Ήμουν μαθητής τού Γυμνασίου Μετσόβου, όταν έβλεπα τίς απογευματινές ώρες μιά συμπαθέστατη γριούλα, ντυμένη τήν τοπική μετσοβίτικη στολή, νά πηγαίνη στήν Αγία Παρασκευή νά παρακολουθήση τήν ακολουθία τού Εσπερινού.
Κρατούσε στά χέρια της ένα μικρό μεταλλικό δοχείο μέ λάδι γιά νά ανάψη τά καντήλια τού ναού. Ήταν η Μαρία Μπίσα, μία ευλογημένη από τόν Θεό ψυχή!
Μετά τό πέρας τού Εσπερινού πήγαινε στό κέντρο τού ναού καί μέ μία εκ βαθέων δοξολογητική κραυγή έλεγε τό “Δόξα Σοι Κύριε”, χωρίς κάν νά γνωρίζη τήν σημασία αυτής τής φράσης.
Τό πρόσωπό της έλαμπε καί από τά γεροντικά της μάτια έβγαιναν δάκρυα ικεσίας πρός τόν δωρεοδότη Θεό. Ήταν η εξωτερίκευση τής βιωμένης πίστεως καί η έκφραση τής γνήσιας ορθοδόξου πνευματικότητος.
Ο Κύριος βράβευσε τήν πίστη τής απλής αυτής γυναίκας, δίνοντάς της τήν δυνατότητα νά προβλέψη μέ κάθε λεπτομέρεια τό τέλος τής επίγειας ζωής της.
Στό σημείο αυτό θά αφήσω τήν εγγονή της, τήν κ. Μαρία-Μπίσα-Ψαροβασίλη, νά περιγράψη ως αυτόπτης μάρτυς τό γεγονός, μέ ένα κείμενο ξεχωριστής χάρης καί ομορφιάς καί μέ έντονο τό στοιχείο τής βιωμένης αμεσότητας.
“Τήν γιαγιά μου τήν έλεγαν Μαρία. “Έφυγε” στίς 20 Φεβρουαρίου 1971′ ήταν 85 ετών. Από καιρό είχε φροντίσει καί τήν παραμικρή λεπτομέρεια τού θανάτου της, άν καί ο τρόπος ζωής της ήταν μιά συνεχής προετοιμασία. Τελευταία δέν έβγαινε έξω γιατί τήν ταλαιπωρούσε τό άσθμα πού είχε. Δέν ήταν όμως σέ τόσο άσχημη κατάσταση. Μέσα στό σπίτι κυκλοφορούσε άνετα καί αυτοεξυπηρετούνταν.
Ήταν Ψυχοσάββατο. Εκείνο τό πρωϊνό ξύπνησε γύρω στίς έξι. Παρά τήν γκρίνια μου μέ ξύπνησε κι εμένα, γιατί, όπως είπε, μέ ήθελε ξύπνια. Η μητέρα μου άναψε τήν σόμπα καί τής έφτιαξε τόν καφέ της. Αφού τόν ήπιε, ρώτησε γιά τόν καιρό καί ζήτησε νά πιή δυό γουλιές κρασί, ασυνήθιστο πράγμα γιά τήν ώρα.
Ήμασταν οι τρείς μέσα στό δωμάτιο καί πολύ σοβαρά μάς είπε ότι εκείνη τήν ημέρα ήθελε νά “κοιμηθή”. Ζήτησε από τήν μητέρα μου νά τήν βοηθήση νά πλυθή καί νά τήν ντύση μέ τά ρούχα πού είχε φυλαγμένα στό σεντούκι. Ακόμη ζήτησε νά ειδοποιήσουμε τά παιδιά της νά έρθουν στό σπίτι καί μιά γειτόνισσα νά βοηθήση στήν τακτοποίηση τού σπιτιού, γιατί μετά θά ερχόταν κόσμος.
Βέβαια ακολούθησαν πολλοί διάλογοι, όπως:”Δέν γίνονται αυτά τά πράγματα, ακόμη δέν τρελαθήκαμε” καί άλλα. Η γιαγιά όμως επέμενε. Κρατούσε τόν σφυγμό της καί συνεχώς έλεγε στήν μητέρα μου:”βιάσου γιατί θέλω νά κοιμηθώ, βιάσου γιατί δέν θά προλάβουμε”.
Όταν ο αδερφός μου ετοιμάστηκε νά πάη στήν δουλειά του, τόν αποχαιρέτησε φιλώντας τον καί τού ευχήθηκε προκοπή καί ευτυχία, γιατί δέν θά τόν ξανάβλεπε πιά.
