«Ὅποιος νιώσει λίγο, λίγο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ μετέπειτα ὅλο τὸν κόσμο. Προσεύχεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Βλέπεις τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τί εἶσαι ἐσύ. Κλαῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου μετά. Δὲν ξέρω τίποτα ἄλλο. Ρωτῆστε τοὺς μορφωμένους νὰ σᾶς τὰ ποῦν. Ἐγὼ νιώθω ὅτι τέσσερα πράγματα θέλει κυρίως ὁ Θεός: Μετάνοια, ταπείνωση, σιωπή, ἀγάπη ποὺ ἔχει καὶ τὴν ἐλεημοσύνη ἐν κρυπτῷ. Αὐτὰ εἶναι ἡ βάση. Τὰ ἄλλα ἔρχονται μετά…» (Γερόντισσα Γαλακτία Κρήτης).
Η Γερόντισσα Γαλακτία από το χωριό Πόμπια Ηρακλείου Κρήτης (1926-2021), γνωστή κυρίως στην Κρήτη αλλά επ’ εσχάτων και σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνον, απέκτησε φήμη οσίας γυναίκας λόγω της αγιασμένης ζωής της και του πλούτου των χαρισμάτων της, μαρτυρουμένων από πλήθος σοβαρών εκκλησιαστικών προσώπων, κληρικών και λαϊκών. Πλην ολίγων περιπτώσεων που στέκονταν και στέκονται με επιφύλαξη απέναντί της, οι πολλοί κινούνται σχεδόν ενθουσιαστικά προς αυτήν, γιατί αδυνατούν να μη αποδεχτούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επίγνωση ότι πρόκειται περί ανθρώπου που η χάρη του Θεού άρδευε την ψυχή και το σώμα της και την έκανε να ακτινοβολεί το μύρο της πίστεώς της, με αποτέλεσμα την επί τα βελτίω αλλαγή της δικής τους ζωής. Δεν συνιστά τούτο ένα καίριο στοιχείο για την αναγνώριση ενός αγίου ανθρώπου; Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Και ο καρπός που έφερε σε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο η συνάντηση με τη Γαλακτία ήταν ακριβώς η μετάνοια.
Εκκλησιαστικοί άνθρωποι από την Κρήτη, που τη γνώρισαν και την έζησαν για χρόνια πολλά, μιλούσαν και μιλάνε με μεγάλο θαυμασμό για την κατά Χριστόν βιοτή της, σε βαθμό τέτοιο που εγνωσμένης αγιότητας μακαριστός τώρα Γέροντας είχε πει: «Είδα την προσευχή της και τρόμαξα!» (Γέρων Αναστάσιος). Δεν δίσταζε μάλιστα και αυτός και άλλοι σπουδαίο ιερομόναχοι να σπεύδουν πρώτοι να φιλήσουν το αγιασμένο χέρι της κατάκοιτης Γερόντισσας, κάνοντάς της να εκπλήττεται και να αυξάνει την τεράστια ταπείνωσή της. Αλλά και άλλοι εκκλησιαστικοί, όχι Κρητικοί, ακούγοντας για τη θεοφιλή ζωή της και σπεύδοντας να τη συναντήσουν έμεναν έκθαμβοι μπροστά στο πνευματικό μεγαλείο της. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ ή ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος για παράδειγμα ανήκουν σ’ αυτούς που θεώρησαν ευλογία τη συνάντησή τους με την οσιακού ύψους αυτή γυναίκα και ένιωσαν την ανάγκη να καταθέσουν δημόσια τη μαρτυρία τους αυτή. Ο επίσκοπος Ναυπάκτου μάλιστα, με τον οποίο η Γερόντισσα απέκτησε μία ιδιαίτερη σχέση και κοινωνία – γιο της τον χαρακτήριζε και πολλές επιστολές του έστειλε – σε ομιλία του για την αγία αυτή μορφή ανέφερε δέκα χαρακτηριστικά που ισχύουν στην Εκκλησία μας και που μας δίνουν τη δυνατότητα να διακρίνουμε τον άνθρωπο του Θεού από τον πλανεμένο άνθρωπο. Για να φτάσει στο συμπέρασμα-ομολογία ότι η Γαλακτία υπερακοντίζει κατά πολύ το επίπεδο ενός καλού θεωρούμενου χριστιανού, αφού παρουσιάζει έκδηλα τα χαρίσματα ενός μεγάλου αγίου, επιπέδου σχεδόν του οσίου συγχρόνου μας Πορφυρίου.
