Η Εκκλησία του Χριστού επί της γης είναι η κατ’ εξοχήν θεία αποκάλυψη, που δεν αποκαλύφθηκε σαν ένα θείο σημείο που θα είχε στόχο να δώσει ένα μήνυμα σωτηρίας, αλλά αποκαλυπτικώς ιδρύθηκε για να υπάρχει και να ενεργεί επί της γης και να είναι άμεσα συνδεδεμένη ως στρατευομένη με τη θριαμβεύουσα στα επέκεινα, μαζί με την οποία αποτελεί τη Μια Αγία του Χριστού Εκκλησία που σώζει αιωνίως.
Και επειδή είναι θεοΐδρυτος, επειδή είναι σώμα του ζώντος Θεού, είναι και Εκκλησία υπερφυσικών θαυμάτων που πιστοποιούν την όλη αλήθεια της όλης διδασκαλίας της και της λατρείας της και της ζωής της. Την αποτελούν επί γης κλήρος και λαός.
Ο πρώτος έχει δια της αποστολικής διαδοχής την ευθύνη της διαποίμανσης ψυχών. Ο δεύτερος έχει την πνευματική ελευθερία αλλά και συγχρόνως την από μέρους της Θείας Πρόνοιας ευλογία, να μην είναι αποίμαντος. Να μην στερείται ποδηγεσίας.
Ολόκληρη η Εκκλησία είναι το μυστήριο των μυστηρίων. Όσοι ζουν αυτό το μυστήριο, βιώνουν πραγματικά την Εκκλησία και προγεύονται πνευματικώς και ενίοτε (κατά το μέτρο της ποιότητας της εν Χριστώ ζωής) αισθητώς τον Παράδεισο. Όλοι οι Άγιοι των οποίων ο βίος είναι γνωστός και ιδιαίτερα οι Πατέρες της ερήμου, μίλησαν για γεύση Παραδείσου με πρώτο τον Απόστολο Παύλοorthodoxiaonline που γράφει για το γεγονός αυτό τόσο παραστατικά. Αυτές οι θείες εμπειρίες τους έδιναν τη δύναμη να συνεχίζουν τον αγώνα τους και να ζουν όσο περνούσε ο καιρός ακόμη περισσότερο το μυστήριο της Εκκλησίας. Βέβαια δεν μπορούσαν να περιγράψουν αυτό που βίωναν. Διότι το μυστήριο τούτο μόνο βιώνεται. Δεν μπορεί να περιγραφεί. Δεν υπάρχουν λέξεις με τις οποίες θα μπορούσαν να το πουν. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε για την εμπειρία του εκείνη το «α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι».
Το μυστήριο της Εκκλησίας το ζει μόνο όποιος έχει συνέπεια στην εν Χριστώ ζωή. Τήρηση των εντολών, νήψη, άσκηση, συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, αταλάντευτη προσπάθεια πορείας προς το τρίπτυχο, κάθαρση – φωτισμός – θέωση.
Το μυστήριο της Εκκλησίας που χαρίζει από εδώ γεύση παραδείσου, το έζησαν άνθρωποι κάθε τάξεως και κάθε εποχής, όσοι πορεύθηκαν βάσει των παραπάνω γνησίων γνωρισμάτων της εν Χριστώ ζωής. Από Πατριάρχες και βασιλείς μέχρι τον τελευταίο αφανή αγωνιστή τον οποίο γνωρίζει ο Θεός. Αφανή, είτε έζησε στην έρημο είτε μέσα στον κόσμο. Αυτά μας διδάσκουν το αγιολόγιο και η Ιερά Παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι ούτε τα αξιώματα γίνονται εμπόδιο ούτε η αφάνεια και η ανωνυμία.
Γι’ αυτό και «παν στόμα φραγήσεται μη έχον τι απολογήσασθαι» την ημέρα της κρίσεως. Ένας κορυφαίος αξιωματούχος της Εκκλησίας, μπορεί ως εκ του αξιώματός του να τελεί μυστήρια, να διδάσκει, να διοικεί μεγάλο μέρος της Εκκλησίας, ακόμη και αγίους οι οποίοι βρίσκονται στη διοικητική δικαιοδοσία του και οι οποίοι ευλαβώς τον υπακούουν και τον τιμούν. Κι όμως στην ίδια του την καρδιά να μην κατασκήνωσε η Θεία Χάρις και να ζει ένα οδυνηρό κενό, να μην έχει εσωτερική πνευματική ζωή, να πεθάνει στην ουσία δυστυχισμένος και να πάει στην κόλαση. Εάν δεν είχε απορροφηθεί από τη ματαιοδοξία και το φόρτο της διοικήσεως, αλλά παράλληλα ζούσε εσωτερική αγωνιστική πνευματική ζωή, θα ήταν Χαριτωμένος και η Χάρις θα διαπότιζε κάθε του ενέργεια, λατρευτική ή διοικητική. Τότε ως εκ του αξιώματός του η πνευματική καρποφορία θα ήταν περισσότερη σ’ όλο του το ποίμνιο και θα ζούσε και ο ίδιος το μυστήριο της εκκλησίας, χωρίς κενό ψυχής.
Ένας πάλι απλός άνθρωπος στον οποίο δεν δίνει κανείς σημασία, μπορεί να ζει απλά και ταπεινά την εν Χριστώ ζωή. Να υπακούει απλά και ταπεινά στις εντολές της Εκκλησίας, να τιμά τους ποιμένες, ακόμη και τους ανάξιους και να δέχεται πλημμυρίδα Χάριτος και τέλος να εξαγιάζεται.
Ο Θεός παρακολουθεί του καθενός τη ζωή και ως Δίκαιος Κριτής θα «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού». Αυτό το «εκάστω», κοντά στα πολλά άλλα που αφορούν στην προσωπική ευθύνη από την όλη πορεία του στη γη, δηλώνει και κάτι άλλο αναμενόμενο από πλευράς της θείας κρίσεως. Τις προϋποθέσεις που είχε ο καθένας για αγώνα και καρποφορία. Διότι αλλιώς θα κριθεί αυτός που ήταν καθημερινώς συναναστρεφόμενος με τα θεία και όμως παρέμεινε άκαρπος, και αλλιώς αυτός που δεν είναι αυτή την ευλογία, αλλά όμως έδειξε πρακτικά αγάπη στο Θεό και τον πλησίον και αγωνίστηκε κατά της αμαρτίας με φιλότιμο.