Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (579-649 μ.Χ.), ο συγγραφέας της «Κλίμακος», αναφέρεται στην αξία της υπακοής και της εγρήγορσης του πιστού και, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Ο καλός έμπορος μετρά κάθε βράδυ το κέρδος ή την ζημία της ημέρας. Και δεν μπορεί να έχει ακριβή γνώσι του πράγματος, εάν δεν κρατά κάθε τόσο σημειώσεις. Η εξέτασις της κάθε ώρας παρουσιάζει έτοιμο τον λογαριασμό της ημέρας» (Κλίμαξ, εκδ. Ι. Μονή Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής, Αθήνα 2005, σελ. 113).

Κάτι, δηλαδή, φαντάζομαι, ανάλογο με αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι! Ενδελεχώς, καθημερινά και κυρίως το βράδυ, λίγο πριν τη βραδυνή μας κατάκλιση, εξετάζουμε με περισσή εμβρίθεια και σχολαστικότητα τους εαυτούς μας και σχεδιάζουμε τρόπους, μελετούμε σχέδια και προγράμματα και μέσα ώστε – τα γράφω μετά λόγου προσωπικής και εξομολογητικής μου διαθέσεως – να προβληθούμε, να «αρέσουμε» στους άλλους, να ακουστεί και να μαθευτεί τ᾿ όνομά μας, πάντα, βέβαια, καταλαβαίνετε, με «τρόπο», να φαίνεται ταπεινή και σεμνή η όλη μας προσπάθεια, πλην όμως, εκ του αποτελέσματος να κρίνεται το όλο εγχείρημα ως επιτυχημένο μόνον στην περίπτωση που κατορθώσουμε και προβληθούμε ακόμη λίγο, ακόμη περισσότερο! Παρά ταύτα, όμως, με παρηγορεί ανείπωτα το γεγονός ότι ωσάν και τον φίλαυτο εαυτό μου, ο Θεός να δώσει και έτσι να διατηρηθεί, είναι μικρή αριθμητικά, ευτυχώς, η χορεία των φρονούντων τα αυτά μετά της δικής μου εγωπάθειας και κομπορρημοσύνης!

Διαβάζω τους μύθους του Αισώπου κάθε που έχω λίγο χρόνο. Ιδού, ένας απ᾿ αυτούς ξεχωρίζει στα μάτια μου και συγκρατεί τον ρεμβάζοντα επί των ματαίων και χαμερπών νου μου: «Μία αλεπού και μια πάρδαλη μάλωναν για το ποια είναι πιο όμορφη. Ενώ η πάρδαλη πρόβαλλε σε κάθε περίπτωση το πλουμιστό σώμα της, η αλεπού σχολιάζοντας είπε: «Πόσο πιο όμορφη είμαι από σένα εγώ, που έχω πλουμιστό όχι το σώμα μου, αλλά την ψυχή μου»» (Αισώπειοι μύθοι, «Άλωπηξ και Πάρδαλις»).

Και, μιας και ανέφερα τους μύθους του Αισώπου, θα μού επιτρέψετε να πω ακόμη έναν, παρά τον κίνδυνο που ελλοχεύει και διακρίνω απειλητικά να αναδύεται, μήπως και εκ των πολλών μύθων που σας κοινοποιώ, μού αποδοθεί ο απευκταίος τίτλος και τον προσωνύμιο Δημήτριος ο «Παραμυθάς»!

Ιδού, λοιπόν, ο έτερος μύθος: «Κάποιος άντρας που ήταν μεσήλικας είχε δύο ερωμένες, τη μία γριά, την άλλη νέα. Η γριά τού έβγαζε τις μαύρες τρίχες από το κεφάλι του θέλοντας τον να είναι γέρος. Η νέα τού έβγαζε τις ασπρισμένες, ώσπου τον κατάντησαν φαλακρό και ντροπιασμένο μπροστά σε όλους…» (Αισώπειοι μύθοι, «Ανήρ Μεσαιπόλιος και Εταίραι).