Σιγά, σιγά αρχίσαμε νά συνειδητοποιούμε ότι κάτι συνέβαινε μέ τήν γιαγιά. Θυμήθηκα ότι τήν τελευταία Δευτέρα εκείνης τής εβδομάδας μού ζήτησε νά τής γράψω ένα καινούριο ψυχοχάρτι (μικρό τετραδιάκι μέ τά ονόματα τών ψυχών πού μνημονεύονται στήν Προσκομιδή καί τά Ψυχοσάββατα). Ενώ μέχρι τότε γράφαμε τρείς Μαρίες εκείνη τήν ημέρα μού ζήτησε νά γράψω καί μία τέταρτη. Τής έλεγα πώς μπερδεύτηκε, πώς έκανε λάθος, αλλά επέμενε νά τήν γράψω καί πώς αργότερα θά καταλάβαινα.
Τήν Πέμπτη τό απόγευμα είχε καλέσει όλους τούς συγγενείς στό σπίτι, έκανε ευχέλαιο καί μετάλαβε. Έτσι αποφασίσαμε νά ενδώσουμε στίς επιθυμίες της καί ειδοποιήθηκαν τά παιδιά της καί η γειτόνισσα.
Η μητέρα μου τήν έπλυνε, τήν χτένισε, τής έκοψε τά νύχια. Τής ήταν πολύ δύσκολο νά τής φορέση τά νεκρικά ρούχα καί τότε η ίδια προσπάθησε νά τά φορέση λέγοντάς μας: “εγώ έχω ντύσει τά παιδιά μου καί δέν θά ντυθώ η ίδια;”
Η γιαγιά είχε οχτώ παιδιά, τά τρία από αυτά πέθαναν ενώ η ίδια ήταν εν ζωή. Τά παιδιά της, οι νύφες, τά εγγόνια έρχονταν ένας-ένας. Κλείσαμε πόρτες καί παράθυρα γιά νά μήν έρθη κανείς ξένος καί θεωρηθούμε τρελοί, πού έναν ζωντανό άνθρωπο τόν ετοιμάζουμε νά πεθάνη.
Πρέπει νά πώ ότι όσο κρατούσε αυτή η διαδικασία κατά διαστήματα έχανε τήν επικοινωνία της μαζί μας καί μιλούσε ψιθυριστά. Η μητέρα μου συχνά τήν ρωτούσε ποιόν έβλεπε, μέ ποιόν μιλούσε, τί έλεγε, αλλά η απάντησή της ήταν: “μή μέ ρωτάς τέτοια πράγματα, δέν μπορώ νά σού πώ”.
Η ίδια μάς ρωτούσε μόνο γιά τόν καιρό. Ήθελε πάντα νά πεθάνη τήν άνοιξη, γιατί αγαπούσε τά λουλούδια, αλλά εκείνη τήν ημέρα καί τήν επομένη τής κηδείας της χιόνιζε δυνατά.
Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία τού ντυσίματος, ζήτησε νά τής φέρουμε από τό σεντούκι “τό κομπόδεμά” της. Δέν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήταν, δέν πρέπει όμως νά ξεπερνούσε τίς 20 μέ 30 δραχμές.
Μάς τά μοίρασε. Εμένα μού έδωσε ένα δίφραγκο καί 2-3 δεκάρες. Μάς αποχαιρέτησε όλους έναν-έναν χωριστά, μάς φίλησε, μάς έδωσε ευχές καί μάς είπε ότι ήταν έτοιμη νά “κοιμηθή”. Σέ όλη αυτήν τήν διαδικασία ήταν η πρώτη φορά πού συγκινήθηκε καί βούρκωσαν τά μάτια της.
Πλάγιασε κάτω από τό ντουλάπι τού αγίου Κοσμά, έκλεισε τά μάτια καί προσπάθησε νά κοιμηθή. Δέν τά κατάφερε όμως καί σύντομα άλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε καί μάς είπε νά ετοιμάσουμε τήν θέση της στό καλό δωμάτιο (έτσι λέγαμε τό δωμάτιο υποδοχής), όπως συνέβαινε μέ όλους τούς πεθαμένους τού σπιτιού. Καθώς τήν μεταφέραμε από τό ένα δωμάτιο στό άλλο, είπε δυό φορές: “άχ! σπίτι μου, σπίτι μου”.
Εκεί, λοιπόν, στό καλό δωμάτιο ξάπλωσε στήν ειδική θέση. Απέναντι στόν τοίχο υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης. Παρατήρησε ότι τά ρούχα της δέν ήταν καλά τακτοποιημένα καί παραπονέθηκε στήν μητέρα μου.
Ακόμη καί αυτά τά τελευταία λεπτά τό μυαλό της λειτουργούσε τόσο καλά πού ζήτησε νά τής κόψουμε μέ ένα ψαλίδι τό κλειστό (ρούχο πού φορούσε) στήν μεριά τής πλάτης πού δέν φαινόταν έτσι ώστε νά έρθη σέ ευθεία γραμμή μπροστά στό στήθος.
