Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τὸ Θεό.
Ὀφείλεις ν᾽ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μ᾽ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μ᾽ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μ᾽ ὅλο σου τὸ νοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22, 37).
Ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15).
Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τὶς ἐντολές μου καὶ τὶς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ μ᾽ ἀγαπᾶ. Καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τὸν ἀγαπήσω κι ἐγὼ καὶ θὰ φανερώσω μέσα του μυστικὰ τὸν ἑαυτό μου (Ἰω. 14, 21).
Ὅποιος δὲν μ᾽ ἀγαπᾶ, δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).
Ἀγαπᾶτε τὸ Χριστό, ἂν καὶ δὲν τὸν ἔχετε γνωρίσει (Α´ Πέτρ. 1, 8).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα, ἀγαπᾶ καὶ τὸν Υἱό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα (Α´ Ἰω. 5, 1).
2. Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του (τὸν συνάνθρωπό του).
Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μὲ τὴν πρώτη, εἶναι τὸ ν᾽ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 39).
Σᾶς δίνω μιὰ νέα ἐντολή: Ν᾽ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι ν᾽ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Ἰω. 13, 34).
Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ γνώρισμα θὰ μάθουν ὅλοι οἱ ἄπιστοι πὼς εἶστε μαθητές μου, ἂν δηλαδὴ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας (Ἰω. 13, 35).
Χρέος ἄλλο νὰ μὴν ἀφήνετε σὲ κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ὀφείλετε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, ἔχει ἐκπληρώσει ὅλο τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατὶ τὸ «μὴ μοιχεύσεις», «μὴ φονεύσεις», «μὴν κλέψεις», [«μὴν ψευδομαρτυρήσεις»], «μὴν ἐπιθυμήσεις», κι ὅλες οἱ ἄλλες ἐντολές, σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ συνοψίζονται καὶ περιλαμβάνονται: Στὸ ν᾽ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου σὰν τὸν ἑαυτό σου (Ρωμ. 13, 8-9).
Ἀγαπῆστε μὲ καθαρὴ καρδιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Α´ Πέτρ. 1, 22).
Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀδελφούς σας (Α´ Πέτρ. 2, 17).
Ἂν τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Α´ Ἰω. 4, 11).
Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, αὐτὸς βρίσκεται σὲ κατάσταση πνευματικοῦ θανάτου (Α´ Ἰω. 23, 14).
Νά πῶς μάθαμε τί εἶναι ἀγάπη: Ὅπως ὁ Χριστὸς πρόσφερε τὴ ζωή Του στὸ θάνατο γιὰ χάρη μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ προσφέρουμε καὶ τὴ ζωή μας ἀκόμη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας (Α´ Ἰω. 3, 16).
Παιδιά μου, ἂς μὴν ἀγαποῦμε μὲ τὰ λόγια μόνο καὶ μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ ἔμπρακτα καὶ ἀληθινά (Α´ Ἰω. 3, 18).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφό του (Α´ Ἰω. 4, 21).
3. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ἔχουν διαμάχες οὔτε νὰ νιώθουν μνησικακία καὶ μίσος κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους, ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα παρεξηγηθοῦν μεταξύ τους, ὀφείλουν γρήγορα νὰ συμφιλιωθοῦν.
Ὅποιος χριστιανὸς ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς εὔλογη ἀφορμή, εἶναι ὑπόδικος στὸ τοπικὸ δικαστήριο. Καὶ ὅποιος πεῖ τὸν ἀδελφό του «ρακά», δηλαδὴ «ἀνόητε», εἶναι ὑπόδικος στὸ ἀνώτατο δικαστήριο. Καὶ ὅποιος πεῖ τὸν ἀδελφό του «βλάκα», αὐτὸς θὰ καταδικαστεῖ στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως (Ματθ. 5, 22).
Ἂν πᾶς στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ δώσεις κάποια προσφορά, καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου εἶναι λυπημένος μαζί σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστὰ στὴν Ἐκκλησία, τὴν προσφορά σου, πήγαινε νὰ συμφιλιωθεῖς πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ ὕστερα ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου (Ματθ. 5, 23-24).
Κοίταξε νὰ συμφιλιωθεῖς γρήγορα μὲ τὸν ἀδελφό σου μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεται σὲ ἀντιδικία, ὅσο ἀκόμα εἶστε στὴ στράτα τῆς ἐδῶ ζωῆς (Ματθ. 5, 25).
Ὅποιος νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι φιλόνικος, ἂς ξέρει πὼς οὔτε ἐγὼ οὔτε οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοια συνήθεια, δηλαδὴ νὰ φιλονικοῦμε (Α´ Κορ. 11, 16).
Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ φιλονικεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἤπιος ἀπέναντι σὲ ὅλους, διδακτικός, ἀνεξίκακος (Β´ Τιμ. 2, 24).
Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ μὴ σᾶς βρίσκει ποτὲ ὀργισμένους (Ἐφεσ. 4, 26).
Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του βρίσκεται στὸ σκοτάδι, καὶ πορεύεται μέσα στὸ σκοτάδι, καὶ ποῦ πάει δὲν ξέρει, γιατὶ τὸ σκοτάδι ἔχει τυφλώσει τὰ μάτια του (Α´ Ἰω. 2, 11).
Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι φονιάς. Καὶ ξέρετε πὼς κανένας φονιὰς δὲν ἔχει συμμετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 3, 15).
4. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ βλέπουν μὲ περιέργεια καὶ ἐπιθυμία.
Ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βλέπει γυναίκα μὲ πονηρὴ ἐπιθυμία, ἔχει ἤδη σχεδὸν διαπράξει μοιχεία μ᾽ αὐτὴ μέσα στὴν καρδιά του (Ματθ. 5, 28).
Ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν κόσμο – οἱ ἁμαρτωλὲς ἐγωϊστικὲς ἐπιθυμίες, ἡ λαχτάρα ν᾽ ἀποκτήσουμε ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια μας καὶ ἡ ὑπεροψία ἀπὸ τὴν κατοχὴ τοῦ πλούτου – δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὅμως περνᾶ καὶ χάνεται. Καὶ μαζί του χάνονται ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν νὰ κατέχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ ζήσει αἰώνια (Α´ Ἰω. 2, 16-17).
5. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ὁρκίζονται, οὔτε ἀληθινὰ οὔτε στὰ ψέματα.
Ἐγὼ σᾶς λέω νὰ μὴν ὁρκίζεστε καθόλου. Οὔτε στὸν οὐρανό, γιατὶ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὴ γῆ, γιατὶ εἶναι τὸ σκαμνὶ ὅπου πατοῦν τὰ πόδια του. Οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιατὶ εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Οὔτε στὸ κεφάλι σας νὰ ὁρκιστεῖτε, γιατὶ δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε οὔτε μιὰ τρίχα του ἄσπρη ἢ μαύρη. Ὁ λόγος σας ἂς εἶναι ἁπλὰ «ναὶ» καὶ «ὄχι». Ὅ,τι περισσότερο πεῖτε ἀπὸ τὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι», προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο (Ματθ. 5, 34-37).
Προπαντός, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ὁρκίζεστε οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴ γῆ οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ. Ἀλλ᾽ ἂς εἶναι τὸ «ναί» σας πραγματικὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι» σας πραγματικὸ «ὄχι», γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖτε κατηγορούμενοι στὴν τελικὴ κρίση (ἢ καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσετε σὲ ὑποκρισία καὶ ψευδολογία) (Ἰακ. 5, 12).
6. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ἐκδικητικοί, οὔτε ν᾽ ἀνταποδίδουν κακὸ στὸ κακό.
Ἐγὼ σᾶς λέω νὰ μὴν ἀντιστέκεστε στὸν κακὸ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ ἕνα μάγουλο, ἐσὺ γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο γιὰ νὰ στὸ χτυπήσει κι αὐτό (Ματθ. 5, 39).
Ἂν κάποιος θελήσει νὰ σὲ πάρει ἀγγαρεία γιὰ ἕνα χιλιόμετρο, ἐσὺ πήγαινε μαζί του δύο (Ματθ. 5, 41).
Νὰ προσεύχεστε γιὰ κείνους ποὺ σᾶς καταριοῦνται, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν, καὶ νὰ παρακαλεῖτε τὸ Θεὸ γιὰ κείνους ποὺ σᾶς πειράζουν καὶ σᾶς καταδιώκουν (Ματθ. 5, 44).
Ἂν κάποιος σᾶς κάνει κακό, μὴν τοῦ τὸ ἀνταποδίδετε. (Ρωμ. 12, 17).
Μὴ ζητᾶτε, ἀδελφοί, νὰ ὑπερασπίζετε μὲ ἐκδικήσεις τὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ δώσετε τόπο στὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ,ποὺ θὰ ἔρθει καὶ θὰ πάρει ἐκδίκηση στὴν ὥρα τῆς κρίσεως (Ρωμ. 12, 19).
Ἂν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, δίνε του νὰ τρώει. Ἂν διψᾶ, δίνε του νὰ πίνει (Ρωμ. 12, 20).
Μὴν ἀφήνεις νὰ σὲ νικήσει τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικᾶς τὸ κακὸ μὲ τὴν καλή σου διαγωγή (Ρωμ. 12, 21).
Νὰ μὴν ἀντιδρᾶτε στὸ κακὸ μὲ κακὸ καὶ στὴ βρισιὰ μὲ βρισιά, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Στὶς βρισιὲς δηλαδὴ νὰ ἀντιδρᾶτε μὲ εὐλογίες (Α´ Πετρ. 3, 9).
Ἀγαπητέ, νὰ μὴν παίρνεις γιὰ πρότυπο τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ καλό. Ὅποιος κάνει τὸ καλὸ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κάνει τὸ κακὸ δὲν ἔχει γνωρίσει τὸ Θεό (Γ´ Ἰω. 11).