Η μακαριστή ΧατζηΜαριού, όπως τήν αποκαλούσαν, από τό προσκύνημά της στούς Αγίους Τόπους ήταν μία αγία ψυχή. Έζησε στήν Φύτη Πάφου καί μέ τόν σύζυγό της Ιωάννη απέκτησαν πέντε κόρες καί δύο γυιούς.
Ο γυιός της ο μεγάλος ξενιτεύτηκε από μικρή ηλικία στήν Νότιο Αφρική. Είχε οικονομική άνεση καί έγραψε νά στείλουν οι γονείς τίς αδελφές του γιά νά τίς αποκαταστήση. Μέ τά δεδομένα τότε τού χωριού, ήταν πολύ δύσκολο νά παντρέψη μέ προίκα (σπίτιχωράφια) πέντε κόρες. Γι αυτό έκριναν καλό μαζί μέ τόν άντρα της, νά στείλουν τίς δύο κόρες τους, τήν Στέλλα καί τήν Χρυστάλλα, στήν Ν. Αφρική. Τό ταξίδι τότε γινόταν μέ καράβι καί διαρκούσε περισσότερο από ένα μήνα. Στό καράβι αρρώστησε η μία καί όταν έφτασαν στήν Ν. Αφρική πέθανε. Η άλλη παντρεύτηκε αμέσως, αλλά καί αυτή σύντομα πέθανε. Όταν τό μήνυμα έφτασε στούς γονείς, ο πατέρας της Ιωάννης ερχόταν από τό χωράφι. Στό σπίτι έβαλε τά χέρια καί τό κεφάλι του πάνω στό τραπέζι, δέν έλεγε τίποτε καί δέν ήθελε νά φάη. Μετά από λίγο πέθανε κι αυτός από τήν στενοχώρια του.
Η μακαριστή ΧατζηΜαριού, άν καί έθαψε σέ ένα χρόνο δύο κόρες καί τόν άνδρα της, όμως δέν λύγισε. Μέ τήν μεγάλη πίστη της στόν Θεό ύψωνε τά χέρια καί τά μάτια στόν ουρανό καί έλεγε: «Δοξάζω Σε, Θεέ μου, πού μού τούς επήρες, Ευχαριστώ Σε, Θεέ μου». Αυτό τό επαναλάμβανε πολλές φορές κλαίγοντας καί πρόσθετε: «Δέν θά τά βάλω μέ τόν Θεό. Ποιά είμαι εγώ; Έτσι ήθελε ο Θεός». Βάπτισε δύο κοριτσάκια πολύ φτωχής οικογένειας καί έδωσε τά ονόματα τών πεθαμένων κοριτσιών της, ονομάζοντάς τα Στυλιανή καί Χρυστάλλα.
Από τότε έβαλε μαύρα, κατέβασε τό μαύρο μαντήλι μέχρι τά φρύδια καί δέν έλειπε από τήν Εκκλησία. Έμεινε χήρα από σχετικά νεαρή ηλικία. Από τότε δέν είδε τόν εαυτό της στόν καθρέφτη ούτε καί γιά νά χτενιστή. Καθρέφτη δέν είχε στό σπίτι της. Τούς σήκωσε όλους. Έλεγε: «Έθαψα παιδιά καί εγώ θά καλλωπίζομαι;». Επίσης δέν πήγαινε σέ γάμους καί σέ πανηγύρια. Στό πανηγύρι τού χωριού έβγαινε από τήν Εκκλησία καί ερχόταν απ ευθείας στό σπίτι χωρίς χρονοτριβή. Στούς δέ γάμους, όσο συγγενικοί καί άν ήταν πήγαινε στό μυστήριο καί μετά γύριζε στό σπίτι. Έλεγε: «Είμαι εγώ γιά χορούς καί τραγούδια, γιά βιολιά καί λαούτα; Έθαψα παιδιά, τί τίς θέλω τίς χαρές;». Παντρευόταν ο πρώτος της εγγονός, ο γυιός τής κόρης της, στήν διπλανή πόρτα καί δέν πήγε νά τόν χαιρετήση. Τήν ώρα πού χόρεψε τό αντρόγυνο, όπως συνηθίζεται στήν Κύπρο, φώναξε τήν εγγονή της, τής έδωσε χρήματα γιά νά τά προσφέρουν στό αντρόγυνο κρεμώντας τα στό νυφικό φόρεμα τήν ώρα πού χόρευε καί αυτή δέν πήγε.
Ο γυιός της από τό εξωτερικό τής έστελνε φορέματα κυρίως μαύρα. Η γιαγιά πάλι τό θεωρούσε ντροπή καί αταίριαστο γιά κείνη νά φοράη καινούργια ρούχα. Έπαιρνε τά καινούργια ρούχα καί πάνω τους έρραβε κομμάτια ύφασμα, γιά νά φαίνωνται παλιά καί έτσι τά φορούσε. Αυτή ήταν η όντως χήρα πού άξιζε κάθε τιμή, όπως γράφει ο Απ. Παύλος. Τίμησε τήν χηρεία της καί έζησε σάν ασκήτρια, ξένη πρός τίς χαρές τού κόσμου τούτου, αλλά μέ τό χαροποιό πένθος καί τήν θεία παρηγορία τού Θεού, τού προστάτου τών χηρών καί Πατρός τών ορφανών.
Μέσα από τόν πόνο καί τήν προσευχή η γιαγιά εξαϋλώθηκε. Ήταν σάν μία εικόνα νά τήν προσκυνήσης. Μόνο νά τήν έβλεπες σού δημιουργούσε δέος, χωρίς νά σού μιλά. Τά λόγια της ήταν λίγα, αλλά σοφά. Παρακολουθούσε μέ σιωπή τό κάθε τι χωρίς νά μιλά. Όταν χρειαζόταν νά επέμβη, επέμβαινε καί μάλιστα πολύ σοφά καί άς ήταν αγράμματη.
Κάποια φορά τά παιδιά της πού ήταν καί τά δύο στήν Ν. Αφρική θέλησαν νά τήν πάρουν εκεί γιά νά τούς δή καί νά τήν δούν. Μαζεύτηκε αρκετός κόσμος γιά νά τήν αποχαιρετήσουν καί μία κυρία αστειευόμενη τής λέει: «Τώρα πού είσαι εδώ, νά βρούμε καί κανέναν νά σέ παντρέψωμε». Η γιαγιά αρπάζει τό μπαστούνι καί προτάσσοντάς το, τής λέει έντονα: «Είμαι παντρεμένη μέ τόν αρχάγγελο Μιχαήλ καί περιμένω του νά έρθη νά μέ πάρη!», δείχνοντάς της ένα δακτυλίδι πού είχε στό χέρι. Η γυναίκα κοκκάλωσε μέ τήν απάντηση τής γιαγιάς. Τό δακτυλίδι αυτό τό έφερε από τούς Αγίους Τόπους. Ήταν σάν αρραβώνας, αλλά ασημένιο. Πιθανόν νά είναι τό δακτυλίδι πού δίνει ευλογία η Ιερά Μονή τού Σινά. Τό είχε στό χέρι της μέχρι τόν θάνατό της.
Η εγγονή της Μαρία, πού τήν μεγάλωσε η γιαγιά της ΧατζηΜαριού καί τώρα ζεί στήν Αυστραλία, θυμάται τά εξής: «Μεγάλωσα μαζί μέ τήν γιαγιά μου, μέ αγαπούσε πολύ, γιατί ήμουν η μόνη εγγονή πού είχε στό χωριό καί είχα καί τό όνομά της. Κοιμόμουν στό ίδιο δωμάτιο μέ τήν γιαγιά.
»Θυμάμαι τήν βαθειά πίστη της στόν Θεό, στήν Παναγία μας καί σέ όλους τούς Αγίους. Σχολείο δέν είχε πάει, αλλά ήξερε όλες τίς γιορτές καί έκανε λογαριασμούς σάν νά ήξερε γράμματα. Στό δωμάτιό της είχε μία ντουλάπα γεμάτη μέ εικόνες Αγίων. Κάθε βράδυ άναβε τό καντήλι καί έκανε τήν προσευχή της. Άρχιζε μέ τό Θεέ μου, πρόσεχε τά παιδιά όλου τού κόσμου καί ύστερα τά δικά μου, τούς στρατιώτες όλου τού κόσμου καί τούς δικούς μου. Όλο τό βράδυ προσευχόταν.
»Κάτι πού έμαθα καί δέν τό έχω πή μέχρι τώρα. Όταν η μητέρα μου (κόρη τής γιαγιάς) ήταν σχεδόν 3 χρόνων, δέν μιλούσε καθαρά καί ούτε περπατούσε.
Η γιαγιά τήν έταξε στήν Παναγία καί πήγε στόν Ναό τού Αγίου Δημητρίου, κατέβασε τήν ποδιά (τό κάλυμα) πού ήταν καλυμμένη η εικόνα τής Παναγίας καί τήν ακούμπησε στήν μικρή τότε Αντιγόνη καί τό θαύμα έγινε. Η Αντιγόνη μίλησε καί περπάτησε.
»Μαζί μέ τόν παππού Ιωάννη είχαν βαπτίσει 21 παιδιά. Προσκύνησε στούς Αγίους Τόπους δύο φορές, πρίν τό 1960 τότε πού ήταν δύσκολο νά ταξιδέψης. Όταν γύρισε, έφερε μαζί της μία σακκούλα γεμάτη μικρά σταυρουδάκια καί έδωσε σέ όλο τό χωριό.
