Το 1990 – διηγείται ο ιερομόναχος Βασίλειος Θεοδωρίδης από το Καρακαλληνό Κελλί του Αγίου Νικολάου – ήμουν στην Θάσο, εφημέριος στο χωριό Ποταμιά, και κάποτε με κάλεσε μια οικογένεια στο σπίτι της.
Συζητήσαμε και μου είπε η κυρία του σπιτιού ότι ο σύζυγός της έχει πάθει εγκεφαλικό, ήταν παράλυτος και δεν μπορούσε να σηκωθή. Μου είπε ότι υπάρχει ένας μοναχός Παΐσιος στο Άγιον Όρος που κάνει θαύματα, με την Χάρη του Θεού.
– Προσωπικά, της λέω, δεν τον γνωρίζω, αλλά ακούω ότι είναι σε μια Καλύβη.
– Άμα πάτε, μου είπε, κάνετε την καλωσύνη να τον ενημερώσετε και ίσως τον κάνει καλά, με την Χάρη του Θεού.
– Ευχαρίστως, λέγω.
– Να σου δώσω και μια αμοιβή να του δώσης.
Και μου έδωσε 2.000 δραχμές. Για να μην την στενοχωρήσω τα πήρα, αν και ξέρω ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι ασκητές, δεν θέλουν χρήματα, είναι ανάργυροι άνθρωποι.
Σε μια βδομάδα πήγα να δω τον Γέροντα, μπήκα από κάτω απ’ τα σύρματα, τον αντάμωσα.
– Ευλογείτε, π. Παΐσιε.
– Ο Κύριος. Έλα, παπα-Βασίλη, μου λέει, με κέρασε και μετά, μου λέει: «Εσύ είσαι από την Θάσο, έκανες εφημέριος τέσσερα χρόνια στην Ποταμιά και τώρα γύρισες στο Άγιον Όρος, στο σπίτι σου. Το επώνυμό σου είναι Μαυρουδής, τον πατέρα σου τον έλεγαν Γιώργο, την μάννα σου Ευαγγελία. Είχες ακόμη δύο αδέλφια πέθαναν κι αυτά». Όλα αυτά απ’ έξω μου τα είπε και άλλα πολλά. Αφού τελείωσε, του λέω:
– π. Παΐσιε, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, τώρα έχω κι εγώ μια παραγγελία. Μια οικογένεια από την Θάσο άκουσε για κάποιον π. Παΐσιο που θεραπεύει αρρώστους και μου έδωσαν και λίγα χρήματα.
– Τίποτα, ούτε χρήματα παίρνω και ξέρω τους ανθρώπους. Είναι καλά, μου λέει. Όταν θα πας, θα τους δης με τα μάτια σου ο ίδιος. Να μην ανησυχής καθόλου.
Μετά από δύο-τρεις μήνες πήγα στην Θάσο και πέρασα τους είδα αυτοπροσώπως. Τελικά, έγινε καλά ο σύζυγος. Είναι πολύ καλά, έφυγαν όλα και πήγε να εργασθή στο κτήμα του.
Από το βιβλίο: Ο Όσιος Παΐσιος. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 126.