Πέρα από τον φωτισμένο νου και την διάκρισή του, για σοβαρά θέματα ο Γέροντας Παΐσιος ελάμβανε πληροφορία από τον Θεό κατόπιν αιτήσεως ή και εκτάκτως.

Παρά ταύτα, όταν επρόκειτο για καθαρώς προσωπικά του θέματα, από πολλή ταπείνωση δεν αναπαυόταν να ακολουθή το προσωπικό του θέλημα, αλλά ρωτούσε και έκανε υπακοή σε άλλους Γέροντες, Πνευματικούς, Επισκόπους, ακόμη και σε πνευματικά του τέκνα.

Έλεγε: «Όσο σωστή και αν είναι η γνώμη μου για κάποιο θέμα δικό μου, δεν μπορώ να έχω εμπιστοσύνη, γιατί είναι δική μου. Ο γιατρός, όταν αρρωστήση, δεν κάνει μόνος του διάγνωση. Πηγαίνει σε άλλον γιατρό, έστω και κατώτερό του».

Ο Γέροντας τον πρώτο καιρό που πήγε στην “Παναγούδα”, άκουγε πικρόχολα σχόλια μερικών που ενοχλούνταν από τους πολλούς επισκέπτες. Σκέφθηκε να αλλάξη Κελλί. Πήγε και ρώτησε τον Πνευματικό, παπα-Νικόδημο, ο οποίος του απάντησε: «Να μη φύγης, εκτός αν σου πη η Ιερά Κοινότης». Έκανε υπακοή και παρέμεινε.

Κάποτε τον καλούσαν στον Καναδά. Ρώτησε τα πνευματικά του τέκνα, όπως ο μέγας Αντώνιος ρωτούσε τον μαθητή του αν πρέπη να πάη στην Κωνσταντινούπολη, και υπακούοντας στην γνώμη τους, δεν πήγε. Σκέφθηκε να φυτέψη μερικά κλήματα στην αυλή της “Παναγούδας”, για να κάθωνται στον ίσκιο οι προσκυνητές. Όταν όμως κάποιος από τους πατέρες δεν συμφώνησε, υπάκουσε και δεν φύτεψε.

Όταν είχε θεία Λειτουργία στο Καλύβι του, ρωτούσε τον ιερέα τι ήθελε να διαβάζη μέχρι να προσκομίση, Ώρες, Παράκληση, την θεία Μετάληψη ή να λέγη την ευχή. «Συνηθίζω να κάνω υπακοή σε ό,τι θέλει ο ιερέας», έλεγε.

Αν υπακοή είναι εκκοπή του θελήματος και «εφέσεως οικείας ξενισμός», ο Γέροντας ήταν μέχρι τέλους αληθινός υποτακτικός. Πρώτα με την καταφρόνηση της σαρκικής αναπαύσεως. «Το κόψαι το θέλημα εν τω κελλίω καθήμενόν εστι το καταφρονήσαι της σαρκικής αναπαύσεως κατά πάντα». Έπειτα με τον κόσμο που τον απασχολούσε, έφθανε σε σημείο να μην μπορή να «ορίση τον εαυτό του».

Ακόμη και αν κρύωνε ή πεινούσε ή ασθενούσε ή, το χειρότερο στο τέλος με την αιμορραγία, αν ήθελε να πάη για σωματική του ανάγκη, υπέμενε με καρτερία και έκοβε όχι μόνο τα φυσικά του θελήματα αλλά και τις πλέον απαραίτητες ανάγκες του. Επινοούσε ακόμη τρόπους και μεθόδους να κόβη το θέλημά του, δίδοντας παράδειγμα υπακοής.

Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι διανοήθηκαν και είπαν: «Πού κάνει υπακοή ο γερω-Παΐσιος; Δεν ξέρουμε ποιον έχει Γέροντα». Για τον Γέροντα ήταν ευκολία, χαρά και ανάπαυση να ζη στην υπακοή. Αλλά ο Θεός του είχε αναθέσει άλλο έργο.

Έλεγε: «Μπορώ να κάνω τυφλή υπακοή, αλλά όταν έχω κάποια ευθύνη (δηλαδή πνευματική ως Γέροντας), πρέπει να πάρω πρωτοβουλία».

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.