“Ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ” (Α’ Κορ. 16, 19-20)
“Πολλοὺς χριστιανικοὺς χαιρετισμοὺς σᾶς στέλνουν ὁ ᾿Ακύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία ποὺ συναθροίζεται σπίτι τους. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς ὅλοι οἱ ἀδελφοί. Χαιρετῆστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀδελφικὸ φίλημα”.
Μία από τις πλέον ευλογημένες συνήθειες των πρώτων εκκλησιαστικών αιώνων ήταν ο ασπασμός των χριστιανών μεταξύ τους, ιδίως κατά την ώρα της θείας λειτουργίας.
Λίγο πριν την απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως, του “Πιστεύω”, η προτροπή του λειτουργού ιερέως ή διακόνου είναι “Αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν”, “ας αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον, για να ομολογήσουμε με ομόνοια το σύμβολο της Πίστεως, την κοινή μας πίστη”. Εκείνη τη στιγμή οι χριστιανοί γύριζαν στον διπλανό τους και αλληλοασπάζονταν.
Έδειχναν δηλαδή με αυτή τη συμβολική κίνηση, που περιλαμβάνει σώμα το φιλί) και καρδιά, ψυχή, ότι σκοπός τους ήταν και είναι η ενότητα, ώστε να μπορούν να ομολογήσουν την κοινή πίστη και να μετάσχουν στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος, κλείνοντας την Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, μεταφέρει νοερώς τον ασπασμό οικείων στους χριστιανούς της Κορίνθου προσώπων, όπως ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα και οι πιστοί που συναθροίζονταν στο σπίτι των δύο αυτών αποστόλων, καθώς και όλοι όσοι βρίσκονταν μαζί με τον απόστολο Παύλο κατά τον καιρό της συγγραφής της επιστολής, γνωστοί και άγνωστοι στους Κορινθίους.
Ο ασπασμός και, κατ’ επέκτασιν, η εκζήτηση της ενότητας μεταξύ των χριστιανών είναι ζητούμενο σε κάθε εποχή, όπως και στην δική μας. Η ενότητα διαλύεται όταν υπάρχουν το θέλημα, τα πάθη και η ισχυρογνωμοσύνη. Το θέλημα κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει πως αυτό που ο ίδιος επιθυμεί ή νομίζει, είναι η μόνη αλήθεια. Τα πάθη πάλι καθιστούν τον άνθρωπο αλαζόνα, υβριστή, επιθετικό, εγωπαθή, με την τάση της αυτοδικαίωσης.
Η ισχυρογνωμοσύνη, τέλος, κάνει τον άνθρωπο να μην πείθεται, όσα επιχειρήματα κι αν του πούνε εκείνοι που γνωρίζουν. Ο ισχυρογνώμων δεν μπαίνει στην πραγματικότητα σε κανέναν διάλογο, διότι είναι αποφασισμένος να κρατήσει τη δική του γνώμη. Οι τρεις αυτές καταστάσεις, που τροφοδοτούνται από την δαιμονική έπαρση και αλαζονεία, πυροδοτούν τον φανατισμό, την διχόνοια, την ψυχική και καρδιακή αποστασίωση.
Ρίζα της διχόνοιας είναι το έλλειμα αγάπης. Ο διχαστής δεν αγαπά τον συνάνθρωπό του, δεν αγαπά την Εκκλησία, αλλά μόνο τον εαυτό του και τις ιδέες του. Στέκεται στην αυτάρκειά του. Χρησιμοποιεί την Εκκλησία ως όχημα για να εξασφαλιστεί ο ίδιος και να μπορεί να ταξιδέψει στον κόσμο τούτο και να εκζητήσει την δικαίωση και στην άλλη ζωή, αλλά δεν μπορεί να της έχει εμπιστοσύνη.
Έτσι, τον βλέπουμε έτοιμο να κατακρίνει την όποια ιεραρχία, να ειρωνευτεί, να χαρακτηρίσει, να αποσχισθεί. Απέναντι σε μια τέτοια στάση και σε ένα τέτοιο πρόσωπο, ίσως η πιο ενδεδειγμένη λύση να είναι η σιωπή, η προσευχή, η επισήμανση του σφάλματος, όχι όμως η κατά μέτωπον επίθεση, διότι γεννά την φαντασίωση ότι ο διχαστής έχει δίκιο και ο διάβολος τον πολεμά.
Η Εκκλησία ζητά από όλους μας, ιδίως στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, να υπερβούμε το “δάκνειν”, το να δαγκώνουμε ο ένας τον άλλον. Με υπομονή και προσευχή να είμαστε έτοιμοι να ανταλλάξουμε τον ασπασμό της αγάπης. Να λέμε την αλήθεια που νιώθουμε, να ακούμε τους άλλους τι έχουν να μας πούνε, κυρίως όμως να είμαστε έτοιμοι να υπακούσουμε στην Εκκλησία. Μόνο έτσι διασώζεται ενότητα, για την οποία ήταν η τελευταία επί γης προσευχή του Χριστού: “ίνα πάντες έν ώσιν” (Ιωάν. 17, 21).