωπο. Πήγα να σου δώσω να πιείς κιόλας και μούγκρισες λές και ήσουν λιοντάρι. Μόνο που δεν κατουρήθηκα τότε από το φόβο μου…