Πράγματι, αγία ζωή στηριγμένη στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού, διόραση, προόραση, θαύματα, πνευματική ευωδία, αποτελούν μερικά από όσα μαρτυρούνται για τη ζωή της απλής κατά τα άλλα αυτής γυναίκας, τα οποία είναι υποχρεωμένος κανείς να αποδεχτεί, γιατί γνωρίζει εκείνους που τα βεβαιώνουν: ανθρώπους κατά πάντα αξιοσέβαστους και αξιόπιστους. Αλλά και καθένας που έρθει σε επαφή με τον λόγο της, τις συμβουλές της, τις εκτιμήσεις της, δεν θα δυσκολευτεί, νομίζουμε, να οσφρανθεί την ατμόσφαιρα της καρδιάς της που δεν είναι άλλη από την ατμόσφαιρα του ουρανού. Κι ακριβώς μέσα στο πλαίσιο αυτό επιλέξαμε ένα από τα πολλά λόγια της αγίας Γερόντισσας.
Ποια η διαπίστωση πρώτα από όλα της σοφής Γερόντισσας; Ότι ξέρει λίγα πράγματα για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα θα πρέπει να ρωτήσει τους μορφωμένους, δηλαδή τους θεολόγους της Εκκλησίας που μπορούν να αναπτύξουν ό,τι εκείνη με τα «λίγα» της ήξερε. Και τι διαπιστώνουν οι θεολόγοι, οι μορφωμένοι; Ότι ίσως όσα οι ίδιοι κατέχουν ως γνώση με τις σπουδές τους, η Γερόντισσα Γαλακτία τα ήξερε από τον φωτισμό της καρδιάς της, ήταν δηλαδή «διδακτή Θεού», αυτό που έλεγε ήταν διήγηση της εμπειρίας της – «εμπειρική θεολόγο» τη χαρακτηρίζουν εκείνοι που την προσεγγίζουν προσεκτικά και με φόβο Θεού!
Τι ήξερε λοιπόν η αγία αυτή γυναίκα; Ότι ο Θεός είναι «φως και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία». Το είχε ζήσει και το ζούσε η Γερόντισσα, επιβεβαιώνοντας αυτό που έλεγαν οι Καππαδόκες Πατέρες, και μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «γνώσις εστί μετουσία» – γνωρίζεις τον Θεό όχι γιατί ενεργοποιείς τις νοητικές σου δυνάμεις και τη φαντασία σου, αλλά γιατί έχεις μέθεξη της χάριτος και του φωτός Του. «Ο Θεός αποκαλύπτεται και Τον βλέπουν αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά». Κι αυτό το φως του Θεού που νιώθει ο πιστός είναι η αγάπη του Θεού, λέει η Γερόντισσα, που σε κάνει έπειτα να αγαπάς όχι κάποιους ανθρώπους, δικούς σου ίσως, αλλά όλον τον κόσμο, γνωστούς και αγνώστους, φίλους ή εχθρούς. Δεν βρισκόμαστε ακριβώς μέσα στο κλίμα του Ευαγγελίου και των επιστολών των αγίων αποστόλων, ιδίως των αγίων Ιωάννου του Θεολόγου και Παύλου; Δεν οσφραινόμαστε την πύρινη καρδιά του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, αλλά και όλων των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, νηπτικών ή μη, έως και του εσχάτου αυτών του οσίου μεγάλου Πορφυρίου του καυσοκαλυβίτου; Ο άγιος Πορφύριος ήταν που έλεγε κι αυτός με ένταση ότι πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει τη χάρη να νιώσουμε λίγο από την αγάπη Του, για να καταλάβουμε στη συνέχεια ποιος είναι ο Θεός μας και πώς πρέπει να στεκόμαστε έναντι των πάντων, είτε του εαυτού μας είτε των άλλων είτε του φυσικού μας κόσμου!
Και ποιο το γνώρισμα της αληθινής αγάπης προς τον κόσμο, κατά τη Γερόντισσα; Η προσευχή υπέρ αυτού! «Το να προσεύχεσαι για τον κόσμο σημαίνει ότι προσφέρεις το αίμα σου γι’ αυτόν» σημείωνε ο μέγας μάρτυρας της αγάπης του Θεού άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Η Γερόντισσα φαίνεται από τα λόγια και την όλη βιοτή της ότι ζούσε μία τέτοια έμπονη και μαρτυρική προσευχή, φανερώνοντας εν αγνοία της μάλλον ότι βρισκόταν στο ύψος της «αληθινής ιερωσύνης», της ιερωσύνης που βίωνε η ίδια η Παναγία μας, κατά τον όσιο Σωφρόνιο τον εν ΄Αθω. Και πώς επιβεβαιώνεται τούτο; Από τα αποτελέσματα της προσευχής της αυτής! Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βεβαιώνουν ότι οσάκις η Γερόντισσα προσευχήθηκε για εκείνους για κάποιο πρόβλημά τους, είδαν ότι το πρόβλημά τους αυτό ξεπεράστηκε, η ευεργεσία του Κυρίου και της Παναγίας απλώθηκε δι’ αυτής επάνω τους.
Αλλά η οσία Γερόντισσα προχωρεί και άλλο με τον «απλό» της λόγο. Η θέα του Θεού που είχε, η αίσθηση δηλαδή της αγάπης Του, την έστρεφε με επίγνωση μέσα στον εαυτό της. Και τι συνέβαινε; Αυτό που ομολόγησε συντετριμμένος ο άγιος προφήτης Ησαΐας, αλλά και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας. «Ω τάλας ειμί εγώ. Γιατί είδα Κύριο των Δυνάμεων καθισμένο στον θρόνο Του» – η εν Πνεύματι όραση του Θεού που σε κάνει να συνειδητοποιείς τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά σου. «Βλέπεις τι είναι ο Θεός και τι είσαι εσύ. Κλαις για τις αμαρτίες σου μετά». Αυτό δεν είναι και το καθοριστικότερο γνώρισμα της αληθινής μετάνοιας; Έχοντας επίγνωση της αγάπης του Θεού ανοίγονται τα μάτια σου για να βλέπεις τα χάλια σου, τα στίγματα των αμαρτιών σου, αλλά να μην απελπίζεσαι. Το αντίθετο: να στρέφεσαι με «επαινετή αναίδεια» και με ορμή στον Πατέρα και Θεό σου. Σαν τον άσωτο υιό που ήλθε η ώρα ενθυμούμενος την αγάπη του Πατέρα Του να νιώσει την κατάντια του και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής για να γευτεί με τον πιο απόλυτο τρόπο την αγκαλιά αυτού του Πατέρα.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η αγιασμένη αυτή ψυχή, η Γαλακτία, με πλήρη επίγνωση έλεγε ότι η βάση της χριστιανικής πίστεως είναι αυτά τα τέσσερα: «μετάνοια, ταπείνωση, σιωπή, αγάπη». Γιατί η γνήσια μετάνοια περιέχει και τα άλλα τρία – πώς είναι δυνατόν να στρέφεσαι στον Θεό και να υπερηφανεύεσαι ή να αργολογείς και να φλυαρείς ή να μην αγαπάς; Δεν υφίσταται χωρίς αυτά μετάνοια. Με τη σοφή προσθήκη όμως της Γερόντισσας: «αγάπη που έχει και την ελεημοσύνη εν κρυπτώ». Που θα πει: αγάπη στον συνάνθρωπο κάτω από το βλέμμα του Χριστού που είναι η μοναδική απόβλεψή σου – αγάπη για χάρη Του και όχι για τη δική σου «δόξα»! Η Γερόντισσα στην πραγματικότητα και εδώ έλεγε με τον τρόπο της ό,τι ο ίδιος ο Κύριος ζητούσε: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα, (όλα τα επίγεια), προστεθήσεται υμίν».
Υποκλίνεται κανείς με σεβασμό και αγάπη μπρος στο πνευματικό μεγαλείο, μπρος στον άνθρωπο που φαίνεται έκδηλα ότι τη χαρίτωσε πλούσια ο Κύριος.