Ο μακαριστός π. Εφραίμ, ο πρώην Φιλοθεΐτης, μάς έλεγε: «Η πρώτη αναφορά που θα δώσουμε στον Δεσπότη Χριστό είναι πόσο προσευχηθήκαμε και γιατί δεν προσευχηθήκαμε». Και η εσω-επισκοπή του εαυτού μας καθημερινά, κυρίως δε τη νύχτα, αν συντελείται σωστά, σε αυτό παρέχει αρωγή και βακτηρία: στο να αναγνωρίσουμε αμαρτήματα και αστοχίες της ημέρας, να αναδιπλωθούμε, να ταπεινωθούμε, να ησυχάσουμε. Τότε, με λίγη «πίεση» περισσότερη του εαυτού μας και απαραίτητα με «άδειο» το στομάχι, θα δώσει ο φύλακας άγγελός μας και ξεπηδούν τα δάκρυα, κατανύσσεται η ψυχή και αρχίζει το προσευχητικό μας ξενύχτι που πολύ, πολύ, πάρα πολύ αναπαύει τον Ουρανό και την Κυρία Θεοτόκο.

Ο Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έλεγε: «Ο Ελεήμων Θεός ζητάει αιτία και αφορμή για να σώσει ψυχές. Έτσι και η Θεία Λειτουργία και η προσευχή! Μπορούν να βγάλουν ψυχή και από την Κόλαση!».

Και ο Όσιος Ησύχιος εκ του Όρους Χωρήβ (εάν ενθυμήσαι, το παρόν έχω γράψει και πάλι εις την παρούσα φυλλάδα), υπέφερε από σοβαρότατη ασθένεια του σώματος και πολύ δοκιμάστηκε. Εκοιμήθη (πέθανε) προς στιγμήν, όμως, μετά και πάλιν επανήλθε στον παρόντα κόσμο. Θέλεις να μάθεις ποια ήταν έκτοτε η συμπεριφορά και όλη μοναχική διαγωγή του; Σύννους, σκυθρωπός, λίαν σοβαρός και αγέλαστος κλείστηκε στο μοναχικό κελλί του και για τα υπόλοιπα 12 χρόνια που έζησε επί της γης ουδείς τον αντίκρισε να συνομιλεί με άλλον άνθρωπο, ούτε ποτέ ξανά εξήλθε εκ του κελλίου του! Συνήθιζε μόνον να ψιθυρίζει: «Ουδείς μνήμην θανάτου εγνωκώς, δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ».

Ο αββάς της Ερήμου, Όσιος Εφραίμ ο Σύρος (305-373 μ.Χ.) σημειώνει στα «Ασκητικά» του: «Εγκαρτέρει εις ον τόπον κάθησαι, ανθιστάμενος εις την ολιγωρίαν. Διότι δεν εξημερώνεις τα πάθη διά της μεταβάσεως και χωρισμού, αλλά διά της προσοχής του νοός. Έχομεν χρείαν υπομονής, ίνα ποιήσαντες το θέλημα του Θεού, τύχωμεν των υποσχέσεων. Ο δε περιφερόμενος διά της αμελείας, μακράν υπάρχει της υπομονής» (Ασκητικά, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη 1996, σελ. 179-180).

Πρέπει να κλείνω το κείμενό μου αυτό, καθώς ο χώρος είναι περιορισμένος. Όχι, όχι, μην προτρέχετε πέραν του κανονικού! Δεν θα κλείνω με αισώπειο μύθο, ούτε και με το αγαπημένο σ᾿ εμένα Γεροντικό! Θα ολοκληρώνω αυτές τις γραμμές με μία μικρή αναφορά από τον οσιακό βίο του αββά και Ποιμένος Γέροντος Ωρ, του ταπεινού και ανεξίκακου. Εδιάβασα πριν χρόνια πολλά, αυτό, και από τότε, ουδείς λογισμός ή μέριμνα ή ασχολία ή δυσκολία ή στενοχωρία ή χαρά ή λοιπή της αχανούς καθημερινότητός μου ενασχόληση, κατόρθωσε να τον διαγράψει, ή, ακόμη και προς ολίγου, να αποσβέσει: «Έλεγαν για τον αββά Ωρ, τον Ποιμένα και οικιστή της Ερήμου, πως ουδέποτε ομίλησε χωρίς να υπάρξει σοβαρότατη αιτία και αφορμή!».

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.