Ο Άγιος Παΐσιος λυπόταν πολύ όταν έβλεπε πνευματικούς ανθρώπους να επιζητούν να βολευθούν οι ίδιοι και να μην ενδιαφέρονται για την Πατρίδα.
Έλεγε: «Σε μια εποχή που ο Σατανάς οργιάζει και οι άνθρωποί του οργανώνονται, οι Έλληνες βρίσκονται σε νάρκη. Τον εαυτό του μόνο κοιτάει να βολέψει ο καθένας και τίποτε περισσότερο. Και ό,τι να τους κάνεις, όσο κι αν τους κουνήσεις, με τίποτε δεν ξυπνούν».
Ο καημός του και η απορία του ήταν πως οι υπεύθυνοι δεν αντιλαμβάνονται που οδηγούμαστε. Ο ίδιος από παλαιά διέβλεπε τη σημερινή κατάσταση και ανησυχούσε, αλλά δεν διέσπειρε τις ανησυχίες του στον κόσμο. Έδινε ελπίδα και αισιοδοξία. Έλεγε: «Από το κακό που επικρατεί σήμερα θα βγει μεγάλο καλό. Βλέπω μια ελιά. Το ένα της κλωνάρι έχει ξεραθεί, το άλλο το τρώγει η κάμπια και θα ξεραθεί και αυτό. Αλλά πετιέται ένα άλλο βλαστάρι από κάτω που έχει πολύ θυμό (δύναμη) και αναπτύσσεται γρήγορα».
Πονούσε για την πνευματική κατάπτωση των πολιτών. Έλεγε: «Η Ελλάδα έχασε τον δρόμο της. Η αμαρτία και η ασωτία βασιλεύουν στους ανθρώπους, αλλά μας αγαπά ο Θεός και περιμένει τη μετάνοιά μας».
Μιλούσε αυστηρά για αυτούς που ψήφιζαν αντιχριστιανικούς νόμους. Κάποιος Πρωθυπουργός, του οποίου κατεδίκαζε δημοσίως ενέργειες επιζήμιες για το Έθνος και την Εκκλησία, ζήτησε να τον συναντήσει στη Σουρωτή. Ο Γέροντας απάντησε: «Ας έρθει… Θα του τα ψάλω και μπροστά του». Είχε το ψυχικό σθένος αυτός ο πτωχός καλυβίτης να υψώνει τη φωνή του άφοβα μπροστά στους ισχυρούς της ημέρας.
Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σσ. 741-743, εκδ. Άγιον Όρος 2008.