Μέσα στήν ταραχή μας είχαμε βάλει πρόχειρα τά παπούτσια της. Ζήτησε νά τής τά φορέσουμε κανονικά καί νά τά κουμπώσουμε, γιατί μετά, παρατήρησε πώς θά πρηζόταν τά πόδια της καί δέν θά ήταν εύκολο νά μπούν.
Τής φορέσαμε τό σάβανο, όπως εκείνη ήθελε. Ζήτησε καί τίς δυό μεγάλες λαμπάδες πού είχε φυλαγμένες μαζί μέ τά κηροπήγια, μία γιά τό κεφάλι καί μία γιά τά πόδια. Τίς ήθελε αναμμένες.
Αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν άψογα μέ τό ντύσιμό της, μέ δική της προτροπή καλύψαμε τόν μεγάλο καθρέφτη μέ ένα μαύρο μαντήλι εις ένδειξιν πένθους, όπως συνηθίζαμε στό χωριό. Απευθύνθηκε πρός όλους καί μάς είπε νά μείνουμε στό δωμάτιό της κάτω από τό εικονοστάσι καί νά προσευχηθούμε. Μαζί της στό καλό δωμάτιο ήθελε μόνον τίς νύφες της, δίπλα γονατιστές νά προσεύχονται.
Εγώ δέν ακολούθησα τούς άλλους στό εικονοστάσι, γιατί ήθελα τόσο πολύ νά δώ τό τέλος. Άφησα τήν πόρτα τού καλού δωματίου μισάνοιχτη καί γονάτισα εκεί κοιτάζοντάς την.
Σταύρωσε τά χέρια της, έκλεισε τά μάτια της καί άρχισε νά προσεύχεται. Πρώτη προσευχή τό “Πιστεύω εις έναν…” Δέν ξέρω πόσες άλλες ακολούθησαν, γιατί η φωνή της γινόταν όλο πιό βαρειά, πιό βραχνή καί ο λόγος της δέν ήταν καθαρός. Έμεινε έτσι προσευχόμενη γύρω στό δεκάλεπτο. Στό τέλος φώναξε δυνατά δυό φορές: “γιέ μου!, γιέ μου!” Πήρε μιά βαθειά εισπνοή, μία τελευταία εκπνοή καί “κοιμήθηκε”.
Η ώρα ήταν περίπου 10,30 τό πρωΐ.
Βέβαια δέν ήταν τυχαίο πού η γιαγιά έφυγε έτσι. Ήταν μιά γυναίκα αγράμματη. Δέν πήγε ποτέ στό σχολείο, δέν ήξερε νά διαβάζη, νά μιλάη ελληνικά, ούτε κάν νά βάζη τήν υπογραφή της. Ήξερε όμως όλη τήν θεία Λειτουργία απέξω καί άς μήν καταλάβαινε τί έλεγε. Είχε μία έμφυτη γνώση καί σοφία καί ήταν πρόθυμη νά βοηθήση οποιονδήποτε καί νά συμβουλέψη τόν καθένα.
Έζησα μέ τήν γιαγιά 18 χρόνια. Τήν θυμάμαι χειμώνα-καλοκαίρι νά πηγαίνη δυό φορές τήν ημέρα στήν εκκλησία τής ενορίας μας, τήν Αγία Παρασκευή, στόν Όρθρο καί στόν Εσπερινό.
Τά τελευταία χρόνια η Αγία Παρασκευή ήταν τό σπίτι της, τήν έβρισκε κανείς εκεί ώρες ατέλειωτες νά κάθεται μόνη μαζί μέ τά εικονίσματα. Στόν γυναικωνίτη είχε μιά συγκεκριμένη θέση, πού ακόμα φέρει τό όνομά της.
Όλη η κοινωνικότητά της εξαντλούνταν στό προαύλιο τής εκκλησίας καί αγαπημένο της θέμα συζήτησης ήταν οι βίοι τών αγίων. Γιά τόν λόγο αυτόν στενοχωριόταν πού δέν ήξερε νά διαβάζη.
Τηρούσε μέ αυστηρή ευλάβεια όλες τίς παραδόσεις τής Εκκλησίας. Τίς ημέρες τής αυστηρής νηστείας έτρωγε “χουσάφια” (ξερά βρασμένα δαμάσκηνα μέ ζουμί) ή νερόβραστα χόρτα τυλιγμένα μέ καλαμποκάλευρο.
Τιμούσε όλους τούς Αγίους καί τήν παραμονή τής ονομαστικής εορτής τού κάθε Αγίου κοιμόταν στόν ναό του. Κάθε Πέμπτη μέ μεγάλη ευλάβεια καί αυστηρή σχολαστικότητα ζύμωνε τά πρόσφορα τής εβδομάδας.
