Η δημιουργία του κόσμου.
Κατ’ αρχάς ο απειροτελειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Η γη ήτο αόρατος, αδιαμόρφωτος και απρόσφορος δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν.
Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”· και έγινε φως.
Και είδεν ο παντογνώστης Θεός το φως ότι είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το φως.
Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη ημέρα της δημιουργίας.
Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος της γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης και των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.
Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον. Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας.
Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η ξηρά”. Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις τας βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά.
Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την χρησιμότητά των.
Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας αναπτυχθούν εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά θα έχη το ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία διέταξεν ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη δένδρα, έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”.
Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα, έκαστον από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί της γης.
Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα δένδρα, που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της δημιουργίας.
Και είπεν ο Θεός· “ας γίνουν (ας φανούν) εις τον ουρανόν της γης φωτεινοί αστέρες, δια να φωτίζουν την γην και να χωρίζουν την ημέραν από την νύκτα. Ας είναι οι αστέρες αυτοί εις σημεία μετεωρολογικών και άλλων φαινομένων, και ας χρησιμεύουν εις κανονικήν μεταβολήν και διάκρισιν των εποχών του έτους, των ημερών και των ετών.
Προ παντός δε ας είναι αυτοί στον ουρανόν, ώστε να φωτίζουν την γην”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Και έκαμεν ο Θεός τους δύο μεγάλους αστέρας, τον ήλιον, τον μεγάλον αστέρα, να άρχη με το φως του όλην την ημέραν. Και τον μικρότερον αστέρα, την σελήνην, να άρχη με το φως της κατά την νύκτα. Επίσης διέταξε να φανούν και οι άλλοι αστέρες του ουρανού.
Και έθεσεν αυτούς ο Θεός στο ουράνιον στερέωμα, δια να στέλλουν το φως των επάνω εις την γην·
να εξουσιάζουν την ημέραν και την νύκτα και να ξεχωρίζουν το φως από το σκότος. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός, ότι το έργον του αυτό ήτο καλόν, χρήσιμον και σκόπιμον.
Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τετάρτη ημέρα της δημιουργίας.
Και είπεν ο Θεός· “να βγάλουν τα ύδατα των θαλασσών ψάρια και ερπετά και πτηνά, τα οποία θα πετούν εις την ατμόσφαιραν μεταξύ του ουρανίου θόλου και της γης”. Και έγινεν έτσι.
Και εδημιούργησεν ο Θεός τα μεγάλα κήτη και τα ψάρια και τα ερπετά, τα οποία σύμφωνα με την διαταγήν του έβγαλαν τα ύδατα έκαστον κατά το ειδός αυτού· καθώς και όλα τα είδη των πτηνών καθένα κατά το είδος του. Και είδεν ο Θεός ότι όλα ήσαν καλά και χρήσιμα δια τον σκοπόν, δια τον οποίον έγιναν.
Και ευλόγησεν αυτά ο Θεός λέγων· “γίνεσθε γόνιμα, αυξάνεσθε και πολλαπλασιάζεσθε και γεμίσατε τα ύδατα των θαλασσών. Και τα πετεινά επίσης ας πληθυνθούν επάνω εις την γην”.
Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και συνεπληρώθη η πέμπτη ημέρα της δημιουργίας.
Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος του”. Και έγινε έτσι.
Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά τα είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά τα είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα.
Η δημιουργία του ανθρώπου
Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ’ εαυτόν· “ας δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ’ αρχής άνδρα και γυναίκα.
Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι εις διατροφήν σας.
Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Ο αγιασμός της έβδομης ημέρας
Ούτω δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης.
Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού, τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν.
Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην, ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ’ αυτήν κατέπαυσε την δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή.
Ο άνθρωπος ως ψυχή ζώσα
Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας του ουρανού και της γης, όταν αυτά ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν. Αυτή είναι η δημιουργία του σύμπαντος, όταν ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Δεν υπήρχον όμως ακόμη χλόη και θάμνοι των αγρών και δεν είχον βλαστήσει φυτά του αγρού. Διότι δεν είχεν αποστείλει βροχάς ο Θεός εις την γην και δεν υπήρχεν άνθρωπος να εργάζεται και να καλλιεργή τους αγρούς.
Ανέβλυζαν δε πηγαί και επότιζαν με τα ύδατά των όλην την επιφάνειαν της ξηράς.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με χώμα από την γην (χοϊκόν) και ενεφύσησεν στο πρόσωπον αυτού πνεύμα ζων, την αθάνατον ψυχήν· έτσι δε έγινεν ο άνθρωπος ζώσα υλικοπνευματική ύπαρξις.
Ο Θεός βάζει τον άνθρωπο στον κήπο της Εδέμ
Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.
Εκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.
Ποταμός δε πηγάζει και απλώνεται από την Εδέμ, ώστε να ποτίζη τον παράδεισον. Από εκεί δε εξέρχεται και διαχωρίζεται εις τέσσαρας κατευθύνσεις.
Το όνομα του ενός εκ των τεσσάρων αυτών ποταμών είναι Φισών. Αυτός περικυκλώνει και ποτίζει όλην την περιοχήν Ευϊλάτ, όπου υπάρχει ο χρυσός.
Ο χρυσός της χώρας εκείνης είναι αγνός και πολύτιμος. Εις την χώραν αυτήν επίσης υπάρχουν και δύο άλλοι πολύτιμοι λίθοι, ο απαστράπτων άνθραξ και ο πράσινος λίθος.
Το όνομα του δευτέρου ποταμού είναι Γεών· αυτός διαρρέει όλην την γην της Αιθιοπίας.
Και ο ποταμός ο τρίτος είναι ο Τιγρις· αυτός διέρχεται εμπρός από την χώραν των Ασσυρίων. Ο δε τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης.
Ελαβε Κυριος ο Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησε, και έθεσεν αυτόν στον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται εις αυτόν και να τον φυλάσση.
Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων· “από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα να τρώγετε.
Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”.
Ο δε Τριαδικός Θεός είπε καθ’ εαυτόν· “δεν είναι καλόν να μείνη μόνος του ο άνθρωπος. Ας δημιουργήσωμεν προς χάριν αυτού βοηθόν του, πλάσμα όμοιον με αυτόν”.
Πριν όμως δημιουργήση ο Θεός την βοηθόν του Αδάμ, την Εύαν, ωδήγησεν ενώπιον του Αδάμ όλα τα θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του ουρανού, τα οποία εδημιούργησε, δια να ίδη αυτά ο Αδάμ και να τους δώση το κατάλληλον όνομα. Και το όνομα, το οποίον θα έδιδεν ο Αδάμ στο καθένα από αυτά, τούτο το όνομα και θα έμενεν εις αυτό.
Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν.
Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν, έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. Ελαβε τότε μίαν από τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής πλευράς.
Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν.
Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου. Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής.
Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ δια της συζυγίας”.
Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι.
Η πτώση του ανθρώπου
Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον παράδεισον;”
Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν.
Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”.
Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα αποθάνετε· κάθε άλλο.
Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν, γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”.
Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και οι δύο.
Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων, εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν την γυμνότητά των.
Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού.
Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “’ Αδάμ, που είσαι;”
Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου επειδή είμαι γυμνός δι’ αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”.
Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου απηγόρευσα να φάγης;”
Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”.
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”.
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν”.
Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”.
Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού.
Καθ’ όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης.
Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι’ αυτούς χιτώνας δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν.
Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”.
Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του.
Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής.