Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας: Γιατί σε κατατρώγει η λύπη και πορεύεσαι σκυθρωπός;
Το πνεύμα της λύπης θέλει αυτοπαρηγορίαν, ίνα νικάς τας απελπιστικάς εννοίας του πονηρού, όταν επακροάζεσαι τα όσα το πονηρόν πνεύμα της λύπης υποβάλλει, ποτέ δεν θα ημπορέσης να ίδης την χαράν της ελπίδος.
Τα όσα εγράφησαν εις τας θείας Γραφάς, προς ημετέραν νουθεσίαν εγράφησαν, ίνα δι’ αυτών αντιπολεμήσωμεν τον απατήσαντα ημάς, τον ολέθριον δράκοντα.
Και ιδών ο πολυεύσπλαγχνος Πατήρ τον άσωτον υιόν ερχόμενον, έσπευσε ταχέως και ενηγκαλίσθη αυτόν καταφιλώντάς τον, μη βδελυξάμενος μήτε την ρυπαρότητά του, μήτε την όλην του ελεεινήν κατάστασιν, την έξω και την έσω. Ποίος δύναται να περιγράψη τα πατρικά αισθήματα, όταν ενηγκαλίσθη το ηγαπημένον Του παιδί, που το ενόμιζε νεκρόν και χαμένον, και κατόπιν το είδε ζωντανόν και επιστρέφον εν μετανοία; Το έργον το έδειξε, αμέσως τον ανεβίβασε εις την πρώτην υιικήν και κληρονόμον θέσιν.
Προς ποίον έλεγε ταύτα το προσκυνητόν στόμα του Κυρίου; Ουχί προς ημετέραν παρηγορίαν, ίνα όταν η θύελλα της απελπισίας μας χειμάζη, προσδένωμεν το σκάφος μας εις την σωτήριον άγκυραν της ελπίδος, της αγάπης και της ευσπλαγχνίας του Ουρανίου μας Πατρός;
Εδημιούργησεν ο Κύριος επί της γης την Εκκλησίαν Του, ως Νύμφην Του, ίνα πρεσβεύη υπέρ των τέκνων Του.
Μας άφησε το μέγα μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, ίνα καθαριζώμεθα και αγιαζώμεθα και ενούμεθα με τον Θεόν. Εάν το αίμα ταύρων και τράγων εκαθάριζε τους αμαρτήσαντας εις την Παλαιάν Διαθήκην, πόσον μάλλον το αίμα του Χριστού θα καθαρίση ημάς από πάσης αμαρτίας!
«Ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, Ος δια Πνεύματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεώ καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων;» (Εβρ. 9,13 ).
Ο διάβολος, ο οποίος από μίσος και φθόνον δεν αρέσκεται εις το να βλέπη τον άνθρωπον να χαίρεται πνευματικώς, τα πάντα κινεί, ίνα του προξενήση πικρίας και φαρμάκια, αυτή είναι η χαρά και το κέρδος του.
Ημείς όμως με τα πνευματικά μέσα, να προσπαθώμεν να δημιουργώμεν αυτοπαρηγορίαν, αντιδρώντες εις τας ποικίλας μηχανάς του. Τις ήλπισε εις τον Θεόν και κατησχύνθη;
Και ποίος απηλπίσθη και εσώθη; Τον άνθρωπον που βλέπει να ελπίζη, τούτον ο διάβολος τον φοβείται, διότι γνωρίζει εκ πείρας, ποίον πολυεύσπλαγχνον Θεόν έχομεν.
Εάν το παιδί, που ελπίζει εις τον ίδιόν του πατέρα, ποτέ δεν θα αστοχήση, πόσον μάλλον, όστις ελπίζει εις τον Πατέρα των πατέρων, του Οποίου η αγάπη δεν συγκρίνεται προς την άλλην αγάπην και απέχει όσον ο ουρανός από την άβυσσον!
Εάν μυριάκις πταίση κανείς θανασίμως και όσον δύναται βιάζεται εις την μετάνοιαν, εφ’ όσον ελπίζει, ποτέ δεν θα καταισχυνθή. Δια ποίους έπαθεν ο Χριστός μας; Ουχί δια τας πληγωθείσας υπό του δράκοντος ψυχάς μας; «Και όποιος έβλεπε επί τον χάλκινον όφιν εσώζετο» (Αριθμοί 21,9 ).
Έλπισον και εσύ, ταπεινή ψυχή, εις τα γλυκύτατα σπλάγχνα του Ουρανίου μας Πατρός, που ποτέ κανένα δεν απέβαλε, μηδέ εβδελύξατο. Τους πάντας δέχεται, ποτέ δεν συμπληρώνεται ο άπειρος χώρος της ευσπλαγχνίας Του, και τον πρώτον ελεεί και τον τελευταίον ωσαύτως δεν εξαιρεί, αλλά όλους εξ ίσου αποδέχεται από πολλήν αγαθότητα. Όσον πιο αμαρτωλός είναι ο μετανοών, τόσον μεγαλυτέρα τιμή δίδεται εις την ευσπλαγχνίαν του Θεού.
«… Δόξα τη ευσπλαγχνία Σου, δόξα τη οικονομία Σου, μόνε Φιλάνθρωπε».