Τό σπίτι πού έζησε μέ τήν οικογένειά της δέν τό έχτισε, αλλά τό αγόρασε, όπως ήταν. Όταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός πήγε περιοδεία στό χωριό μας έτυχε νά μείνη σ’ αυτό τό σπίτι.
Μόλις τής τό είπε η ιδιοκτήτρια, η γιαγιά τό αγόρασε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τό θεώρησε μεγάλη ευλογία καί εγκαταστάθηκε στό δωμάτιο πού κοιμόταν ο Άγιος.
Εκεί έφτιαξε καί τό εικονοστάσι της μέ τό καντήλι πού σιγόκαιγε νύχτα-μέρα καί πρώτη τήν εικόνα τού Αγίου. Κάτω από τό εικονοστάσι ήταν τό ντουλάπι, όπου ο άγιος Κοσμάς είχε βάλει τά βιβλία του.
Εκεί έβρισκες τό θυμιατό της, τό λάδι γιά τό καντήλι, τήν σφραγίδα γιά τά πρόσφορα, τό σκεύος μέ τό ζυμάρι καί άλλα παρόμοια. Ακόμη εκεί φύλαγε καί τήν δικιά της ξύλινη γαβάθα, μέ τό δικό της ξύλινο κουτάλι, γιατί η γιαγιά δέν χρησιμοποιούσε τά δικά μας πιάτα γιά φαγητό.
Άν καί είχε καλή περιουσία, ήταν άνθρωπος λιτός καί ταπεινός. Η περιουσία της δυό φορές χάθηκε γιά ιστορικούς λόγους εκείνης τής εποχής. Καί τίς δυό φορές η οικογένεια ορθοπόδησε, γιατί ο Θεός τούς έδινε πλούσια τά ελέη.
Παρά τήν καλή οικονομική κατάσταση καί τήν κοινωνική της θέση, ουδέποτε απέκτησε τήν λαμπερή καί κεντητή στολή πού είχαν όλες οι γυναίκες τού χωριού.
Δέν είχε χρυσαφικά καί δέν στολιζόταν. Τήν μοναδική φορά πού θυμάμαι νά ενδιαφέρθηκε γιά τήν εμφάνισή της, ήταν οι τελευταίες στιγμές τής ζωής της μπροστά στόν καθρέφτη.
Τό προσωπικό πού είχε η οικογένεια στή δούλεψή της τό πλήρωνε μέ λίρες, η γιαγιά όμως, όταν “έφυγε”, είχε πενταροδεκάρες.
Ήταν πάντα μετρημένη στά λόγια της καί δέν έκανε κριτική γιά τούς άλλους. Μέσα στό σπίτι ήταν άφταστη νοικοκυρά, ακούραστη καί αεικίνητη.
Απέκτησε οχτώ παιδιά. Τρείς γιούς καί πέντε κόρες, τίς οποίες πάντρεψε μέ φτωχά παιδιά τού χωριού, παιδιά πού τούς είχαν στήν δούλεψή τους. Τρία από τά παιδιά της πέθαναν ενώ η ίδια ζούσε. Πονούσε καί μοιρολογούσε συχνά, αλλά παρά τό πένθος της τήν επομένη τής κηδείας τους πήγαινε στήν εκκλησία. “Έτσι ήταν τό θέλημα τού Θεού”, έλεγε καί έτσι έζησε κι εκείνη σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού.
Η μητέρα μου θυμάται πώς ένα απόγευμα τού 1941 είχε πάει στό μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου. Επέστρεψε στό σπίτι αναστατωμένη, “θά έρθουν οι Γερμανοί” τούς είπε καί άρχισε νά συγκεντρώνη τίς κατάλληλες προμήθειες.
Φυσικά δέν υπήρχαν τά σημερινά μέσα ενημέρωσης, η μητέρα μου κατάλαβε πώς κάποιο μήνυμα πήρε στό μοναστήρι. Η γιαγιά όμως δέν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά.
Ο παππούς “έφυγε” πρίν από τήν γιαγιά, τό 1956. Ήταν 80 χρονών, ημέρα τής Λαμπρής. Πήρε τήν λαμπάδα του καί ξεκίνησε νά πάη στήν Ανάσταση, στόν Αη-Γιώργη. “Πώς θά φτάσης ως εκεί γέρος άνθρωπος;”, τού είπε η γιαγιά. “Άσε με νά πάω, γιατί είναι η τελευταία μου φορά”, απάντησε ο παππούς.
Καί ήταν η τελευταία του φορά, γιατί έμεινε στό στασίδι τού Αη-Γιώργη τήν ώρα πού ο παπάς έλεγε τό “Χριστός Ανέστη!”.
Αναδημοσίευση από τό περιοδικό ΕΡΩ (Ιούλ.-Σεπτ. 2011)
Μιχαήλ Γ. Τρίτου-Καθηγητού Α.Π.Θ.