»Θυμάμαι μία φορά ήταν έτοιμη γιά νά πεθάνη, έφεραν κάποιον πάτερ από άλλο χωριό γιά νά κάνη τό Ευχέλαιο. Ο πάτερ βιαζόταν, δέν είπε όλα τά Ευαγγέλια. Μόλις τελείωσε, σηκώθηκε, κάθησε στό κρεββάτι η γιαγιά καί τού λέει παπά μου, δέν είπες όλα τά Ευαγγέλια. Τότε όλοι γελάσαμε καί είπαμε δέν θά πεθάνη.
»Φρόντιζε πάντα νά κάνη τό νάμα καί νά είναι πάντα καθαρό καί αγνό γιά τήν θεία Κοινωνία.
»Θυμάμαι τήν γιαγιά μέ αγάπη καί τήν ευγνωμονώ γιά ό,τι μέ δίδαξε καί προσπαθώ νά τά τηρώ».
Όταν είχε Εσπερινό, προκειμένου νά μήν τόν χάση, όταν πλέον ήταν υπέργηρη, ξεκινούσε από νωρίς τό απόγευμα νά πάη στήν Εκκλησία. Περπατούσε στόν δρόμο σκυφτή, βάδιζε πολύπολύ σιγά μέ ένα μικρό μπαστουνάκι, πού στό επάνω μέρος είχε σχήμα Τ, πολύ κοντό γιά νά τήν βολεύη, αφού κύρτωσε καί δέν βολευόταν μέ κανονικό.
Ουδέποτε άκουγες νά βγή κακός λόγος από τό στόμα της. Μόνο ευχές καί συμβουλές. Μάλιστα έλεγχε τήν εγγονή της γιά τίς παρέες πού έκανε καί ποιές έβαζε στό σπίτι. Μιά φορά πού έτυχε νά πάη μία σοβαρή γυναίκα στό σπίτι τους, φεύγοντας εκείνη, είπε στήν εγγονή της: «Είδες; Τέτοιες γυναίκες νά βάλης στό σπίτι σου».
Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ΄ καί γινόταν η κηδεία, η ακολουθία μεταδιδόταν από τήν τηλεόραση. Έτυχε νά είναι η τηλεόραση στήν κόρη της ανοικτή καί νά είναι καί η γιαγιά εκεί. Κάποια στιγμή η γιαγιά πετάγεται επάνω. Όταν τήν ρώτησαν «γιατί;». Η γιαγιά είπε: «Λέει ο παπάς τό Ευαγγέλιο καί εμείς νά καθώμαστε;», καί όλοι θαύμασαν γιά τήν ευλάβεια τής γιαγιάς.
Στό τέλος τής ζωής της η εγγονή της Μαρία έμενε μαζί της τά βράδια, μήπως χρειαστή τίποτε η γιαγιά. Τήν άκουγε συνέχεια νά προσεύχεται καί ανάμεσα στά άλλα, έλεγε: «Θεέ μου, καλό θάνατο νά μού δώσης. Νά πεθάνω Σαββάτο βράδυ, νά λειτουργηθώ Κυριακή πρωί». Υπάρχει συνήθεια στό χωριό, άν κάποιος πέθαινε Σάββατο, τόν άφηναν στό σπίτι τό βράδυ καί τίς πρωϊνές ώρες, όταν άνοιγε η Εκκλησία, τόν έπαιρναν στόν Ναό. Καθ όλη τήν διάρκεια τής θείας Λειτουργίας τό φέρετρο ή τό νεκροκρέββατο (κοινό γιά όλους) ήταν μέσα στήν Εκκλησία. Όταν τελείωνε η Λειτουργία, γινόταν η νεκρώσιμη ακολουθία.
Ένα Σάββατο απόγευμα, ενώ η γιαγιά ήταν από ημέρες στό κρεββάτι, ξεψύχησε. Εκείνη τήν ώρα χτυπούσε η καμπάνα γιά τόν Εσπερινό. Ειδοποίησαν αμέσως τόν ιερέα καί η καμπάνα ξαναχτύπησε πένθιμα γιά νά αναγγείλλη στό χωριό τόν θάνατο τής μακαριστής ΧατζηΜαριούς (σέ ηλικία 95 ετών), τό Σάββατο στίς 29121981. Έγιναν όλα όπως τά ζητούσε στήν προσευχή της.
Ανοίγοντας τόν μπόγο, πού είχε ετοιμάσει από πολλά χρόνια πρίν γι αυτήν τήν ευλογημένη ώρα, σέ όλους έκανε εντύπωση μέ πόση επιμέλεια τά είχε τακτοποιήσει όλα. Μέχρι φυτιλάκια είχε γιά τό καντήλι πού θά άναβαν στόν τάφο καί λιβάνι.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
Υπό π. Θεοδοσίου Χριστοφόρου. Ο ίδιος π. Θεοδόσιος συνέγραψε καί τίς υπόλοιπες βιογραφίες τών Κυπρίων Ασκητών.
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΜΟΣ Γ